Η φετινή χρονιά είναι, χωρίς αμφιβολία, η καλύτερη στην καριέρα του Κριστιάνο Ρονάλντο. Είναι τόσο επιτυχημένη που δύσκολα θα μπορούσε να επαναληφθεί. Υπό αυτή την έννοια, από όλους τους ποδοσφαιριστές που θα βρεθούν απόψε στον αγωνιστικό χώρο του «Λουζίνσκι», ο νεαρός Πορτογάλος αξίζει το Κύπελλο περισσότερο από κάθε άλλον.
Εκτός, ίσως, από τον Πολ Σκόουλς. Εναν ποδοσφαιριστή που βρίσκεται στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ 18 ολόκληρα χρόνια. Αλλά δεν αξίζει το Κύπελλο γι’ αυτό. Ή αν θέλετε, μόνο γι’ αυτό. Ο Σκόουλς δεν είναι τόσο λαμπερός πρωταγωνιστής όσο ο Ρονάλντο. Ούτε σκοράρει τόσο συχνά. Είναι αυτό που λέμε αντιδημοσιογραφικός τύπος, αποφεύγει την έκθεση στα ΜΜΕ, την ώρα που είναι και ιδιαίτερα συνεσταλμένος. Εχει υπογράψει ένα διαφημιστικό συμβόλαιο (το μοναδικό που έχει), εδώ και χρόνια με τη Nike και ο μόνος όρος που έβαλε στην αμερικανική πολυεθνική κατά την υπογραφή του συμβολαίου του ήταν ένας και μόνο. Να μην είναι υποχρεωμένος να κάνει δημόσιες εμφανίσεις για να υποστηρίξει διαφημιστικά τα προϊόντα της Νike.
Το περίεργο με την περίπτωσή του είναι ότι ο Σκόουλς παίζει τόσα χρόνια ποδόσφαιρο έχοντας ένα σημαντικό μειονέκτημα. Είναι ασθματικός. Κι όμως, αυτό δεν φαίνεται να τον εμπόδισε να παίξει μπάλα με επιτυχία για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα και μάλιστα σε τέτοιο ανταγωνιστικό επίπεδο. Μετά τον επαναληπτικό με την Μπαρτσελόνα στο «Ολντ Τράφορντ», ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον ανακοίνωσε τη συμμετοχή του Σκόουλς στην 11άδα του αποψινού τελικού ως επιβράβευση της συνέπειας, της αξίας και της φετινής απόδοσης του επίμονου και βραχύσωμου κοκκινομάλλη μέσου. Μία επιβράβευση που χειροκρότησε πρώτα από όλους ο Ράιαν Γκιγκς, φίλος και «σειρά» του Σκόουλς, από τον καιρό που και οι δύο τους -μαζί με τους αδελφούς Νέβιλ και τον Ντέιβιντ Μπέκαμ- ήταν μέλη εκείνης της ομάδας Νέων της Γιουνάιτεντ που κατέκτησε τον τίτλο το 1992.
Ο Γκιγκς, ο οποίος θα άξιζε και αυτός μία θέση στην αποψινή αρχική εντεκάδα, είναι ένας ποδοσφαιριστής-στρατιώτης. Γνωρίζει ότι βρίσκεται εκεί για να υπηρετεί την τακτική που θα επιλέξει ο προπονητής του. Μία τακτική, την οποία αυτή τη στιγμή υπηρετεί αποτελεσματικότερα ο Σκόουλς. Αλλωστε, όλοι στη Μάντσεστερ πιστεύουν ότι η μοίρα χρωστούσε στον Σκόουλς αυτόν τον τελικό που έχασε το 1999, όταν έπεσε θύμα -και αυτός- του γελοίου κανονισμού με τις κίτρινες κάρτες. Απόψε, όταν ο Σκόουλς παραταχθεί στον αγωνιστικό χώρο, κάποια στιγμή θα κοιτάξει λοξά και κάπως ψηλά, προσπαθώντας να διακρίνει τη χειρότερη στιγμή της καριέρας του πριν από 7 χρόνια.
Τότε, τον Νοέμβριο του 2001, έχοντας χάσει τη θέση του στην ενδεκάδα της Γιουνάιτεντ εκείνη τη χρονιά από τον Βερόν, αρνήθηκε να ταξιδέψει με την αποστολή της ομάδας για ένα παιχνίδι του Λιγκ Καπ κόντρα στην Αρσεναλ. Εκείνη η ομάδα είχε ελάχιστους βασικούς και πολλούς αναπληρωματικούς που θα έπαιζαν, με τον Σκόουλς -αν κατέβαινε- σε ρόλο δεύτερου επιθετικού. Η άρνησή του να ακολουθήσει την αποστολή της ομάδας τού κόστισε πρόστιμο 80 χιλιάδων λιρών και έμοιαζε σχεδόν βέβαιο ότι το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς θα εγκατέλειπε το «Ολντ Τράφορντ». Από τότε, όμως, ο Σκόουλς άρχισε σιγά σιγά να βιώνει μία δεύτερη αγωνιστική νεότητα. Τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν πάνω του ξαφνικά, με εκείνο το εκπληκτικό γκολ εναντίον της Μπάρτσα στον επαναληπτικό ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Αδικα, όμως, γιατί ο Σκόουλς ήταν από την αρχή της χρονιάς ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια του θεαματικού και αποτελεσματικού σχήματος που δημιούργησε φέτος ο Φέργκιουσον.
