Αν κάτι κατέδειξε ο τελικός, είναι ότι ο φετινός Ολυμπιακός ξέρει έναν μόνο τρόπο να κερδίζει παίζοντας οργανωμένα -αυτόν που μας έδειξε (και) στο Καυτανζόγλειο και είχαμε δει στη Βρέμη και στη Ρώμη. Αυτός ο τρόπος είναι ιδανικός όταν μιλάμε για ειδικά και φορτισμένα ματς και εντελώς ακατάλληλος όταν μιλάμε για τη διεκδίκηση ενός πρωταθλήματος, και μάλιστα όπως το ελληνικό, στο οποίο οι πιο πολλές ομάδες κλείνονται όταν αντιμετωπίζουν τον Ολυμπιακό και του αφήνουν την μπάλα. Ο τελικός απλώς κατέδειξε γιατί ο Ολυμπιακός θα έχανε το πρωτάθλημα -αν είχαμε ένα νορμάλ πρωτάθλημα και όχι ένα πρωτάθλημα προεδρικών παρεμβάσεων.
Μεγάλη
Η ερώτηση για μένα πριν από τον τελικό ήταν μόνο μία: αν οι παίκτες του Ολυμπιακού θυμούνται ακόμα τον τρόπο που ο Τάκης Λεμονής φέτος τους δίδαξε. Στις έξι τελευταίες αγωνιστικές (σ' αυτές δηλαδή που ο Ολυμπιακός έκανε πέντε νίκες και βγήκε πρωταθλητής) ο Ολυμπιακός έπαιξε ένα τουρλουμπούκι ποδόσφαιρο, το οποίο δεν καταγράφεται σε κανένα βιβλίο τακτικής -πέρα από τα απόκρυφα του Σωκράτη Κόκκαλη. Ο Ολυμπιακός νίκησε τέσσερις ομάδες που δεν είχαν κανένα σκοπό να του στερήσουν το πρωτάθλημα (Ατρόμητο, Λεβαδειακό, Ξάνθη, Ηρακλή) χωρίς να βασίζει το παιχνίδι του σε κάποιο σχέδιο. Στα δύο αληθινά ματς του τέλους της σεζόν (σ' αυτό με την ΑΕΚ και σ' αυτό με τη Λάρισα) η εικόνα του ήταν μετριότατη: ο Ολυμπιακός δεν είχε καμία σειρά, έπαιξε αγχωμένος, είχε παίκτες που έκαναν του κεφαλιού τους ή δεν άντεχαν την ένταση. Ποτέ δεν πίστεψα ιστορίες περί κακής φυσικής κατάστασης, Δούρειους Ιππους και παραμύθια με πράσινα άλογα. Και γι' αυτό είχα τη σιγουριά ότι ο Ολυμπιακός θα κερδίσει το Κύπελλο: μόλις οι παίκτες του βγήκαν από το κλίμα έντασης που δημιουργήθηκε και χαλάρωσαν, οι πιθανότητες να θυμηθούν τι μπορούν να κάνουν (και όχι τι επιβάλλεται να κάνουν γιατί αλλιώς θα εκτεθεί ο πρόεδρος...) ήταν μεγαλύτερες.
Μπλέξιμο
Ακουσα και διάβασα πολλά για τον Χοσέ Σεγούρα και τον Ντούσαν Μπάγεβιτς αυτές τις μέρες. Σαφώς και για τα δικά μας ελληνικά μέτρα ο Μπάγεβιτς είναι καλύτερος προπονητής από τον αναλυτή Ισπανό, όμως οι τελικοί που έχουν κριθεί από κινήσεις προπονητών είναι ελάχιστοι. Αν διάβαζε κάποιος την ιστορία των τελικών, θα έβλεπε ότι ο Σάντος π.χ. έχει κερδίσει έναν τελικό με αντίπαλο τον Ολυμπιακό μία εβδομάδα έπειτα από μία ήττα της ΑΕΚ από τους «ερυθρόλευκους» -ήττα που στοίχισε ένα πρωτάθλημα. Κάποιος μπορεί να πει ότι η ήττα στο πρωτάθλημα του 'βαλε μυαλό και διόρθωσε τα λάθη του -κουταμάρες, ο Σάντος συνέχισε να χάνει σχεδόν πάντα από τον Ολυμπιακό σε όλο το διάστημα της ελληνικής καριέρας του.
