Οχι πολύ, μόλις δέκα χρόνια πριν, το Καμπιονάτο ήταν το κορυφαίο πρωτάθλημα στον κόσμο. Η Πρέμιερσιπ ήταν ακόμα πολύ «αγγλική» και δεν είχε κάνει το ξεπέταγμά της στην κορυφή του ενδιαφέροντος του κοινού –στο νησί, αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο– και η Πριμέρα Ντιβιζιόν ονειρευόταν να μοιάσει στο κάλτσιο και να το ξεπεράσει κάποια μέρα.
Σήμερα ξέρουμε ότι το ιταλικό πρωτάθλημα, παρ' όλο που ακόμα προσελκύει μεγάλης αξίας ποδοσφαιριστές, ακολουθεί ασθμαίνοντας Αγγλους και Ισπανούς. Και να σκεφθεί κάποιος ότι την περίοδο 1997-98 οι ιταλικές ομάδες κυριαρχούσαν στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Η Γιούβε ήταν στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ και σε αυτόν του ΟΥΕΦΑ, που τότε θεωρείτο πολύ ισχυρότερη διοργάνωση από αυτό που είναι σήμερα, είχαν φτάσει δύο ιταλικές ομάδες: η Λάτσιο και η Ιντερ. Πολύ μεγάλοι ποδοσφαιριστές, όπως ο Μπάτζιο, ο Ζιντάν και ο Ρονάλντο αγωνίζονταν στο κάλτσιο και ο μέσος όρος εισιτηρίων του ιταλικού πρωταθλήματος ήταν ο υψηλότερος στην Ευρώπη.
Εκείνη τη χρονιά, μία χρονιά καμπής για το ιταλικό ποδόσφαιρο, ο μέσος όρος εισιτηρίων της Σέριε A ήταν 31.610, ενώ ο μέσος όρος της Πρέμιερσιπ έφτανε τα 29.213. Σήμερα η εικόνα έχει αντιστραφεί πλήρως, διότι το ιταλικό ποδόσφαιρο δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες τής μετα-Μποσμάν εποχής και άρχιζε να χάνει τη λάμψη του. Αρχισε να χάνει το ενδιαφέρον του. Κι αυτό συνέβη, παρά το γεγονός ότι η Ιταλία στέφθηκε παγκόσμια πρωταθλήτρια το 2006 και οι ιταλικές ομάδες δεν εξαφανίστηκαν από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, με εξαίρεση τη φετινή χρονιά. Ο κόσμος, όμως, άρχισε να εγκαταλείπει τα γήπεδα και ο μέσος όρος εισιτηρίων συνεχίζει να φθίνει χωρίς να υπάρχει κάποια ένδειξη ανάκαμψης. Φέτος ο μέσος όρος διαμορφώθηκε στις 22.373 (στην Πρέμιερσιπ έφτασε τις 36.076), όταν πέρυσι ήταν ακόμα πιο κάτω, στις 18.473 εισιτήρια.
Μία εξήγηση γι' αυτό το νούμερο ίσως αποτελεί το γεγονός ότι η δημοφιλέστερη ομάδα της Ιταλίας, η Γιουβέντους, αγωνιζόταν στη Β' Εθνική εξαιτίας της ανάμειξής της στο σκάνδαλο των στημένων παιχνιδιών. Και αυτός –η διαφθορά δηλαδή– ήταν ένας από τους λόγους που ενίσχυσαν την αναξιοπιστία της διοργάνωσης και μαζί με τη βία που «στρατοπέδευσε» στις κερκίδες των –ξεπερασμένων– ιταλικών γηπέδων άρχισαν να σπρώχνουν τον κόσμο προς την έξοδο. Αυτή η διαπίστωση έχει μία σπουδαιότητα, η οποία ξεπερνάει κατά πολύ μία απλή οικονομικίστικη προσέγγιση στην κίνηση των εισιτηρίων, αν σκεφθεί κάποιος την επίδραση που έχει το ποδόσφαιρο στην ιταλική κοινωνία. Αν θυμάμαι καλά, ο Τσόρτσιλ ήταν εκείνος που είχε πει ότι οι Ιταλοί χάνουν τα ποδοσφαιρικά παιχνίδια, όπως χάνουν τον πόλεμο και το αντίστροφο, θέλοντας να δείξει πόσο βαθιά βρίσκεται στην ψυχοσύνθεση των Ιταλών το ποδόσφαιρο.
Το πιο δημοφιλές σπορ στη γειτονική χώρα αντανακλά και την εικόνα της ιταλικής κοινωνίας, με την ισχυρή ακόμη παρουσία της μαφίας, των δικαστών και των καραμπινιέρων. Οι τιμές των εισιτηρίων δεν είναι υψηλές: για παράδειγμα, ένα φθηνό διαρκείας της Μίλαν κοστίζει 130 ευρώ την ώρα που μία εννεάμηνη συνδρομή στη συνδρομητική τηλεόραση φθάνει τα 270 ευρώ. Κι όμως, ο κόσμος, τρομαγμένος από τη βία και βαριεστημένος από τα σκάνδαλα, προτιμά να περνάει την Κυριακή του κάπου αλλού.