Ο Καντονά στην αυτοβιογραφία του, μιλώντας για τον Σκόουλς, αναφέρει ότι πρόκειται για έναν ποδοσφαιριστή εξαιρετικής ποιότητας χωρίς ίχνος βεντετισμού. Εναν παίκτη που κατορθώνει να παραμένει άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης σε αυτό το ανταγωνιστικό, γκλάμορους και απάνθρωπο -πολλές φορές- σύμπαν του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Πάντως, αν απόψε ο Σκόουλς σκοράρει το 140ό γκολ της καριέρας του και η ομάδα του πάρει το Κύπελλο, δεν θα μπορούσε να φανταστεί καλύτερη τελεία στην ποδοσφαιρική του ιστορία.
Αγωγές για ανάγωγους
Παραδόξως, η πρακτική των αγωγών εναντίον δημοσιογράφων στηρίχτηκε και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από πολιτικούς και επιχειρηματίες, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να επανορθώσουν την τιμή και την υπόληψή τους, η οποία είχε κτυπηθεί από κείμενα ή λεγόμενα δημοσιογράφων.
Τώρα, αυτή η πρακτική, η οποία για χρόνια αποτέλεσε μία προσοδοφόρα βιομηχανία «παραγωγής» αποζημιώσεων, στρέφεται εναντίον των πολιτικών που τη χρησιμοποίησαν. Σε αυτήν πλέον καταφεύγουν αποκλειστικά οι επιχειρηματίες που θεωρούν ότι θίγονται από την κριτική των δραστηριοτήτων τους από πολιτικούς.
Μπορεί το φαινόμενο να εκπλήσσει ή να ανησυχεί κάποιους, οι οποίοι, όμως, δεν αντέδρασαν καθόλου, όταν κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας Σημίτη η χώρα παραδόθηκε στα χέρια των επιχειρηματιών, των εργολάβων, των τραπεζιτών και τον εκδοτών. Τότε άρχισε η γοργή και άνευ όρων παράδοση της πολιτικής στην οικονομική εξουσία.
Η συντριπτική «παραγωγή» νόμων από το Κοινοβούλιο και από τα δύο μεγάλα κόμματα, -με το πρόσχημα του εκσυγχρονισμού της χώρας- δημιουργούσε το πλαίσιο για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων μιας πολύ μικρής μειονότητας, όπως έγινε για παράδειγμα με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το κόστος τους βάρυνε όλους εμάς και τα κέρδη πήγαν στους τραπεζικούς λογαριασμούς μιας χούφτας προνομιούχων.
Το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια μιας οικονομικής ολιγαρχίας δεν μπορεί να λειτουργήσει με τα χούγια της δημοκρατίας. Κριτική, δημόσιος έλεγχος και άλλες τέτοιες «αηδίες». Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι επιχειρηματίες αποφασίζουν για το πώς θα διοικηθεί η χώρα, γιατί να μην αποφασίζουν γι’ αυτά που θα διδάξουν τα πανεπιστήμια και να επιχορηγούν εκείνα που θα τους προσφέρουν ειδικευμένο προσωπικό. Ιδέες, ανακαλύψεις και εφευρέσεις έτοιμες για εμπορική αξιοποίηση.
Οι αγωγές είναι το όπλο των ανάγωγων που δεν μπορούν να αντέξουν τη δημοκρατία. Γι’ αυτό, άλλωστε, η επόμενη δικτατορία δεν θα επιβληθεί από τίποτε συνταγματάρχες, αλλά από κοστουμαρισμένους επιχειρηματίες.
Εθνική με αύριο
Λέγαμε και γράφαμε μετά την επιτυχία της Πορτογαλίας, τέσσερα χρόνια πριν, ότι έχουμε μία ευκαιρία να αναζωογονήσουμε το ελληνικό ποδόσφαιρο, να το αλλάξουμε, να το κάνουμε καλύτερο. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος βαθύς γνώστης του αθλήματος για να καταλάβει ότι η ευκαιρία εκείνη χάθηκε. Το είδαμε στο πρωτάθλημα που τελείωσε. Το βλέπουμε στον τρόπο που η Σούπερ Λίγκα αντιμετωπίζει το ποδόσφαιρο και στις προτάσεις που καταθέτει για τη βελτίωσή του. Το βλέπουμε στις ενέργειες της ΕΠΟ και του προέδρου της ή στην εικόνα που παρουσιάζουν τα πρωταθλήματα των μικρότερων κατηγοριών. Ομως, παρ' όλη την απογοητευτική εικόνα, βλέπουμε και κάτι άλλο. Οτι από αυτό το καθυστερημένο ποδόσφαιρο γεννιούνται νέοι και ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές. Ποδοσφαιριστές που είναι καλή ένδειξη για το «αύριο» της Εθνικής, αρκεί να μην απορροφηθούν από αυτό το καθυστερημένο ποδόσφαιρο. Είναι καλύτερο γι’ αυτούς να αναζητήσουν την καριέρα τους στο εξωτερικό, για να εξελιχθούν και να πλουτίσουν σε εμπειρίες και επαγγελματισμό.