Βαρύτητα
Η βαρύτητα των προπονητών, όταν μιλάμε για αγώνες μεταξύ αντιπάλων που στο φινάλε της σεζόν γνωρίζονται, είναι ελάχιστη. Οταν μάλιστα ένα ματς γίνεται μεταξύ μιας ομάδας που παίζει διαρκώς και μιας που ένα μήνα ξεκουράζεται, το πράγμα μπλέκει. Εν προκειμένω ο Ολυμπιακός γνώριζε καλά τον Αρη. Ο Μπάγεβιτς δεν ήξερε -όπως περίπου οι περισσότεροι- τι Ολυμπιακό μπορεί να περιμένει. Δυστυχώς γι' αυτόν είδε τον Ολυμπιακό που στο Τσάμπιονς Λιγκ έπαιζε ένα είδος οργανωμένου ποδοσφαίρου, που είναι πολύ αποτελεσματικό σε τέτοια βράδια. Οι προπονητές μπορούν να βελτιώνουν ποδοσφαιριστές, να δίνουν στις ομάδες αγωνιστική ταυτότητα, να παρεμβαίνουν καμιά φορά κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού -αλλά ο ρόλος τους την ώρα του αγώνα είναι σπανίως καθοριστικός. Μία ομάδα χωρίς προπονητή ή με κακό προπονητή αργά αλλά σταθερά θα οδηγηθεί σε αγωνιστική παρακμή. Αν έχει μεγάλους παίκτες, δεν είναι απίθανο στο μεταξύ να κερδίσει και το Τσάμπιονς Λιγκ ή να παίξει σε έναν τελικό.
Ευκαιρία
Στις εκτιμήσεις πριν από το ματς έγινε το εξής λάθος: οι περισσότεροι ξέχασαν ότι ο Σεγούρα ήταν ο στενότερος συνεργάτης του Τάκη Λεμονή και αυτός που γνώριζε την ομάδα καλύτερα από τον καθένα. Οταν του Ισπανού τού δόθηκε η ευκαιρία να προετοιμάσει έναν αγώνα σε νορμάλ συνθήκες, ο άνθρωπος ζήτησε το αυτονόητο, δηλαδή να παίξει η ομάδα όπως έπαιζε όταν είχε μπροστά της ματς με ανάλογες δυσκολίες, όπως ο τελικός. Οι παίκτες του Ολυμπιακού, χαλαροί και απελευθερωμένοι από το άγχος οι περισσότεροι, έκαναν αυτό που έμαθαν φέτος -αυτό που έκαναν σωστά όταν ακόμα υπήρχε προπονητής στην ομάδα. Από εκεί και έπειτα η απορία μου ήταν τι θα κάνει ο Αρης. Από τη στιγμή που ο Αρης δέχθηκε τον τίτλο του φαβορί και αγωνίστηκε ως φαβορί, τα πράγματα για τον Ολυμπιακό απλοποιήθηκαν. Τι να φοβηθεί ο Ολυμπιακός; Μήπως τον αδικήσει ο κοινής αποδοχής Κασναφέρης;
Τελικοί
Οι τελικοί Κυπέλλων που ο Ολυμπιακός έχει χάσει στη δωδεκαετία ήταν άλλου τύπου. Το 2002 ο Ολυμπιακός έχασε από τον ΠΑΟΚ γιατί έκανε συνεχή άσχημα ματς επί δύο μήνες έχοντας κερδίσει το πρωτάθλημα από τον Μάρτιο. Το 2003 ο Λεμονής πίστευε ότι μπορούσε να νικήσει δύο φορές σε 15 μέρες την ΑΕΚ παίζοντας με τον ίδιο τρόπο. Το 2004 ο «Αλέ» τους είχε τρελάνει όλους. Φέτος ο Ολυμπιακός είχε μία δοκιμασμένη συνταγή για να κερδίσει το ματς. Από τη στιγμή που επιλέχθηκε η καλύτερη δυνατή ενδεκάδα για τον τελικό και κάθισαν στον πάγκο παίκτες που κάνουν το δικό τους για να παίξουν οι καλοί «στρατιώτες», όλα ήταν λογικό να εξελιχθούν όπως εξελίχθηκαν.
Μεγάλος
Θα μπορούσε να παίξει το ματς αλλιώς ο Μπάγεβιτς; Φυσικά, ναι. Ο Μπάγεβιτς τα τελευταία χρόνια έχει σχεδιάσει μερικά εξαιρετικά «κλειστά» παιχνίδια που έπαιξαν ομάδες του και μάλιστα στην έδρα τους: τα ματς του Ολυμπιακού στο Τσάμπιονς Λιγκ, ειδικά αυτά με τη Μονακό και την Κορούνια -κερδισμένα και τα δύο με 1-0-, το φετινό παιγνίδι του Αρη με τη Σαραγόσα στο «Κλ. Βικελίδης», το ματς του Ερυθρού Αστέρα πέρυσι με τη Μίλαν αποτελούν παραδείγματα. Το χαρακτηριστικό αυτών των ματς ήταν η πρόθεση του γηπεδούχου να αφήσει την μπάλα στον φιλοξενούμενο με σκοπό να τον βγάλει από το καβούκι του -πλην όμως σε όλα αυτά τα ματς ο αντίπαλος του Ντούσαν για να το κάνει δεν ήθελε να συμβεί και κάτι το εξαιρετικό: αν του άφηνες την μπάλα, έπαιζε γιατί έτσι ήταν συνηθισμένος. Στο συγκεκριμένο ματς, με τον Ολυμπιακό ταμπουρωμένο στο ύψος της μεγάλης περιοχής να περιμένει τον Αρη, μια επιλογή αναμονής δεν θα είχε νόημα: ο Αρης πάλι θα έχανε! Μπορεί να γλίτωνε το πρώτο γκολ, αφού ο Γκαλέτι δεν θα είχε τους χώρους να τρέξει, δύσκολα όμως θα γλίτωνε το δεύτερο, αφού ο Ολυμπιακός υπερτερεί σε εμπειρία, αξιοποιεί καλύτερα τις στημένες φάσεις γιατί έχει περισσότερους ψηλούς στην ενδεκάδα και σίγουρα δεν είναι ομάδα που μασάει στο σκληρό παιχνίδι. Ο Μπάγεβιτς έπαιξε για να κερδίσει και όχι για να χάσει με ψηλά το κεφάλι, όπως κάνουν οι προπονητές στην Ελλάδα.
Το «παίζω για να κερδίζω» είναι το πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό μιας καλής ομάδας. Ο φετινός Αρης κατάφερε να γίνει μια καλή ομάδα, αλλά από πουθενά δεν προκύπτει ότι μια καλή ομάδα κερδίζει πάντα - απλώς στο ποδόσφαιρο μια καλή ομάδα έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσει με έναν τρόπο που να ικανοποιεί το κοινό της. Αυτού του είδους ο δρόμος, για τον Αρη που στηρίζεται στην ενεργή υποστήριξη του κοινού του, είναι μονόδρομος: ο Αρης πρέπει να μάθει να κερδίζει παίζοντας και να αφήσει στην άκρη τούς «κλεφτοπολέμους» και τις λοιπές τακτικές κουτοπονηριές που χαρακτηρίζουν τους μικρούς.
Η επικράτηση του Αρη στον τελικό μπορούσε να 'ρθει μόνο διά μέσου του καλού παιχνιδιού του: το παιχνίδι δεν βγήκε, οι παίκτες λύγισαν από το άγχος, ο κόουτς δεν έκανε καλή διαχείριση πιθανότατα γιατί δεν περίμενε και έναν τόσο «παθητικό» Ολυμπιακό. Αλλά μία ομάδα, όταν θέλει να λογίζεται ως μεγάλη, πρέπει να αντέχει και να χάνει παίζοντας σαν μεγάλη ομάδα...
Μαύρο στο λευκό
Κουίζ: Με ποιον Ελληνα παράγοντα γελούσαν υπάλληλοι και θαμώνες ξενοδοχείου όταν την Κυριακή κατέβηκε να πάρει το πρωινό του φορώντας την άσπρη φόρμα της Εθνικής; Οχι, δεν γελούσαν γιατί τον είδαν με φόρμα -αν και το θέαμα ήταν όντως πολύ σκληρό ειδικά για τα παιδιά. Γελούσαν κυρίως γιατί μέσα από τη φόρμα φαινόταν το μαύρο (!) σλιπ του...
(Κακώς γελούσαν: απλώς είχαμε λίγο από Erotica στη Σαλονίκη...)