Οι ομώνυμες τέντες που μπήκαν πρόσφατα στην ελληνική αγορά (πολύ πριν υπάρξει έστω κι ως σενάριο επιστημονικής φαντασίας το όνομα του τεχνικού), είναι ιδιοκτησίας της Νίφα τεν Κάτε, αδελφής του κόουτς -δεν είναι «γκρίζα» διαφήμιση, είναι χρήσιμη πληροφορία. Εξίσου χρήσιμη πληροφορία είναι ότι οι τέντες είναι ένα υπέροχο αξεσουάρ, που ομορφαίνουν το μπαλκόνι σου, σε προστατεύουν από τον ήλιο, «μεγαλώνουν» το σπίτι σου και σου επιτρέπουν το καλοκαίρι να αράζεις έξω, να τρως, να πίνεις, να βλέπεις το Euro σου όμορφα κι ωραία, και να μπαίνεις μέσα για καμιά τουαλέτα και κανέναν ύπνο το πολύ.
Από τον Τεν Κάτε ο Παναθηναϊκός δεν έχει καμία απαίτηση να του ομορφύνει το «σπίτι». Περιμένει όμως απ’ αυτόν να τον προστατέψει από τις βλαβερές ακτίνες της αμφισβήτησης, της... ακουπίασης και του βαρετού ποδοσφαίρου, το οποίο έχει ταΐσει τους οπαδούς του τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, να τον «μεγαλώσει» όσο παραπάνω μπορεί σε Ελλάδα και Ευρώπη, να του δώσει έξτρα χώρο. Η εύκολη λύση είναι πριν καλά καλά τον δεις, να τον αποκαλέσεις «τεντά», «μπιροπατέρα», «Κάπτεν Κιρκ» του «Star Trek», φωνακλά ή αιώνιο βοηθό προπονητή που δεν την παλεύει ως πρώτος. Το ίδιο εύκολο και επίσης άκυρο είναι να τον εγκωμιάσεις εκ των προτέρων, σφάλμα που έκαναν πολλοί με την έλευση του Μουνιόθ και έκαναν γαργάρες όταν ο Παναθηναϊκός του Μουνιόθ είδε με το κιάλι τον Ολυμπιακό του Σόλιντ και του Λεμονή να τερματίζει 17 πόντους μπροστά.
Ο προπονητής επιλέγεται με βάση το βιογραφικό του και τις συστατικές του επιστολές και κρίνεται από τη δουλειά του. Αυτό δεν είναι απλώς νόμος απαράβατος, είναι αξίωμα του ποδοσφαιρικού manual. Ολα τα άλλα είναι «μακέτο». Ο Τεν Κάτε δεν έρχεται απλά για τα λεφτά. Ούτε επειδή δεν θα έβρισκε δουλειά σε κάποια καλή ευρωπαϊκή ομάδα. Ερχεται βασικά για να αποδείξει πρώτα στον εαυτό του και στη συνέχεια σε όλο τον κόσμο ότι έχει την ικανότητα να οδηγήσει μια ομάδα σαν πρώτο βιολί, κάτι που δεν του βγήκε στον Αγιαξ. Εχοντας φτάσει στα mid-fifties, γνωρίζει ότι αν δεν τα καταφέρει και τώρα, δεν θα έχει πολλή βενζίνη στο ηλικιακό του ρεζερβουάρ. Και μια ομάδα με ρευστό, νέους ανθρώπους στα πόστα, καλό ευρωπαϊκό όνομα, προπονητικό κέντρο, γήπεδο στα σκαριά και τη δυνατότητα να προκριθεί στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ είναι μια ευκαιρία που τη μετράς καλά.
Από κει και πέρα, αν όλα πάνε καλά και ο Τεν Κάτε είναι ο νέος προπονητής του Παναθηναϊκού, με ενδιαφέρον περιμένω να δω τι έχει στο μυαλό του για παίκτες, ποιοι του κάνουν από τους υπάρχοντες και ποιοι πρέπει να έρθουν για να υπηρετήσουν το αγαπημένο του 4-3-3. Απέναντι στη σχεδόν αστεία απαίτηση του Σωκράτη Κόκκαλη («ο προπονητής που θα έρθει θα παίζει το σύστημα που κρίνουμε ότι ταιριάζει καλύτερα στον Ολυμπιακό»), στην Παιανία δεν έχουν σκοπό να ευνουχίσουν τον προπονητή τους. Εχουν σκοπό να τον εμπιστευτούν, γνωρίζοντας ότι πίσω από τον Ράικαρντ και το ελκυστικό ποδόσφαιρο που έφερε τίτλους σε Ισπανία και Τσάμπιονς Λιγκ κρυβόταν ο Ολλανδός. Πίσω από την απρόσμενη φετινή πορεία της Τσέλσι (έχασε στην ισοβαθμία το πρωτάθλημα και στο γλίστρημα του Τέρι το Τσάμπιονς Λιγκ), όλη τη δουλειά την έκανε πάλι αυτός κι όχι φυσικά ο Γκραντ. Το δικό του 4-3-3, όπως μας το έχει παρουσιάσει, δεν έχει καλούπια ούτε στεγανά. Αλλιώς το προσάρμοσε στην Μπάρτσα, ενίοτε και ως 4-2-3-1 με «δεκάρι» τον Ντέκο και κάτι σαν αμυντικό χαφ πίσω του τον Τσάβι, αλλιώς στην Τσέλσι με Μακελελέ και Εσιέν πιο πίσω, Μπάλακ και Λαμπάρντ πιο μπροστά. Με άλλα λόγια, αγαπημένο σύστημα μπορεί να έχει, δογματικός όμως δεν είναι. Και ξέρει ότι όσο κι αν μεγαλώσει το μπάτζετ του Παναθηναϊκού ούτε Μέσι μπορεί να πάρει ούτε Μαλουντά ούτε Λαμπάρντ.