Πριν από 20 μέρες περίπου το αμερικανικό οικονομικό περιοδικό «Forbes» δημοσίευσε έναν κατάλογο με τις ακριβότερες ποδοσφαιρικές ομάδες του κόσμου. Στην αποτίμηση της αξίας των ομάδων δεν υπολογίστηκαν οι ιδιόκτητες γηπεδικές εγκαταστάσεις ή τα προπονητικά κέντρα. Σε αυτόν τον κατάλογο οι δύο ομάδες του χθεσινού τελικού είχαν πολύ υψηλές θέσεις. Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ βρίσκεται στην πρώτη θέση, μια και η αξία της αποτιμάται στο 1,8 δις εκατ. δολάρια. Είναι η ακριβότερη ομάδα του κόσμου δηλαδή.

Η Τσέλσι βρίσκεται στην 8η θέση και οι ειδικοί του περιοδικού, βάσει στοιχείων με τα οποία γίνεται η αξιολόγηση, αποτιμούν την αξία της σε 764 εκατομμύρια δολάρια. Η αναπαραγωγή αυτού του καταλόγου έριξε βάρος στην αξία τής κάθε ομάδας, παραβλέποντας κάποια άλλα στοιχεία που φωτίζουν πολύ περισσότερο την εικόνα της «μεγάλης οικονομικής επιτυχίας», η οποία δεν είναι και τόσο «επιτυχία». Ας πούμε ότι στον σχετικό κατάλογο, τον οποίο οι περισσότεροι δημοσιογράφοι δεν έψαξαν όσο θα άξιζε, υπήρχε μία στήλη που έδειχνε το ποσοστό του χρέους της κάθε ομάδας σε σχέση με την αξία της.

Εκεί λοιπόν μπορούσε να δει κάποιος ότι το χρέος της Μάντσεστερ φθάνει το 60% της συνολικής της αξίας, ενώ η αντίστοιχη στήλη για την Τσέλσι είχε ένα αυθάδες όσο και ξεκάθαρο μηδέν. Για το πρώτο μέγεθος που αφορά τους «κόκκινους διαβόλους» η εξήγηση δεν ήταν και τόσο δύσκολη. Ολοι γνωρίζουμε ότι η οικογένεια Γκλέιζερ δανείστηκε ένα τεράστιο ποσό από τις τράπεζες προκειμένου να μπορέσει να εξαγοράσει την ομάδα. Συνεπώς, το συντριπτικό ποσοστό αυτού του χρέους αφορά το συγκεκριμένο δάνειο, το οποίο η ομάδα έχει σχεδιάσει να εξοφλήσει σε μία δεκαετία από την ημερομηνία λήψης του. Και αν η οικονομική πορεία της ομάδας του Μάντσεστερ είναι ανάλογη με αυτή που έχει τώρα και τα χρόνια που έρχονται, δεν νομίζω να υπάρξει κάποιο πρόβλημα στην αποπληρωμή. Βέβαια, η οικονομική επίδοση –που οφείλεται σε ένα μεγάλο μέρος στα έσοδα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα– έχει να κάνει και με την καλή αγωνιστική επίδοση. Οσο η ομάδα πρωταγωνιστεί και επενδύει χρήματα στην αγωνιστική της ενδυνάμωση, όλα θα πηγαίνουν καλά. Τα προβλήματα θα αρχίσουν αν παρουσιαστεί κάποια αγωνιστική κάμψη.

