Μετά το 2006 και το δεύτερο πρωτάθλημα της Τσέλσι και του Μουρίνιο, πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο γράφων, θεώρησαν ότι ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον και η Μάντσεστερ περνούσαν σε δεύτερο πλάνο στην υπερπαραγωγή που ονομάζεται «αγγλικό ποδόσφαιρο». Ο Πορτογάλος προπονητής της Τσέλσι και τα εκατομμύρια του Αμπράμοβιτς φαινόταν ότι είχαν αγοράσει το μέλλον. Τώρα, μετά το δεύτερο συνεχές πρωτάθλημα που κερδίζει με την ομάδα του ο Σκωτσέζος προπονητής, δείχνει πόσο λάθος ήταν η εκτίμηση όλων μας το 2006.

Μάλιστα, ο προσεκτικός τρόπος με τον οποίο η Γιουνάιτεντ συμπεριφέρθηκε αγωνιστικά στο παιχνίδι με τη Γουίγκαν δείχνει πως ο Φέργκιουσον έχει τον δικό του τρόπο να βελτιώνει ποδοσφαιριστές και ομάδες. Στην ποδοσφαιρική Αγγλία υπάρχει μία φράση που χρησιμοποιείται συχνά για να δείξει την προπονητική αυθεντία του Αρσέν Βενγκέρ. Πρόκειται για τη φράση «Arsene Knows» (ο Αρσέν ξέρει). Φαίνεται, όμως, ότι ο Φέργκιουσον ξέρει καλύτερα. Και ξέρει καλύτερα, διότι ακόμα και σε αυτή την ηλικία θέλει να μαθαίνει.

Οι δύο χρονιές που τερμάτισε πίσω από τον Μουρίνιο ήταν οδυνηρές εμπειρίες αλλά δεν τον έκαναν να νιώθει ότι ήρθε η ώρα να τα παρατήσει. Και ξεκίνησε να ξαναφτιάχνει την ομάδα του, όχι μόνο προσθέτοντας ποδοσφαιριστές αλλά και διδάσκοντας έναν διαφορετικό τρόπο αγωνιστικής συμπεριφοράς. Το επιθετικό ποδόσφαιρο είναι παράδοση στο «Ολντ Τράφορντ», μια παράδοση που υποστηρίζει και την εμπορική φυσιογνωμία της ομάδας. Ο Φέργκιουσον δεν την απαρνήθηκε ποτέ.

Ισως είναι χαρακτηριστικό αυτό που συνέβη την πρώτη περίοδο μετά το θρυλικό treble του 1999, όταν η Γιουνάιτεντ σημείωσε 90 γκολ και δέχθηκε 45. Μία προσέγγιση που ποτέ δεν θα υιοθετούσαν στην Τσέλσι, η οποία βέβαια θα επιδιώξει να πάρει τη δική της ρεβάνς στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ στο «Λουζίνσκι», στις 21 Μαΐου, στη Μόσχα. Ο σερ Αλεξ, πέρα από την επιθετική φιλοσοφία που δεν εγκατέλειψε, έφερε και μια νέα προσέγγιση στην άμυνα. Φέτος η Γιουνάιτεντ δέχθηκε μόλις 22 γκολ, ένα ρεκόρ αξεπέραστο, καθώς το προηγούμενο ρεκόρ ήταν την περίοδο '97-'98 και την περσινή χρονιά, όταν η ομάδα δέχθηκε 27 γκολ.

Πάντα, σχεδόν όλοι θαύμαζαν τον τρόπο που η Γιουνάιτεντ ξεδίπλωνε τις επιθέσεις της, αλλά σε αρκετά παιχνίδια φέτος ο Φέργκιουσον έβλεπε όλους τους ποδοσφαιριστές του πίσω από την μπάλα. Η Μάντσεστερ ήταν φορές που συμπεριφέρθηκε σαν ιταλική ομάδα εκεί που χρειάστηκε να παίξει όπως έπρεπε για να πάρει το αποτέλεσμα. Ο προπονητής της Γιουνάιτεντ εγκατέλειψε την τακτική που ένα σωρό προπονητές είχαν υιοθετήσει, αυτή του ενός επιθετικού –που είχε υπηρετήσει με θαυμαστή αποτελεσματικότητα ο Φαν Νιστελρόι–, και γέμισε την επιθετική του γραμμή με αποτέλεσμα να πάρει φέτος στο πρωτάθλημα 57 γκολ από τρεις ποδοσφαιριστές. Τον Κριστιάνο Ρονάλντο, τον Ρούνεϊ και τον Τέβες. Φυσικά, ο Φέργκιουσον και η Μάντσεστερ ωφελήθηκαν τα μέγιστα από την εξαιρετική φόρμα του Κριστιάνο Ρονάλντο, που στα χέρια του σερ Αλεξ κάθε χρόνο γίνεται όλο και καλύτερος.

Ακόμη, θα πρέπει να πιστωθεί στον Φέργκιουσον το γεγονός ότι μπόρεσε να πάρει ό,τι καλύτερο είχαν να δώσουν οι ποδοσφαιριστές που στις αρχές του '90 αποτέλεσαν τη μαγιά της μεγάλης ομάδας που θα χτιζόταν. Και εννοώ τους Γκιγκς, Νέβιλ και Σκόουλς, ο οποίος έπαιξε ένα ρόλο ανάλογο με αυτόν που είχε ο Πίρλο στη Μίλαν. Βέβαια, γι' αυτήν την ομάδα υπάρχουν ερωτήματα. Ας πούμε ποιος θα πάρει τη θέση του 33χρονου Νέβιλ και αν μπορεί και του χρόνου ο 37χρονος Φαν ντε Σαρ να σταθεί κάτω από τα δοκάρια. Υποθέτω ότι ο σερ Αλεξ έχει τις απαντήσεις, όπως τις είχε και το 2006. Αλλωστε, ξέρει καλύτερα.