Οι Ιταλοί θέλουν να κάνουν μία αναζωογονητική ένεση στο κάλτσιο, διεκδικώντας μεγάλες διοργανώσεις, όπως το Euro του 2012 ώστε αρχικά να αναμορφωθούν τα γήπεδα που –σε αντίθεση με άλλες χώρες– δεν είναι ιδιοκτησία των ομάδων, αλλά της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία τα εκμισθώνει στις ομάδες. Και αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα, αλλά θα χρειαστούν κι άλλα, πιο τολμηρά για να μπορέσει να αποκτήσει το Καμπιονάτο την παλιά λάμψη του.
Σχολικά βιβλία και πρόγραμμα
Η κυβέρνηση –ιδιαίτερα ο υπουργός Παιδείας– δεν χάνει ευκαιρία να μας τα ζαλίζει κάθε φορά με τις κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις στην παιδεία, που είναι τόσες πολλές και σημαντικές, που επικεντρώνονται σε μία: την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Οταν γίνει και αυτό, όλα τα προβλήματα της ελληνικής εκπαίδευσης θα έχουν λυθεί. Βέβαια, για το χάος που υπάρχει στην Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, η κυβέρνηση δεν έχει σχεδιάσει κάποια μεταρρύθμιση, προφανώς γιατί δεν έχει την υποχρέωση ή τη δέσμευση να εξυπηρετήσει κάποια ιδιωτικά συμφέροντα. Πριν από λίγο καιρό το Κέντρο Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ παρουσίασε τα αποτελέσματα μιας πανελλαδικής έρευνας, που είχε θέμα «Σχολικά προγράμματα και βιβλία στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση». Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας ρωτήθηκαν 1.475 καθηγητές από γυμνάσια και λύκεια (γενικά και επαγγελματικά, εσπερινά κ.ά.), 1.475 συνολικά απ' όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας.
Το σύνολο σχεδόν των ερωτηθέντων καθηγητών (82%!) θεωρεί πως οι αλλαγές των τελευταίων ετών «έχουν επιβαρύνει το ωρολόγιο πρόγραμμα σε μεγάλο βαθμό» και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνει ο Ελληνας μαθητής. «Αν σ' αυτή την επιβάρυνση προστεθεί και η επιβάρυνση από τις εξωσχολικές δραστηριότητες κάθε είδους, γίνονται αντιληπτοί οι σοβαροί κίνδυνοι για την ομαλή ψυχοσυναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη των νέων», επισήμαναν τα μέλη της ΟΛΜΕ κατά την παρουσίαση της έρευνας.
Μάλιστα, όλος αυτός ο φόρτος μεταφέρεται σε ένα πρόγραμμα διδασκαλίας, που κατά τη συντριπτική πλειονότητα των ερωτηθέντων (67,4%) δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης, της αυτενέργειας και των δημιουργικών ικανοτήτων των μαθητών. Οι εκπρόσωποι της ΟΛΜΕ και του ερευνητικού κέντρου, παρουσιάζοντας τα συμπεράσματα της έκθεσης, υπογράμμισαν ότι τα καινούργια βιβλία δεν βελτίωσαν καθόλου την κατάσταση και σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα χειροτέρεψαν τα πράγματα.
Βρε πώς αλλάζουν οι καιροί…
Μέχρι πριν από λίγο καιρό ο πρόεδρος της Αρσεναλ –αλήθεια, πόσοι τον γνωρίζουν;–, ο Πίτερ Χίλγουντ, δεν ήθελε να ακούσει λέξη για το ενδεχόμενο εισόδου στο Δ.Σ. της ομάδας του Αμερικανού πολυεκατομμυριούχου Σταν Κρένκε. Ο Αμερικανός ήταν ο πρώτος ξένος κεφαλαιούχος που άρχισε να συγκεντρώνει μετοχές της Αρσεναλ, με πιθανό στόχο να πιάσει το «μαγικό» ποσοστό του 30%, που θα του έδινε το δικαίωμα να υποβάλει πρόταση εξαγοράς.
Οι επιδιώξεις του Κρένκε «πολεμήθηκαν», μέχρι που εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Ουζμπέκος Ουσμάνοφ, που κατάφερε να μαζέψει το 24,9% των μετοχών και «τρομοκράτησε» τους παράγοντες του λονδρέζικου συλλόγου, που φοβήθηκαν ότι η Αρσεναλ μπορούσε να περάσει στον έλεγχό του. Προχθές, ξαφνικά, ο πρόεδρος των «κανονιέρηδων» συναντήθηκε –πρώτη φορά– με τον Κρένκε και «ανακάλυψε» πόσο εξαιρετικός επιχειρηματίας είναι, διότι θέλει το καλό του συλλόγου και μπορεί να βοηθήσει με τις διασυνδέσεις που έχει με ειδικούς για την πώληση και την εκμετάλλευση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων μέσω Διαδικτύου. Μυρίζει χρήμα ή μου φαίνεται;