Παλιότερα, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα σε ό,τι αφορά τον τρόπο γραφής στις αθλητικές εφημερίδες. 'Η μάλλον όχι πιο εύκολα, αλλά κυρίως πιο απλά. Σε όσους βιαστούν να παρατηρήσουν ότι το απλό είναι και εύκολο, αντιπαραθέτω την άποψη του Σεφέρη που υποστήριξε κάποτε ότι «ο κόσμος είναι απλός». Ο κόσμος, με τη μορφή του δημιουργήματος.
Ενα από τα πράγματα που με γοήτευαν στον τρόπο γραφής στις παλιές αθλητικές εφημερίδες ήταν η συχνή και με ποικιλία χρήση των επιθέτων, πολλές φορές με δόσεις υπερβολής, αλλά και οι παρομοιώσεις. Στοιχεία που σπανίζουν σήμερα, αν εξαιρέσει κάποιος τον τρόπο γραφής ελάχιστων συναδέλφων που μετριούνται στα δάχτυλα.
Αλλωστε, σήμερα γράφονται μέχρι και βιβλία που καθ' υπερβολή θεωρούνται λογοτεχνικά χωρίς ούτε μία παρομοίωση. Βλέπετε, η τηλεόραση σκοτώνει πολλά πράγματα και πιο πολύ τη φαντασία. Με τον κίνδυνο η παρομοίωση να θεωρηθεί αποτυχημένη, θα τολμήσω να χαρακτηρίσω τους Ρουμάνους, Αργεντινούς της Ευρώπης.
Και έχω λόγο που το κάνω. Πιστεύω ότι είναι ιδιαίτερα ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές αλλά και αλήτες μέσα στο γήπεδο όσο και οι Αργεντινοί ή και περισσότερο. Το ταλέντο και ο αλήτικος τρόπος παιχνιδιού, συχνά και βρόμικος, είναι που με κάνει να τους παρομοιάζω με τους Αργεντινούς. Και πιστεύω ότι αν καταφέρουν να περάσουν από τον όμιλο στον οποίο βρίσκονται -τον όμιλο του θανάτου- μπορούν μια χαρά να αποτελέσουν την έκπληξη του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος.
Οι μόνοι από τους αντιπάλους τους που ξέρουν τι μπορεί να αντιμετωπίσουν είναι οι Ολλανδοί, που τους αντιμετώπισαν και στα προκριματικά -έχασαν μάλιστα- και λογικά είναι δύσκολο να αιφνιδιαστούν. Ιταλοί και Γάλλοι, αν τους υποτιμήσουν, θα εκπλαγούν δυσάρεστα. Πριν από λίγα χρόνια η πρόκριση στην τελική φάση διοργανώσεων όπως το Παγκόσμιο Κύπελλο ή το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα για τους Ρουμάνους ήταν εύκολη υπόθεση.
Η καλύτερη πορεία τους ήταν στο Μουντιάλ του 1994 όταν έφθασαν στα ημιτελικά έχοντας νικήσει την Αργεντινή που είχε βρεθεί στον δρόμο τους. Από εκεί και μετά, όμως, ίσως και λόγω των μεγάλων πολιτικοοικονομικών αλλαγών στην Ευρώπη, έχασαν σταδιακά τον βηματισμό τους και τα τελευταία 8 χρόνια απουσίασαν από τις μεγάλες διοργανώσεις.
Φαίνεται ότι η πιο λογική κίνηση που μπορούσαν να κάνουν για να δώσουν το «παρών» σ' ένα μεγάλο τουρνουά ήταν να ξαναφέρουν στον πάγκο της εθνικής τους τον άνθρωπο που τους είχε οδηγήσει στα τελικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2000. Τον Βίκτορ Πιτούρκα, που ως ποδοσφαιριστής ήταν από τους βασικούς συντελεστές της μεγάλης πορείας της Στεάουα το 1986, που κατέληξε στον τίτλο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών σε εκείνον τον αλησμόνητο τελικό με τις αποκρούσεις του Ντουκαντάμ.
Ο Πιτούρκα είναι καλός προπονητής και μοιάζει και τυχερός μια και στο παραδοσιακό και καλό επιθετικό ποδόσφαιρο που έπαιζαν οι Ρουμάνοι, η τωρινή ομάδα έχει και μία πολύ καλή αμυντική γραμμή. Ο Κίβου είναι πιθανότερο να βοηθήσει τη μεσαία γραμμή -αντί για το κέντρο άμυνας- όπου μπορεί να συνεργαστεί πολύ καλά με τον Κοντρέα.
Στο κέντρο άμυνας, ο Ταμάς της Οσέρ και ο Γκόιαν της Στεάουα -που τον λένε και Γκιούλιβερ λόγω σωματοδομής- είναι ένα εξαιρετικό δίδυμο. Το μεγάλο πρόβλημα του Πιτούρκα θα προκύψει στο δεξί άκρο της άμυνας, μια και, αν χάσει τον Κόντρα, δεν έχει αντικαταστάτη. Στα χαφ, εκτός από τον Κίβου και τον Κοντρέα, υπάρχουν ο Ντίκα -με 54 γκολ σε 124 ματς- και ο Κότσις. Βοήθεια μπορούν να δώσουν οι Πέτρε, στα 32 του, Κριστέα και Νικολίτα. Μπροστά, το δίδυμο θα είναι Μούτου και Μαρικά.