Η Γη έχει γεμίσει

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η επισιτιστική κρίση οφείλεται σε μια πληθώρα παραγόντων, ο σπουδαιότερος από τους οποίους είναι ο υπερπληθυσμός. Μία άποψη που πρωτοδιατυπώθηκε από τον καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας Τ. Μάλθους πριν από 200 χρόνια και κάτι.

Ο Μάλθους υποστήριξε ότι στη γη τότε κατοικούσαν ήδη 1 δισ. άνθρωποι και αυτό είναι και το ανώτατο όριο. Ο Μάλθους, που ξεκίνησε ως πάστορας, ανέπτυξε την –απάνθρωπη– «ηθική της γεμάτης σωστικής λέμβου», σύμφωνα με την οποία δεν πρέπει να βοηθάμε τους φτωχούς και τους αδύναμους, διότι αν αποκτήσουν το δικό μας επίπεδο θα πολλαπλασιαστούν, η Γη θα καταστραφεί και θα πεθάνουμε όλοι. Από τον Μάλθους έπρεπε να φτάσουμε στις αρχές του ΄90, όταν άρχισαν να γίνονται περισσότερο λογικές και τεκμηριωμένες προσεγγίσεις στο πρόβλημα του υπερπληθυσμού.

Οι έρευνες που άρχισαν να γίνονται δεν υπολόγισαν μόνο αριθμητικά τον παγκόσμιο πληθυσμό σε σχέση με την έκταση της Γης, αλλά και ποιοτικά. Το ερώτημα μετατοπίστηκε. Δεν ρωτάμε μόνο «πόσοι μπορούν να ζήσουν», αλλά «πόσοι μπορούν να ζήσουν σε ανθρώπινο, βιώσιμο περιβάλλον». Οι απαντήσεις ποικίλλουν λίγο. Υπάρχουν έρευνες που μιλάνε για 2 δισ. ως ανώτατο όριο και άλλες που δέχονται μέχρι και 5 δισ. Ακόμα και με τους πιο αισιόδοξους υπολογισμούς (5 δισ.) είμαστε πάρα, πάρα πολλοί και με τον αριθμό μας και μόνο καταστρέφουμε το περιβάλλον μας ανεπανόρθωτα. Τα πράγματα χειροτερεύουν δραματικά, αν εξειδικεύσουμε ανάμεσα στους λαούς.

Αν ζούσαμε όλοι με το βιοτικό επίπεδο ενός φτωχού αφρικανού χωρικού είτε ενός Ινδιάνου στον Αμαζόνιο, η Γη ίσα ίσα που θα μας έφτανε. Αν όλος ο παγκόσμιος πληθυσμός ήθελε ή μπορούσε να ζει σαν τους Αμερικανούς, θα χρειαζόμασταν 7 (!) πλανήτες σαν τη Γη. Το ίδιο και για τους Γιαπωνέζους, ενώ ο μέσος Ευρωπαίος θα χρειαζόταν 5 πλανήτες.

Αυτό το πρόβλημα μας απασχολεί πολύ λιγότερο από την τιμή της βενζίνης που χρειαζόμαστε για το αυτοκίνητό μας ή για το νεότερο μοντέλο κινητού τηλεφώνου που θέλουμε να αποκτήσουμε. Και όσο λιγότερο μας απασχολεί ένα πρόβλημα τέτοιας έκτασης μάλιστα, τόσο δυσκολότερο είναι να βρούμε λύσεις.

Η διαχείριση μιας τραγωδίας

Παρακολουθώ την απάθεια που έδειξαν αρκετά δελτία ειδήσεων για την τραγωδία που ακολούθησε τη φυσική καταστροφή στη Βιρμανία. Πιθανόν τα δελτία ειδήσεων να αφιερώσουν περισσότερο χρόνο όταν θα έχουν περισσότερες εικόνες της καταστροφής για να τις «πουλήσουν» τηλεοπτικά. Η συμπεριφορά των τηλεοράσεων δεν μου προξενεί έκπληξη. Η έννοια της είδησης έχει πλέον ταυτιστεί με την εμπορικότητα. Είναι είδηση όταν μπορώ να το πουλήσω στο κοινό που με βλέπει. Εκείνο που προξενεί, όμως, όχι έκπληξη αλλά οργή είναι η στάση της περίφημης «διεθνούς κοινότητας» στον τρόπο που η χούντα της Βιρμανίας εκμεταλλεύεται την κατάσταση. Μία εκμετάλλευση απάνθρωπη. Σε άλλες περιπτώσεις, η «διεθνής κοινότητα» παρενέβη για να διώξει δικτάτορες όπως ο Σαντάμ και ο Μιλόσεβιτς. Τώρα, γιατί είναι τόσο απαθής; Μήπως γιατί από τη Βιρμανία δεν περνούν αγωγοί αερίου, δεν έχει πετρελαϊκά κοιτάσματα και καμία στρατηγική σημασία για τους μεγάλους της «διεθνούς κοινότητας»;

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube