Eίναι πολύ διαφορετική η ερμηνεία που δίνεται στην κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας από τους αρειανούς και τους ολυμπιακούς. Οπως πολύ σωστά επισήμανε ο Χρήστος Χρηστίδης (ο πρώην τερματοφύλακας του Αρη και της ΑΕΚ), για τον Αρη το Κύπελλο μοιάζει με το εφάπαξ ενός εργαζομένου που μόχθησε μια ολόκληρη ζωή μέχρι να συνταξιοδοτηθεί. Για τον Ολυμπιακό, είναι σαν ένα από τα επιδόματα των εργαζομένων, σαν το δώρο των Χριστουγέννων ή το επίδομα αδείας. Το εισπράττει κάθε χρόνο.
Δεν είναι, βέβαια, μόνο αυτό που κάνει ξεχωριστό τον φετινό τελικό και τη συμμετοχή του Αρη. Στις δύο πρόσφατες συμμετοχές του (στην Πάτρα με τον Ολυμπιακό και στην Τούμπα με τον ΠΑΟΚ) δεν διέθετε την ίδια δυναμική και το θάρρος να κοντράρει τον αντίπαλο, όποιος κι αν ήταν αυτός. Τουλάχιστον στο «παιχνίδι» που παίζεται μέχρι να γίνει η σέντρα έδειξε ότι διαθέτει το θράσος για να περιχαράσει τις ελπίδες επιτυχίας που του αναλογούν και να τις αυξάνει.
Τώρα η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και πολύ περισσότερο οι συνθήκες δίνουν το δικαίωμα στον αρειανό να νιώθει πιο αισιόδοξος από τις προηγούμενες απόπειρες διάκρισης. Κανείς δεν θα μείνει ικανοποιημένος από κολακευτικά σχόλια για όμορφο ποδόσφαιρο και ανούσιες κριτικές, όπως «παίξατε καλά και αξίζατε κάτι παραπάνω».
Προετοιμάζονται για να γιορτάσουν την επιτυχία και θα την πανηγυρίσουν ως αποτέλεσμα μιας συνολικής προσπάθειας που εμπεριέχει και τα απαραίτητα τεχνικά στοιχεία (ομάδα-οργάνωση) και όλα τα υπόλοιπα που είναι απαραίτητα για να αντιμετωπίσεις και να επικρατήσεις ενός καλύτερου συνόλου (πάθος, επιθυμία για να νικήσεις, τύχη).
Η σύγκριση με τον Ολυμπιακό δεν είναι το ζητούμενο. Το επιχείρημα που ισορροπεί την πλάστιγγα και δίνει απάντηση είναι απλό: «Είναι θέμα ημέρας». Και για τον Αρη, η 17η Μαΐου είναι μια… άλλη μέρα και μια ευκαιρία που χρειάστηκαν 38 χρόνια για να προκύψει κάτω από τις ιδανικότερες συνθήκες, ώστε να προσεγγίσει τη διάκριση με τόσες πολλές πιθανότητες επιτυχίας.