Ο Μούτου πριν τραυματιστεί στην Ιταλία ήταν σούπερ και ο Μαρικά, που δεν έλαμψε ακριβώς στην Μπουντεσλίγκα, είναι πάντα ένας επικίνδυνος επιθετικός. Οι 12 από τους 23 του Πιτούρκα αγωνίζονται εκτός Ρουμανίας και για να κάνουν την έκπληξη, πρέπει να συντρέξουν δύο προϋποθέσεις. Να μην τραυματιστεί κάποιος από τους βασικούς και να πιστέψουν στο θαύμα. Το δύσκολο είναι το δεύτερο.
Η μάχη της ακρίβειας
Η κρατική τηλεόραση στον τομέα της ενημέρωσης μπορεί να μην πέφτει στις αντιαισθητικές και αχαρακτήριστες, πολλές φορές, επιλογές των δελτίων της ιδιωτικής τηλεόρασης, αλλά σε ό,τι αφορά την πολιτική της κυβέρνησης ακολουθεί τον δρόμο που πάντα ακολουθούσε. Της συσκότισης. Τον τελευταίο καιρό, σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ακρίβειας που μας βασανίζει όλους και ιδίως τα χαμηλότερα εισοδήματα, έχει υιοθετήσει την κυβερνητική επιχειρηματολογία περί «εισαγόμενης ακρίβειας» (αλλά δεν μας εξηγεί γιατί και άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν εισάγουν ακρίβεια όπως εμείς), που συμπληρώνει η επαναλαμβανόμενη διαπίστωση για την αρνητική διεθνή οικονομική κατάσταση με την τρελή κούρσα του πετρελαίου και την άνοδο των τιμών των τροφίμων.
Οταν όμως έρχεται η συζήτηση στις ενέργειες της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση του φαινομένου, αφού προσπαθούν να μας πείσουν ότι λίγα πράγματα μπορούν να κάνουν οι κυβερνήσεις, μας παραπέμπουν στα 41 μέτρα του κ. Φώλια για την ακρίβεια, που όταν ολοκληρωθούν -πότε άραγε;- θα δούμε να αποδίδουν. Τι ακριβώς; Ούτε στο Υπουργείο Ανάπτυξης γνωρίζουν να σας πουν. Οπως δεν θα μπορέσουν να σας πληροφορήσουν για ποιον λόγο δεν μπόρεσαν 4 ½ χρόνια τώρα να πολεμήσουν τις πρακτικές και τη δύναμη των καρτέλ. Οπως επίσης δεν θα μπορέσουν να σας απαντήσουν γιατί δεν είναι αποτελεσματικοί οι έλεγχοι της ποιότητας των προϊόντων στην αγορά, με αποτέλεσμα τα διατροφικά σκάνδαλα.
Μάλιστα, ο υπουργός Ανάπτυξης, θέλοντας να μας πείσει ότι κάτι τέτοιο είναι φυσιολογικό, δηλώνει ότι θα αντιμετωπίσουμε και στο μέλλον φαινόμενα όπως αυτό του ηλιελαίου. Το γεγονός ότι δίνονται όλο και λιγότεροι πόροι από τον προϋπολογισμό για την ενίσχυση των μηχανισμών ελέγχου και η έλλειψη βούλησης -γιατί άραγε;- της κυβέρνησης να συγκρουστεί με τα καρτέλ μαρτυρούν την αλήθεια. Οπως και η εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση δημόσιων εταιρειών κοινής ωφελείας που θα ροκανίσει ακόμα περισσότερο το εισόδημά μας. Τώρα, τα πυροτεχνήματα της κυβερνητικής προπαγάνδας για τον πρωθυπουργό που έστειλε (μία γενικόλογη) επιστολή στον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ζητώντας να συζητηθεί το ζήτημα της ακρίβειας στο Συμβούλιο Κορυφής είναι για τους αφελείς. Λες και υπήρχε περίπτωση ένα τέτοιο ζήτημα να μη συζητηθεί.
Ποιος είναι ο ιδανικός προπονητής;
Δεν καταλαβαίνω την ανυπομονησία πολλών οπαδών των «πρασίνων» στο θέμα του προπονητή. Πρόκειται για τη σημαντικότερη επιλογή μίας ομάδας και ως τέτοια χρειάζεται προσοχή και όχι βιασύνη. Δεν είναι τόσο απλό ζήτημα, παρ' όλο που στο μυαλό πολλών είναι μόνο θέμα χρημάτων, άντε και μιας πετυχημένης διαπραγμάτευσης, όταν θεωρούμε ότι ο ξένος προπονητής ζητάει πολλά.
Υπάρχουν ζητήματα όπως η προσαρμοστικότητα, η αγωνιστική φιλοσοφία, η επαγγελματική επάρκεια, οι απαιτήσεις -τόσο από την πλευρά του προπονητή όσο και από την πλευρά της ομάδας-, οι υποδομές και οι στόχοι μίας ομάδας, για να αναφέρω τα σπουδαιότερα. Πολλοί νομίζουν ότι είναι αρκετό να δώσεις πολλά χρήματα σε κάποιον ξένο προπονητή για να έρθει στον πάγκο μιας ελληνικής ομάδας, ξεχνώντας ότι καθοριστικό ρόλο παίζει και το ποδοσφαιρικό προϊόν.
Και το ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, ως προϊόν, δεν θεωρείται από τα ελκυστικά -για να το πω κομψά- της Ευρώπης. Η παρουσία του Βαλβέρδε στον Ολυμπιακό και ενδεχομένως του Τεν Κάτε στον ΠΑΟ είναι δύο πολύ αισιόδοξες κινήσεις. Που θα χρειαστούν πολύ περισσότερα από χρόνο για να αποδώσουν.