Μπορεί σε επίπεδο εθνικής ομάδας οι Αγγλοι να συσσωρεύουν απογοητεύσεις, αλλά σε επίπεδο συλλόγων δεν θα μπορούσαν να τα πάνε καλύτερα. Τα τελευταία χρόνια στο επίπεδο του Τσάμπιονς Λιγκ οι Αγγλοι βλέπουν τις τέσσερις ομάδες τους που μετέχουν στη διοργάνωση να περνούν στους «16» και να φτάνουν μέχρι τον τελικό και να κατακτούν το Κύπελλο. Οι ημιτελικοί αγγλικών ομάδων τα τελευταία χρόνια είναι μία επαναλαμβανόμενη, ίσως και προβλέψιμη πραγματικότητα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι όταν οι σύλλογοι πηγαίνουν καλά, οι εθνικές ομάδες έχουν προβλήματα. Και το αγγλικό ποδόσφαιρο σε επίπεδο συλλόγων τα τελευταία χρόνια έχει γνωρίσει μία άνευ προηγουμένου δημοτικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι 190 χώρες περίπου σε όλον τον κόσμο έχουν πληρώσει για να πάρουν τα δικαιώματα προβολής των παιχνιδιών της Πρέμιερσιπ. Αυτό και μόνο επιτρέπει στις ομάδες της Πρέμιερσιπ να εισπράττουν –για την τριετία 2008-10- το ποσό των 600 εκατομμυρίων ευρώ. Ποσό που πολλές λίγκες στην Ευρώπη ζηλεύουν, αλλά είναι σχεδόν απίθανο να πλησιάσουν.
Ο τρόπος οργάνωσης του παιχνιδιού, το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των ποδοσφαιρικών επιχειρήσεων, το μάρκετινγκ, οι επενδύσεις και η γλώσσα είναι μερικοί από τους λόγους που έχουν κάνει την Πρέμιερσιπ το πλουσιότερο πρωτάθλημα στον κόσμο. Κάτι που δεν χρειαζόταν η 17η ετήσια έκθεση της Deloitte & Touch για να το επιβεβαιώσει. Το ενδιαφέρον στα στοιχεία αυτής της έκθεσης βρίσκεται στη μεταβολή ορισμένων ποσοστών που αφορούν τον ρυθμό αύξησης των εσόδων ή των δαπανών, τα ποσοστά των χρημάτων που ξοδεύονται για μισθούς ή μεταγραφές. Και βρίσκεται εκεί το ενδιαφέρον γιατί τα χρήματα ξέρουμε ότι είναι πολλά.
Για παράδειγμα, το ποσό των τηλεοπτικών δικαιωμάτων που θα μοιραστούν οι 20 ομάδες της Πρέμιερσιπ την τριετία που ολοκληρώνεται το 2010 είναι κάτι πάνω από 4 δισ. ευρώ. Μυθικά χρήματα. Στα στοιχεία της έκθεσης μπορεί κάποιος να δει ότι ο τζίρος που έκαναν την περίοδο 2006-07 όλες οι ομάδες της Πρέμιερσιπ μαζί ξεπέρασε για λίγο το 1,5 δισ. στερλίνες και υπολογίζεται ότι για τη σεζόν που τελείωσε το ποσό θα ανέβει στα 1,9 δισ. λίρες, κοντά στα 2,5 δισ. ευρώ. Η άνοδος του τζίρου σημαίνει και αύξηση των κερδών για πολλές ομάδες, γεγονός που αποτυπώνεται και στις επιδόσεις των αγγλικών ομάδων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο με τους 20 πλουσιότερους συλλόγους του κόσμου.
Για την περίοδο που εξετάζει η έκθεση, τη σεζόν 2006-07 φαίνεται ότι οι αγγλικές ομάδες ξόδεψαν 13% περισσότερα χρήματα για μισθούς των ποδοσφαιριστών. Την ίδια περίοδο η άνοδος του τζίρου του –πάντα σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά- ήταν 11%. Η διαρκώς αυξανόμενη άνοδος στον τζίρο, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών, με αποτέλεσμα το 40% των συλλόγων στις δύο πρώτες κατηγορίες του αγγλικού ποδοσφαίρου να έχει αλλάξει ιδιοκτησία τα τελευταία δύο χρόνια. Βέβαια, η έκθεση παρατηρεί ότι λόγω της μεγάλης αύξησης του ποσού των τηλεοπτικών δικαιωμάτων που θα εισπράξουν αυτή την τριετία οι αγγλικές ομάδες άρχισαν από την περίοδο 2006-07 να πραγματοποιούν μεγάλες επενδύσεις. Θα πρέπει να σημειώσει κάποιος ότι το αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον βασίζεται στον τρόπο που μοιράζονται τα έσοδα αλλά και στο ότι εκεί υπάρχουν κανόνες για την αγωνιστική και την επιχειρηματική δραστηριότητα που ισχύουν για όλους.
Η προσοχή στο μέλλον
Θυμάμαι, όπως και εσείς άλλωστε, ότι μετά την επιτυχία στην Πορτογαλία το 2004 μιλούσαμε για τη μεγάλη ευκαιρία που είχαμε ώστε να μπορέσουμε πάνω σε εκείνη την επιτυχία να χτίσουμε ένα καλύτερο μέλλον για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Ε, όπως συμβαίνει με ένα σωρό ευκαιρίες που μας παρουσιάζονται σε αυτή τη χώρα και δεν αφορούν μόνο το ποδόσφαιρο, την πετάξαμε στα σκουπίδια. Ομως, θες η μοίρα, θες η τύχη, θες ο «θεός της Ελλάδας» ή μία ακόμα πτυχή του περίφημου ελληνικού παράδοξου, μας έδωσαν τη δυνατότητα μιας ακόμα ευκαιρίας. Η ευκαιρία δεν αφορά την πρόκριση στα τελικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος της Εθνικής Ανδρών, όσο την ανάδειξη μιας νέας φουρνιάς ταλαντούχων ποδοσφαιριστών, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την καλύτερη μαγιά για ένα περισσότερο αισιόδοξο ποδοσφαιρικό μέλλον. Μία φουρνιά που με σημαιοφόρο τον καλύτερο εκπρόσωπό της, τον Σωτήρη Νίνη, διεκδικεί την προσοχή που της αξίζει.