Δεν με ενδιαφέρει ο λόγος που θα τον κάνει να βάλει την υπογραφή του. Μπορεί να είναι το πλουσιοπάροχο συμβόλαιο, με το πολυτελές SUV και τη μεζονέτα στα βόρεια, τα 5 εισιτήρια first-class για το σπίτι του, μπορεί να είναι η πρόκληση του Τσάμπιονς Λιγκ, μπορεί να είναι ότι ο ΠΑΟ είναι η μόνη ελληνική ομάδα που έχει ακουστά για όσα έχει πετύχει στην Ευρώπη ή να είχε μικρός πάνω από το κρεβάτι του πόστερ με τον Γεροθόδωρο να «μαρκάρει» τον Αναστόπουλο με τον τόσο αποτελεσματικό τρόπο που όλοι θυμόμαστε. Το ίδιο μου κάνει. Διότι το «σίριαλ» με τον Μπάγεβιτς μας κούρασε όλους, έγινε νιανιά, περισσότερο κι από το love story του Αντώνη με τη Ζέτα. Νισάφι και έλεος μαζί.
Δεν υποτιμώ φυσικά το προπονητικό μέγεθος του Ντούσαν, ούτε σαν αλεπού που κάνει κρεμαστάρια όσα δεν φτάνει έχω σκοπό να τον κατηγορήσω επειδή δεν μας προτίμησε. Αυτά είναι άλλα κόλπα κι ανήκουν σε άλλες «παρέες». Θεωρώ όμως υποτιμητικό για μια ομάδα με το μέγεθος του Παναθηναϊκού να κρέμεται από τα χείλη (για να μην πω πουθενά αλλού) ενός προπονητή, που εδώ και χρόνια έχει κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να μην έρθει σ' αυτή την ομάδα. Είτε επειδή δεν τη γουστάρει είτε επειδή δεν θέλει να τον βρίζουν πλέον όλοι οι Ελληνες είτε δεν του πάνε τα πράσινα είτε για δικούς του, προσωπικούς λόγους, πάντα βρίσκει μια πρόφαση, μια αιτία ή έναν λόγο να πει «όχι». Στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν δεν ήθελε να αφήσει στα κρύα του λουτρού τον Ερυθρό Αστέρα, επειδή είχε συμβόλαιο. Λίγο μετά, σηκώθηκε κι έφυγε από το γήπεδο -και ουσιαστικά από την ομάδα της Σερβίας- την ώρα που ο αγώνας ακόμα παιζόταν ενώ η ομάδα έχανε κι ο κόσμος του τα «έχωνε». Προφανώς είχε πετάξει το συμβόλαιο στη λεκάνη κι είχε τραβήξει και το καζανάκι.
Φέτος, πάλι τα ίδια. «Θα δούμε», «δεν έχω ακόμα επίσημη πρόταση», «δεν έχω μιλήσει», «είμαι προπονητής του Αρη και έχω συμβόλαιο για έναν ακόμα χρόνο». Πολύ καλά, να το έχεις και να το χαίρεσαι. Για ποιο λόγο τότε πηγαίνεις στο ραντεβού με τον Τζίγκερ; Για να πεις το «thanks, but no, thanks» τετ α τετ και όχι από το τηλέφωνο; Κι αν όλα τέλειωναν εκεί, κανένα πρόβλημα. Για ποιο λόγο όμως μετά έπρεπε να επιστρατευθούν τα μεγάλα κεφάλια του νέου Παναθηναϊκού, μπας και τον μεταπείσουν; Γιατί άνθρωποι με το βεληνεκές και τη δύναμη του Ανδρέα Βγενόπουλου ή του Νίκου Πατέρα να κάνουν την «ύστατη προσπάθεια που όμως έπεσε στο κενό»; Γιατί να δίνεις αξία σε κάποιον που δεν σε γουστάρει στην τελική; Είναι ωραίο να σου ρίχνει χυλόπιτα στο σχολείο το καλύτερο «κομμάτι» (που τα έχει φτιάξει κατά καιρούς με όλους τους συμμαθητές σου) κι εσύ να βάζεις τις κολλητές της, τους φίλους της και τον αδελφό της να της αλλάξουν μυαλά; Ούτε αποτέλεσμα πιθανότατα θα υπάρξει και θα τη «δει» και κάπως. Οπως έλεγε και κάποιος φίλος μου «κανονικά ο Πατέρας έπρεπε όχι να προσπαθήσει να τον μεταπείσει, αλλά να φροντίσει να του αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα και να απελαθεί διά βίου από την Ελλάδα, αφού πρώτα τον αλείψουν με πίσσα και πούπουλα στο "Ελ. Βενιζέλος"». Σκέψη ωστόσο που δεν συμμερίζομαι, από σεβασμό στον σπουδαίο Σερβοέλληνα τεχνικό...
Τελικά, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Μπαίνει ο Ιούνιος και ο Παναθηναϊκός ακόμα ψάχνει για προπονητή, που θα εισηγηθεί παίκτες, που θα αποφασίσει γι' αυτούς που δεν του κάνουν τη στιγμή που κανείς δεν έχει αποκτηθεί ήδη και είναι στα σκαριά η διοικητική στελέχωση, τα νέα πρόσωπα, στους νέους ρόλους. Μόνο που τέλη Ιουνίου πρέπει να έχουν τελειώσει όλα, για να πάει η ομάδα για προετοιμασία για τον δεύτερο προκριματικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Ο χρόνος είναι λίγος, αλλά όχι ελάχιστος. Αρκεί η διοίκηση να επικεντρωθεί σε έναν προπονητή που να πληροί όλες τις προϋποθέσεις που έχει θέσει ως στάνταρ (μεγάλο όνομα, καλό βιογραφικό, εργατικός, όχι χούφταλο, όχι Ελληνας ή δεν ξέρω 'γω ποια άλλη), συν μία: να θέλει να έρθει στον Παναθηναϊκό και να δουλέψει. Να μην είναι γι' αυτόν ένα δίλημμα του τύπου «Παναθηναϊκός ή τανκς». Διότι τότε, ίσως τα τανκς να του φανούν μια χαρά προοπτική.