Μια εποχή είχα κολλήσει στον τοίχο δίπλα στο γραφείο μου μια φωτογραφία του Ντούσαν Ιβκοβιτς, από τον καιρό που ο Ντούντα ήταν προπονητής του Πανιωνίου. Το ενσταντανέ τον έδειχνε να (αντ)επιτίθεται με γροθιές εναντίον τραμπούκων που του την έπεσαν στους διαδρόμους εχθρικού ελληνικού γηπέδου. Αργότερα στην πορτρετοθήκη μου προστέθηκαν ο Στόγιαν Βράνκοβιτς και ο Ντίνο Ράτζα. Ο πρώτος επειδή άρπαξε ένα από τα αντικείμενα με τα οποία τον σημάδευαν αντίπαλοι χούλιγκανς και το εκτόξευσε από κει που 'ρθε. Ο άλλος επειδή όρμησε να κάνει μαύρους τους 50 που απειλούσαν τη σύζυγό του στο αεροδρόμιο.
Στην πραγματικότητα κανένας από τους τρεις δεν υπήρξε φίλος μου, ούτε συνέβη να τους συμπαθήσω ιδιαίτερα εκτός γηπέδων. Από τη στιγμή όμως που υιοθέτησαν το «δόγμα Καντονά», «σπάσε το κεφάλι του θρασύδειλου προτού σπάσει αυτός το δικό σου», πέρασαν στο πάνθεον των ηρώων μου. «Να αγιάσει το χέρι τους», ευχήθηκα.
Επιτρέψτε μου να εξηγηθώ πριν παρεξηγηθώ: δεν πιστεύω στη λογική της αυτοδικίας, αντιθέτως την απεχθάνομαι. Ωστόσο, στα ταλαίπωρα ελληνικά γήπεδα αυτή αποτελεί συχνά την έσχατη γραμμή αμύνης απέναντι στα ανδραγαθήματα των ανεξέλεγκτων χουλιγκαναραίων. Αυτοί που θα έπρεπε να προστατεύουν τους αθλητές, τους προπονητές, τους διαιτητές, ακόμα και τους δημοσιογράφους, δεν μπορούν ή δεν θέλουν να μοιράσουν δυο γαϊδουριών άχυρα. Η κοιμισμένη αστυνομία παίζει ρόλο αδιάφορου θεατή, οι ομάδες προστατεύουν τους αλήτες σαν να είναι τυχεροί λαχνοί του Τζόκερ, οι δικαστές μοιράζουν χάδια αντί για βαριές ποινές.
Στην Ελλάδα ο νόμος της έδρας ισοδυναμεί με τον νόμο της (αφιονισμένης) εξέδρας. Κάθε φορά που βλέπω ένα ντέρμπι να τελειώνει με «έτσι γουστάρουμε, ή εμείς ή κανείς» νίκη του γηπεδούχου μελαγχολώ. Οποτε κάποιος «φιλοξενούμενος» κατορθώνει να σπάσει τον τσαμπουκά και να θριαμβεύσει μέσα σε ζούγκλα, από μέσα μου πανηγυρίζω. Ακόμα και όταν φεύγει ξένη ομάδα νικήτρια από ελληνική αρένα, νιώθω να με κυριεύει άγρια χαρά.
Θα αράδιαζα κάμποσα παραδείγματα, αλλά προτιμώ να αποφύγω το στόχαστρο των κάφρων. Από μακριά κι αγαπημένοι. Αλλωστε, η εξαλλοσύνη των Ελλήνων οπαδών δεν γνωρίζει σύνορα. Στην πανίδα της πατρίδας μας πίθηκοι βγαίνουν σε όλα τα χρώματα: κόκκινο, πράσινο, κίτρινο, άσπρο, μαύρο, ακόμα και μπλε.
Ας τελειώσει λοιπόν αυτή η γελοιότητα. Προκλητικός δεν είναι ο μπασκετμπολίστας που πανηγυρίζει σε εκτός έδρας αγώνα (π.χ. Σπανούλης), ούτε ο προπονητής που διαμαρτύρεται έντονα μέσα σε εχθρικό γήπεδο (π.χ. Γιαννάκης). Προκλητικός με όλη τη σημασία της λέξης είναι ο θρασύδειλος που κρύβεται μέσα στον όχλο και διαπράττει ανενόχλητος κάθε είδους παρανομία: βρίζει μανάδες, ρίχνει αναπτήρες, πυροδοτεί κροτίδες, φωνάζει ρατσιστικά συνθήματα, ξεσηκώνει όσους σκέφτονται σαν αυτόν. Απόπειρα σωματικής βλάβης (αν όχι δολοφονίας), έργω και λόγω εξύβριση, πρόκληση επεισοδίων, συμμετοχή σε συμμορία και όλα αυτά δημόσια, μπροστά στα μάτια των αστυνομικών και τις κάμερες της τηλεόρασης: σε ποιο ευνομούμενο κράτος θα περνούσαν τέτοια καμώματα ατιμώρητα;
Στην Ελλάδα του «ή εμείς ή κανείς» ο χουλιγκανισμός έγινε νόμος και ο νόμος νεκρό γράμμα. Το επόμενο θύμα θα είναι ο ήδη ημιθανής αθλητισμός μας. Ζωή να 'χουμε να τον θυμόμαστε.