Η ερώτηση για το «μεγάλο μαξιλαράκι» που παίζει όλες αυτές τις μέρες μεταξύ Παναθηναϊκών είναι μία και είναι απλή, λιτή και κατανοητή: «Θέλεις Ντούσαν;». Οι απαντήσεις διαφέρουν ως προς τη διατύπωση, αλλά σχεδόν όλες καταλήγουν στον ίδιο παρονομαστή: είναι «ναι», αλλά σαν το «ναι» που λέει η γκόμενα που θέλει μεν «λιλί», αλλά έχει βάλει σκοπό της ζωής της να σου βγάλει το λάδι, για να μην τη βγάλεις πρόγραμμα ότι είναι εύκολη. «Εδώ που φτάσαμε μόνο ο Ντούσαν μάς σώζει», είναι η μία βερσιόν. «Γιατί, υπάρχει κανένας καλύτερος;», η άλλη. «Αν είναι να μπλέξουμε πάλι με κανένα Μπάκε, κανένα Σκάζνι ή κανένα μυστήριο, τότε Ντούσαν και πάλι Ντούσαν», είναι μια τρίτη. Υπάρχει και μια τέταρτη, που χωρίζεται με τη σειρά της σε δύο σκέλη: στο ορθολογικό «αφού έχει πάρει τίτλους με όσες ομάδες έχει δουλέψει, γιατί όχι και με μας;» και στο σεξουαλικό «τον έχουν "περάσει" όλοι, από μας θα γλιτώσει;», βερσιόν ωστόσο που δεν συμμερίζομαι, καθότι δεν συνάδει με το ήθος που με διακρίνει και με τον πολιτισμό που προάγει αυτή η εφημερίδα.
Κοντολογίς, όλη η κουβέντα που γίνεται για τον Παναθηναϊκό, τόσο πριν από το «βελούδινο διαζύγιο» με τον Πεσέιρο όσο και μετά, είναι γύρω από τον Ντούσαν –στα ποδοσφαιρικά θέματα τουλάχιστον, γιατί στα διοικητικά και τα πολυμετοχικά γίνεται άλλου είδους συζήτηση. Και το γράφω αυτό με τον κίνδυνο να με πάρει κάνα τηλέφωνο ο κύριος Σκόρδας και να ακούσω και γω τα σχολιανά μου. Αναλαμβάνω όμως το ρίσκο αντρίκεια και συνεχίζω.
Είναι πολύ σημαντική η επιλογή προπονητή αυτή τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και είναι κάτι που το γνωρίζει καλά και ο Τζίγκερ ως πρώην οδηγός αγώνων: αν ο Παναθηναϊκός ήταν αγωνιστικό αυτοκίνητο, τα τελευταία χρόνια ήταν κάτι ανάμεσα σε Minardi και Toro Rosso. Δηλαδή ένα μονοθέσιο με προβλήματα αξιοπιστίας, μοτέρ που καιγόταν, λάστιχα που δεν κράταγαν στις στροφές και αναρτήσεις που έκαναν την οδήγηση μια δυσάρεστη περιπέτεια. Αυτή τη στιγμή ετοιμάζονται να πέσουν ένα σωρό χρήματα στην ομάδα. Να βρεθούν λοιπόν τα «ανταλλακτικά» που θα κάνουν τον Παναθηναϊκό ανταγωνιστικό, ικανό να ανέβει όχι απλώς στο βάθρο, αλλά στο πρώτο σκαλί του και θα φέρει τους τιφόζι του και πάλι στις κερκίδες, όχι για 5 ή 10 αγώνες, αλλά για ολόκληρο το πρωτάθλημα. Οσο καλή αγωνιστική ομάδα όμως κι αν έχεις, σασί και κινητήρα, ελαστικά και αεροδυναμικά βοηθήματα, ο πιλότος κάνει τη διαφορά. Αν διαλέξεις τον Τακούμα Σάτο, απλώς διότι είναι καλό παλικάρι, λέει πετυχημένα καλαμπούρια, η μαμά σου άπλωνε την μπουγάδα στην ίδια ταράτσα με τη μαμά του και θα σου φέρει χορηγούς μέχρι και για το χαρτί υγείας που θα χρησιμοποιεί στον «θρόνο», πρέπει να έχεις κατά νου ότι τα αποτελέσματα θα είναι παρόμοια με αυτά που έχει το ίδιο το χαρτί υγείας. Αν, αντίθετα, αξιολογήσεις ποιος είναι ο Ραϊκόνεν, ο Αλόνσο ή ο Χάμιλτον των δικών σου κυβικών, ποιος είναι το «καλό τιμόνι», που θα πάρει ένα ακριβό αυτοκίνητο και θα το κάνει να πετάει, έχεις στα χέρια σου τη συνταγή που σκοτώνει. Οχι εσένα, επιτέλους, αλλά τους αντιπάλους σου. Διότι βαρέθηκα να επαναλαμβάνω όλα αυτά τα χρόνια το «ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό». Και έπαψα να το πιστεύω.