Ο ένας πυγμάχος «χορεύει» στο ρινγκ, αλλά ουδόλως απειλεί τον αντίπαλό του. Αντιθέτως εκείνος βρίσκει συχνά εκτεθειμένο τον «χορευτή χωρίς αιτία» και τον ταράζει στο ξύλο. Γρήγορα, εύστοχα, ξεκούραστα, απλά. Ο μποξέρ που μπέρδεψε την πυγμαχία με τον Φρεντ Αστέρ «βλέπει αστεράκια» και βγαίνει νοκ άουτ. Εάν φανταστούμε το Καυτανζόγλειο ως ρινγκ, αυτή περίπου ήταν η αγωνιστική ταυτότητα των δύο ομάδων στον τελικό του Σαββάτου.
Μπορεί να ηχεί βαρύ για τον καλό Αρη των τελευταίων δύο ετών, αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινό: η ομάδα του 2005, εκείνη που είχε ήδη υποβιβαστεί όταν αντιμετώπισε τον Ολυμπιακό στον τελικό του Κυπέλλου, δυσκόλεψε τους «ερυθρόλευκους» περισσότερο απ' όσο ο Αρης του περασμένου Σαββάτου! Τα πρώτα πενήντα λεπτά του αγώνα εκείνου, αν θυμάστε, μας είχαν προσφέρει -όλη κι όλη- μία φάση που «μύριζε γκολ». Κι αυτή ήταν ευκαιρία του Αρη -την άφησε ανεκμετάλλευτη ο Μπενίσκος. Το περασμένο Σάββατο οι «κίτρινοι» διευκόλυναν τον Ολυμπιακό αφάνταστα -τούτο είναι το προβληματικό, όχι η ήττα αυτή καθ' αυτή.
Το να ηττάσαι από τον Ολυμπιακό, έστω και στη Θεσσαλονίκη, δεν αποτελεί ασφαλώς όνειδος. Το να πέφτεις, όμως, θύμα χονδροειδούς ποδοσφαιρικής αφέλειας σε έναν αγώνα που έχει προσλάβει για σένα διαστάσεις ιστορικής πρόκλησης αξίζει να αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού. Μερίδιο ευθύνης -όχι αμελητέο- για την επίδειξη της εν λόγω ποδοσφαιρικής αφέλειας επωμίζεται εκ των πραγμάτων ο προπονητής του Αρη. Εκτός πια εάν οι ψυχωτικές αγιογραφίες που αδιαλείπτως επιφυλάσσουν τα περισσότερα ΜΜΕ στο πρόσωπο του Ντούσαν Μπάγεβιτς διατηρούν σε ισχύ το ανομολόγητο δόγμα: τα καλά πιστώνονται εξ ολοκλήρου στον «στρατηγό», τα κακά χρεώνονται στους «φαντάρους». Επίσης εξ ολοκλήρου.
Ολα αυτά εξυπακούεται ότι αφορούν το τμήμα της παρτίδας που αντιστοιχεί στην παράμετρο «κινήσεις προπονητών». Σημαντικότερος παράγοντας, όμως, ήταν αυτός που φάνταζε αστάθμητος πριν από την έναρξη του αγώνα: το πώς θα εμφανιζόταν ο Ολυμπιακός. Δεν ήταν η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που οι «ερυθρόλευκοι» κλήθηκαν να αγωνιστούν σε τελικό Κυπέλλου έπειτα από μία περίοδο κατά την οποία η μηχανή τους είχε... ξεκουρδιστεί. Διότι τη μηχανή δεν την «ξεκουρδίζει» μόνο η αγωνιστική απραξία -όπως συνέβη φέτος. Το ίδιο προκαλεί ενίοτε και η χαλάρωση που έπεται ενός «περιπάτου» στο πρωτάθλημα και μιας πρόωρης διασφάλισης του τίτλου. Αυτό είχαν πληρώσει οι «ερυθρόλευκοι» στον τελικό Κυπέλλου το 2001, όταν αντιμετώπισαν τον ΠΑΟΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια. Κάτι ανάλογο θα μπορούσαν να είχαν πάθει στον τελικό του 2006, στο Παγκρήτιο, εναντίον της ΑΕΚ: μην σας ξεγελά το τελικό 3-0, θυμηθείτε ότι σε ολόκληρο το πρώτο μέρος ο Ολυμπιακός πάσχιζε να βρει τον ρυθμό του.
Τι ήταν εκείνο που βοήθησε, φέτος, τον Ολυμπιακό να βρει αντισώματα στις επιπτώσεις της προηγηθείσης απόλυτης απραξίας, η οποία -θεωρητικώς τουλάχιστον- αποφορτίζει τις μπαταρίες μιας ομάδας περισσότερο απ' όσο το κάνει η ανέμελη διεκπεραίωση αγωνιστικών υποχρεώσεων, α λα 2001 και 2006; Μπορούμε να απαριθμήσουμε τρεις παράγοντες. Πρώτος: με τέτοια συνολική φετινή «εγχώρια» αγωνιστική εικόνα, οι «ερυθρόλευκοι» δεν θα μπορούσαν να πληγούν από το σαράκι της αλαζονείας και της υποτίμησης του αντιπάλου. Σε αντίθεση με το 2001. Δεύτερη επισήμανση: τα εσωτερικά προβλήματα της τελευταίας εβδομάδας (κατσάδα Κόκκαλη για τα μπουζούκια) και της τελευταίας στιγμής (Λούα Λούα) αύξησαν τους συντελεστές συσπείρωσης και μαχητικότητας. Κάτι ανάλογο δεν είχε συμβεί και στην ΑΕΚ πριν από το 4-0 επί των «ερυθρολεύκων»; Τρίτη επισήμανση: μα, την κάναμε ήδη. Η παιδαριώδης αγωνιστική «φιλοσοφία» του Αρη...