Πάντως, οι τράπεζες που έχουν δανείσει τα χρήματα στην οικογένεια Γκλέιζερ δεν θα το έκαναν αν δεν είχαν κάποιες διασφαλίσεις. Και μία από τις πιο σημαντικές είναι το γεγονός ότι η ομάδα στον ισολογισμό της χρονιάς, που ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2007, παρουσίασε καθαρά έσοδα 111 εκατομμύρια δολάρια. Ποσό που επιτρέπει την αποπληρωμή των δόσεων. Η εικόνα όμως για την Τσέλσι ήταν κομματάκι περίεργη, ειδικά εκείνο το αυθάδες και ξεκάθαρο μηδέν. Ωσπου προχθές ξεκαθάρισε το τοπίο με τη δημοσιοποίηση των οικονομικών στοιχείων του συλλόγου, ότι έχει χρέη που φθάνουν τα 736 εκατομμύρια στερλίνες, κάτι περισσότερο από 1 δισ. ευρώ. Μάλιστα, από αυτά τα 736 εκατομμύρια λίρες, τα 578 τα χρωστάει η ομάδα στον Αμπράμοβιτς, ο οποίος της δάνεισε αυτά τα χρήματα.

Πρόκειται για τα χρήματα που ξόδεψε για μεταγραφές, μισθούς, πριμ και συμβόλαια ο Ρώσος μεγιστάνας από τον καιρό που αγόρασε τον σύλλογο. Τα υπόλοιπα 158 εκατομμύρια η Τσέλσι τα χρωστά σε διάφορους πιστωτές. Η μεγάλη διαφορά των «μπλε» από τη Γιουνάιτεντ είναι ότι η ομάδα του Αμπράμοβιτς δεν έχει αποκτήσει ακόμη εκείνη την εμπορική δυναμική που έχει η Μάντσεστερ. Μία δυναμική που της επιτρέπει να έχει αυτά τα έσοδα που ακόμη δεν έχει η Τσέλσι και που ο εκτελεστικός της διευθυντής, ο Πίτερ Κένιον, πιστεύει ότι μπορεί να έχει αποκτήσει η ομάδα του Λονδίνου μέχρι το 2010. Σε δύο χρόνια από σήμερα δηλαδή. Αν, όμως, μέχρι τότε δεν τα έχει καταφέρει και ο ιδιοκτήτης της Τσέλσι βαρεθεί να «δανείζει» χρήματα στον σύλλογο, τι γίνεται; Θα το ανακαλύψουμε σε δύο χρόνια. Για λόγους αρχείου, πάντως, κρατήστε το νούμερο του συνολικού χρέους των χθεσινών φιναλίστ. Μόλις 1,5 δισ. στερλίνες.

ΥΓ.: Από παράλειψη δεν αναφέρθηκε στο χθεσινό άρθρο ότι χρησιμοποίησα υλικό από ένα παλιότερο αφιέρωμα της «Guardian» στον Πολ Σκόουλς.

Ευχαριστούμε, ω υπουργέ πατέρα μας!

Εχει ηθική η αγορά; Υπάρχουν ηθικοί περιορισμοί στο κυνήγι του κέρδους; Η απάντηση είναι όχι. Οταν το κέρδος είναι ο σκοπός που αγιάζει όλα τα μέσα, η ηθική δεν χωράει. Την ηθική, τους περιορισμούς δηλαδή, τους κουβαλάς μέσα σου. Ο έμπορος που εμπλουτίζει το ηλιέλαιο με ορυκτέλαιο, το κάνει για να μεγαλώσει τα περιθώρια κέρδους. Το ξέρει ότι απαγορεύεται, αλλά επίσης γνωρίζει ότι αν συλληφθεί θα του επιβάλουν ένα πρόστιμο που θα είναι μικρότερο από τα κέρδη που αποκόμισε και το οποίο, αν κάποτε έρθει η ώρα να το πληρώσει, θα είναι το 1/20 του αρχικού προστίμου. Το ίδιο συμβαίνει και με τον εισαγωγέα και όλους όσοι το χρησιμοποιούν –εν γνώσει τους– στην τροφική αλυσίδα. Το κράτος, όμως, θα έπρεπε να έχει θεσπίσει και να χρηματοδοτεί όλο εκείνο το πλέγμα που ενεργοποιείται για να προστατέψει τον καταναλωτή. Ο οποίος πληρώνει φόρους και γι' αυτή τη δουλειά. Η προστασία του πολίτη–καταναλωτή εντάσσεται στις υποχρεώσεις της πολιτείας και θεωρείται ως μία από τις «εκφράσεις» του κοινωνικού κράτους.

