Έπειτα από δύο τελικούς Παναθηναϊκός - Ολυμπιακός, εκείνο που μπορεί να πει κανείς είναι το εξής: ο Ολυμπιακός κέρδισε τις εντυπώσεις, αλλά ο Παναθηναϊκός κράτησε με το μέρος του το πλεονέκτημα έδρας.
Τι σημαίνει αυτό, κανείς δεν ξέρει. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Ολυμπιακός δεν έχει καμιά σχέση με την ομάδα που πριν από λίγες ημέρες κινδύνευε να μείνει εκτός τελικού από το Μαρούσι. Οσο για τον Παναθηναϊκό, προβάλλει και πάλι σαν ένα τεράστιο ερωτηματικό, όμοιο με εκείνο που τον συνοδεύει από την αρχή αυτής της αγωνιστικής περιόδου.
Λένε ότι τα μονά (πρώτο, τρίτο, πέμπτο) ματς των πλέι οφ είναι τα πιο καθοριστικά. Και είναι αλήθεια. Διότι σε αυτά μπορεί να γίνει η ανατροπή που επιδιώκει η ομάδα με το μειονέκτημα έδρας. Από την άποψη αυτή, λοιπόν, ο Ολυμπιακός βρίσκεται σήμερα μπροστά στην πιο μεγάλη πρόκληση. Γιατί θα παίξει αυτό το τρίτο ματς με πολύ νωπές τις δάφνες του από τον θρίαμβό του στο ΣΕΦ, αλλά και ύστερα από μια πρώτη δοκιμή στο ΟΑΚΑ, στην οποία δεν πήγε καθόλου μα καθόλου άσχημα –παρά τα προβλήματα που αντιμετώπισε.
Ενα άλλο γεγονός που δίνει μια ξεχωριστή διάσταση στο σημερινό παιχνίδι είναι ότι το περσινό αντίστοιχο ματς ήταν το κορυφαίο της τελικής σειράς και εκείνο που επί της ουσίας έκρινε τον τίτλο, μια και ο Ολυμπιακός έφθασε τόσο κοντά στη νίκη ώστε παίκτες, προπονητές, διοίκηση και οπαδοί να μην έχουν χωνέψει ακόμα πώς τελικά τους ξέφυγε ύστερα από τα χέρια.
Δύο ήταν οι μεγάλες φάσεις που σημάδεψαν εκείνον τον πραγματικά αξέχαστο αγώνα. Η πρώτη περίπου ένα λεπτό πριν από το τέλος, όταν ο Διαμαντίδης με ένα απίστευτο «στοπ» απέτρεψε καλάθι του Ολυμπιακού με το οποίο θα καθοριζόταν η εξέλιξη του αγώνα, και η δεύτερη 4-5 δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη, όταν και πάλι ο Διαμαντίδης, με τον Παναθηναϊκό να προηγείται κατά έναν πόντο, έκανε ένα ανόητο φάουλ στον Πεν, το οποίο δεν καταλόγισε ο διαιτητής Πηλοΐδης που ήταν δίπλα!
Αυτή η ιδιαίτερη αναφορά στα όσα έγιναν στο περσινό τρίτο ματς των τελικών δεν γίνεται, όμως, απλά και μόνο επειδή σήμερα παίζεται ο αγώνας με τον ίδιο αύξοντα αριθμό, ούτε γιατί ο Ολυμπιακός έφθασε τόσο κοντά στη νίκη. Υπάρχει κι ένας παραπάνω λόγος, ίσως σημαντικότερος από αυτούς που προαναφέρθηκαν. Εχουμε και λέμε, λοιπόν...
Τα φετινά πλέι οφ μοιάζουν πολύ με τα περσινά, κυρίως από την πλευρά του Ολυμπιακού, ο οποίος και πέρυσι είχε φτύσει αίμα για να αποκλείσει τον Αρη στον ημιτελικό και κατόπιν, όπως ακριβώς κάνει φέτος, παρουσιάστηκε εντελώς μεταμορφωμένος στον τελικό.
Αντίστοιχη με τη φετινή ήταν και η πορεία του Παναθηναϊκού, ο οποίος, αφού, όπως και φέτος, πέρασε χαλαρά από τα ημιτελικά, τα βρήκε μπαστούνια στον τελικό από έναν Ολυμπιακό που διέθετε μεγαλύτερη δίψα και έβγαζε περισσότερη ενέργεια στο παρκέ.
Η διαφορά για τον Παναθηναϊκό είναι ότι πέρυσι κλάταρε δικαιολογημένα στο τέλος μιας χρονιάς κατά τη διάρκεια της οποίας είχε ήδη κατακτήσει τον τέταρτο ευρωπαϊκό του τίτλο, αντίθετα φέτος βαδίζει αγκομαχώντας από την αρχή της αγωνιστικής περιόδου.
Ολα τα δεδομένα, λοιπόν, λένε ότι ίσως σήμερα στο κλειστό του ΟΑΚΑ γίνει το ματς που θα κρίνει και πάλι τον τίτλο! Υπέρ ποίου όμως; Εδώ σε θέλω, όμως, μάστορα...
Μαντικές ικανότητες, για να προβλέψει το αποτέλεσμα, δεν έχει κανένας. Αρα το μόνο που μένει είναι να αξιολογηθούν τα δεδομένα των δύο πρώτων αγώνων και με βάση αυτά να βγουν κάποια λογικά συμπεράσματα, τα οποία είναι δυνατόν να φωτίσουν το κρίσιμο ματς μέχρις ενός σημείου.
Στον εναρκτήριο αγώνα, ο Παναθηναϊκός κέρδισε δύσκολα, παρ' ότι πήρε και σημαντικές διαφορές στο σκορ, διότι δεν είχε ρυθμό, συνέχεια και συνέπεια, πράγματα για τα οποία μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι έφταιξε η σχετικά μεγάλη αγωνιστική του απραξία μετά το σύντομο 3-0 επί του Πανιωνίου. Με αυτό ως δεδομένο και συνυπολογιζομένου ότι στο δεύτερο ματς το άγχος μεταφερόταν στο άλλο «στρατόπεδο», στο οποίο επιπλέον υπήρχαν αυξημένα προβλήματα λόγω του τραυματισμού του Μπουρούση, μπορούσε να οδηγηθεί κανείς στο συμπέρασμα ότι ο Παναθηναϊκός βρισκόταν αρκετά κοντά σ' ένα 2-0, που θα αποτελούσε τεράστιο πρόκριμα για τον τίτλο.
Εκεί ακριβώς, όμως, τα πράγματα γύρισαν ανάποδα, ο Παναθηναϊκός έδειξε τον χειρότερο φετινό εαυτό του και ο Ολυμπιακός με έξυπνη τακτική έφτασε σε μια νίκη που απογείωσε την ψυχολογία όλων στο «στρατόπεδό» του.
Πώς προέκυψαν όλα αυτά; Σε γενικές γραμμές από την άμυνα ζώνης, με την οποία ο Ολυμπιακός απαγόρευσε στον αντίπαλό του να δει από κοντά το καλάθι, από τον σπασμωδικό τρόπο που αντέδρασε (ατομικές ενέργειες, περισσότερες ντρίμπλες παρά πάσες, κακά μακρινά σουτ) ο Παναθηναϊκός, απέναντι σε μια άμυνα που ξέρουμε ότι δεν του αρέσει, από το απίστευτο αμυντικό παιχνίδι αλλά και το συνολικά καθαρό μυαλό του σούπερμαν Βασιλόπουλου και από το γεγονός ότι ο Μπατίστ, ίσως ο σημαντικότερος σήμερα παίκτης του Παναθηναϊκού, έκανε ένα παιχνίδι που θύμιζε τραγωδία.
Αξιοσημείωτο είναι, πάντως, ότι ο Παναγιώτης Γιαννάκης στην προσπάθειά του να δημιουργήσει τα μεγαλύτερα δυνατά προβλήματα στον Παναθηναϊκό, μετά το διαχρονικό «δεν ασχολούμαι ποτέ με τη διαιτησία», παραβίασε μία ακόμα αρχή του, αυτήν που τον ήθελε να αποφεύγει την άμυνα ζώνης όπως ο διάβολος το λιβάνι!
Βεβαίως σ' έναν τελικό σαν αυτόν που έχουμε μπροστά μας συνήθως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, πόσω μάλλον για έναν προπονητή που άλλαξε τόσο ξαφνικά περιβάλλον και καλείται να υπερασπισθεί τώρα ετήσιες απολαβές, τις οποίες ούτε ως παίκτης είχε ευτυχίσει να απολαύσει!
Θα μου πείτε, ίσως, «καλά και αυτά που κάνουν οι άλλοι δεν μετράνε; Μόνο ο Γιαννάκης είναι υποχρεωμένος να τηρεί τις αρχές του και να αντιμετωπίζει ως... Αγγλους ευγενείς τους διαιτητές και μάλιστα όταν ένα ολόκληρο γήπεδο τον βρίζει εν χορώ "βγάλτε έξω τον καραγκιόζη";».
Κατ' αρχάς, οι διαιτητές (και μιλάμε για το πρώτο ματς, στο οποίο ξεπέρασε σε σόου ακόμα και τον Ιωαννίδη) δεν του έδωσαν κανένα δικαίωμα. Το αντίθετο μάλιστα. Κατόπιν, τα ίδια και χειρότερα είχε κάνει και στα ματς με το... Μαρουσάκι, στα οποία όλα ήταν υπέρ του 70%-30% και επιπλέον δεν τον έβριζε κανένας. Και τέλος, ναι πράγματι, οι Γιαννακόπουλοι εξαρχής δεν τον είδαν με καλό μάτι ως προπονητή του Ολυμπιακού και τον... περιποιήθηκαν με τον δικό τους τρόπο στον αγώνα του ΟΑΚΑ.
Ομως εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ούτε ο Παύλος ούτε ο Θανάσης το έπαιξαν ποτέ «σημαιοφόροι», «ιερές αγελάδες» ή «φουστανελάδες» του ελληνικού μπάσκετ. Μια ζωή για την ομάδα τους αγωνίζονται –άλλοτε με καλό και άλλοτε με υπερβολικό τρόπο–, γι' αυτό και δεν μπορεί να έχει κανείς μεγαλύτερες απαιτήσεις.
Αντίθετα ο Γιαννάκης ήταν μέχρι προχθές η «σημαία» του ελληνικού μπάσκετ, το πιο λαμπρό εικόνισμα στο εικονοστάσι των πιστών του αθλήματος, χωρίς να έχει προειδοποιήσει κανέναν ότι όλα αυτά είχαν ημερομηνία λήξης.
Από αυτή την άποψη κρίνεται, λοιπόν, ο προπονητής του Ολυμπιακού, ο οποίος μπορεί να πάρει το πρωτάθλημα, γιατί είναι ικανός και άξιος, αλλά μέχρι τότε θα κινδυνεύσει να χάσει εντελώς τον εαυτό του. Εκείνον, δηλαδή, που είχαν ως πρότυπο τα περισσότερα Ελληνόπουλα που ασχολούνται με τον αθλητισμό.