Οταν, όμως, στην κυβέρνηση βρίσκεται ένα κόμμα που ακολουθεί νεοφιλελεύθερες επιλογές στην οικονομία –με τον γελοίο τρόπο που το κάνει αυτή η κυβέρνηση– τότε πρέπει να περιμένουμε τον περιορισμό του κράτους, πράγμα που σημαίνει ότι περικόπτουμε δαπάνες και προϋπολογισμούς από παιδεία, υγεία, κοινωνική προστασία, ανεξάρτητες αρχές και οτιδήποτε απεχθάνεται η αγορά. Οταν λοιπόν –με την εξαίρεση της προσωπικής διαφθοράς– οι μηχανισμοί ελέγχου της αγοράς και των κινδύνων για τους καταναλωτές είναι ανεπαρκείς, η ευθύνη δεν βαρύνει τους μηχανισμούς, αλλά την κυβέρνηση. Δυστυχώς, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το όνομα του αρμόδιου που δήλωσε μπροστά στην κάμερα ότι «...άλλο το μη κανονικό ηλιέλαιο, άλλο το επικίνδυνο για την δημόσια υγεία...». Εκείνο που δεν μας είπε ο αρμόδιος είναι στα πόσα κιλά μη κανονικού ηλιέλαιου το πράγμα γίνεται επικίνδυνο για τη δημόσια υγεία.

Πρόκειται για μία κλασική εκδήλωση θράσους ενός κρατικού υπαλλήλου που κάνει τη «δουλειά» του με τις πλάτες του κόμματος που τον έβαλε στη θέση όπου βρίσκεται. Και ο αρμόδιος υπάλληλος παίρνει θάρρος από τις προχθεσινές δηλώσεις του υπουργού Ανάπτυξης, κ. Φώλια, που είπε ότι «η κυβέρνηση σε ζητήματα ποιότητας δεν κάνει καμία υποχώρηση». Δηλαδή, να μείνουμε ήσυχοι. Καταναλώσαμε άριστης ποιότητας ορυκτέλαια. Ευχαριστούμε, ω υπουργέ πατέρα μας. Να δείτε, πάντως, που στο τέλος της θητείας αυτής της κυβέρνησης θα αναγκαστούμε να αλλάξουμε τη σημασία που έχει η λέξη «κοπρίτης». Σημασία που είχε διαμορφωθεί από το 1996 έως το 2004.

Ειδήσεις χωρίς σημασία

Πόσο λογικό είναι να ακούς καθημερινά από τις τηλεοράσεις για την Καλομοίρα και να μην ακούς ειδήσεις, όπως ότι τα τελικά στοιχεία για τα καθαρά (βάσει ισολογισμών) κέρδη των 300 εισηγμένων στο χρηματιστήριο επιχειρήσεων της χώρας για το 2007 εκτινάχτηκαν στα 11,3 δισ. ευρώ (8,14 δισ. το 2006), σημειώνοντας νέο ρεκόρ. Η ποσοστιαία αύξηση για το 2007 ήταν 39%! Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη η επιχείρηση τόσο μεγαλύτερα τα κέρδη. Ενώ οι τράπεζες, η ναυαρχίδα του καπιταλισμού, αύξησαν τα κέρδη τους κατά 70% (και μία κατά 280%!). Ή ειδήσεις, όπως αυτή που αναφέρει πως το 2% του τζίρου της Siemens Hellas το 2003 κατέληξε στα ταμεία των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων κατά την προεκλογική και εθνικά υπερήφανη Ολυμπιακή χρονιά του 2004. Μιλάμε για 1,376 εκατομμύρια ευρώ. Εσείς πόση αύξηση θα πάρετε φέτος;

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube