Ο Σωκράτης Κόκκαλης αναφερόμενος στη θητεία του Τάκη Λεμονή στον πάγκο του Ολυμπιακού δήλωσε πως ο πρώην προπονητής των «ερυθρολεύκων» ξέχασε ότι πρώτος στόχος της ομάδας ήταν το πρωτάθλημα και όχι η διάκριση στην Ευρώπη. Αυτή η εκτίμηση του ιδιοκτήτη της πειραϊκής ΠΑΕ δείχνει ότι εκείνο που προέχει στους στόχους μιας επαγγελματικής ποδοσφαιρικής ομάδας είναι η δυνατότητά της να εξασφαλίζει έσοδα. Και έσοδα στην Ελλάδα εξασφαλίζει η συμμετοχή στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ.
Ο Ολυμπιακός φέτος πέρασε στη φάση των «16» και συνολικά συγκέντρωσε από τη συμμετοχή του στο Τσάμπιονς Λιγκ περίπου 22 εκατομμύρια ευρώ. Κάτι περισσότερο από το μισό του προϋπολογισμού του. Προφανώς η φετινή του επιτυχία δεν είναι κάτι που μπορεί να επαναλαμβάνεται. Οπότε μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι μία μέτρια εμφάνιση στη φάση των ομίλων και στη συνέχεια δύο καλοί γύροι στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ μπορούν να φέρουν στο ταμείο της ομάδας ένα ποσό γύρω στα 15-17 εκατομμύρια ευρώ. Ποσό που αντιπροσωπεύει τη συνολική αξία των συμβολαίων των ποδοσφαιριστών των «ερυθρολεύκων» για την αγωνιστική περίοδο που ολοκληρώθηκε.
Αν συνυπολογιστούν τα έσοδα από χορηγούς, διαφημίσεις, μεταγραφές και εισιτήρια, τότε γίνεται φανερό ότι η ομάδα μπορεί να υπερκαλύπτει τον προϋπολογισμό της και να έχει και ένα πλεόνασμα που να της επιτρέπει να κινηθεί και στη μεταγραφική αγορά. Και αυτός είναι ο στόχος σε ό,τι αφορά την επιχείρηση. Τα έσοδα να υπερκαλύπτουν τα έξοδα, έτσι ώστε ο ιδιοκτήτης να μην αναγκάζεται να βάζει το χέρι στην τσέπη για βγαίνει ο προϋπολογισμός.
Αλλωστε ο ισορροπημένος προϋπολογισμός είναι ένα από τα βασικά κριτήρια του σχεδίου αδειοδότησης της ΟΥΕΦΑ που θα αρχίσει να ισχύει από του χρόνου και το οποίο, ως φαίνεται, οι περισσότεροι συνεχίζουν να αγνοούν. Και είναι αυτό το σχέδιο της ΟΥΕΦΑ που προωθεί την αντίληψη του ποδοσφαίρου της αγοράς, σύμφωνα με την οποία μεγαλύτερη σημασία έχει η υγιής επιχειρηματική λειτουργία ενός συλλόγου από το ποδοσφαιρικό θέαμα και τους τίτλους. Προφανώς επειδή η ΟΥΕΦΑ πιστεύει ότι μία ποδοσφαιρική επιχείρηση που λειτουργεί σωστά μπορεί να προσφέρει θέαμα και να κατακτήσει τίτλους. Μπορεί στη θεωρία τα πράγματα να είναι έτσι, αλλά στην πράξη είναι πολύ διαφορετικά.
Από τη στιγμή που το αποτέλεσμα απόκτησε τεράστια οικονομική σπουδαιότητα, η αγωνιστική συμπεριφορά μιας ομάδας προσαρμόζεται στην επίτευξη της νίκης και τη διατήρησή της με κάθε μέσον, έστω και με αντιποδόσφαιρο. Ετσι στόχος γίνεται η νίκη και όχι η προσφορά του καλού θεάματος, η ικανοποίηση δηλαδή αυτού που παρακολουθεί το παιχνίδι. Αυτή η αντίληψη διαπαιδαγωγεί και τους φιλάθλους αναλόγως.
Τους δεσμεύει σε μία «καπιταλιστική» θεώρηση για το παιχνίδι, όπου το παν είναι η νίκη, το κέρδος. Ολα τα άλλα ή δεν έχουν σημασία ή συνιστούν ζημιά. Μία αντίληψη που μπορεί να είναι απαραίτητη για να επιβιώσει κάποιος μέσα στη ζούγκλα των επιχειρήσεων, αλλά δεν είναι η καλύτερη αντίληψη για να γίνει το παιχνίδι καλύτερο. Αλλά ποιο παιχνίδι; Οι καλύτερες ομάδες κάποτε ήταν εκείνες που έπαιζαν την καλύτερη μπάλα, αλλά τώρα είναι εκείνες που έχουν τα μεγαλύτερα κέρδη. Δείτε τις σχετικές λίστες που δημοσιοποιούνται κατά καιρούς. Η έννοια του καλύτερου ταυτίζεται με εκείνη του πλουσιότερου.
Πόσο θεαματικές ήταν για παράδειγμα φέτος η Ρεάλ, η Τσέλσι, η Μίλαν, η Λίβερπουλ, η Μπάρτσα και η Μπάγερν, για να αναφέρω μερικούς από τους πλουσιότερους συλλόγους;
Οι πλουσιότεροι του πλανήτη
Ζούμε τις μέρες του ποδοσφαίρου της αγοράς. Αυτό φαίνεται και από τον τρόπο που αντιμετωπίζεται τώρα πια το ποδόσφαιρο. Οικονομική δραστηριότητα και life style. Το αμερικανικό οικονομικό περιοδικό «Forbes» συνδυάζει ή προσπαθεί να συνδυάσει την οικονομία –και μία μορφή οικονομικής πληροφόρησης- με το glamour.
Το περιοδικό άλλωστε είναι περισσότερο γνωστό για τη δημοσίευση της ετήσιας λίστας με τους 500 πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη παρά για το βάθος και την ακρίβεια των οικονομικών του αναλύσεων. Ετσι, οι υπεύθυνοι του περιοδικού ανακάλυψαν –και χάρη στην οικονομική δραστηριότητα που συνοδεύει τον Μπέκαμ- και το soccer και για πρώτη φορά φέτος δημοσίευσαν έναν κατάλογο με τις 25 ακριβότερες ομάδες του κόσμου.
Η αξιολόγηση των Αμερικανών δεν έχει καμία πρωτοτυπία, αφού βασίζεται στα οικονομικά στοιχεία που δημοσιοποιεί κάθε χρόνο η Deloitte & Touch. Το διαφορετικό που κάνουν οι Αμερικανοί έχει να κάνει με την κατάταξη των ομάδων, με βάση την «αξία» τους και όχι τα έσοδά τους. Βέβαια, στην αποτίμηση αυτής της αξίας δεν υπολογίζονται οι ιδιόκτητες εγκαταστάσεις των ομάδων και η αξία των ποδοσφαιριστών τους, αλλά τα έσοδα, τα έξοδα, τα χρέη και το πλεόνασμα. Προφανώς δεν αποτελεί καμία πρωτοτυπία η διαπίστωση ότι σε αυτές τις 25 ομάδες οι περισσότερες είναι αγγλικές. Αν υπολογίσουμε και τη Σέλτικ, είναι 11.
Από αυτές, οι 5 μετά και τον απολογισμό της οικονομικής τους δραστηριότητας την περίοδο 2006-07 παρουσιάζουν χρέη. Στον κατάλογο με τις 25, εκτός από τις 5 αγγλικές μία ακόμη ομάδα έχει χρέη, η ισπανική Βαλένθια. Χρέη που φθάνουν τα 49 εκατομμύρια δολάρια. Αυτή η λίστα, όπου στις πέντε κορυφαίες ομάδες βρίσκονται κατά σειρά η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, η Ρεάλ, η Αρσεναλ, η Λίβερπουλ και η Μπάγερν, διαλύει και κάποιες άλλες μεγαλομανείς ψευδαισθήσεις ελληνικού περιεχομένου.
Η τελευταία ομάδα του καταλόγου είναι η Μαρσέιγ η αξία της οποίας αποτιμάται στα 187 εκατομμύρια δολάρια. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, το 40% του ΠΑΟ να αποτιμάται –και με ποιο τρόπο- 80 εκατομμύρια ευρώ, ακόμη και με την Παιανία; Φαντάζομαι τι μπορεί να γίνει στην αποτίμηση των ελληνικών ΠΑΕ, αν αληθεύει το ενδεχόμενο ότι η κυβέρνηση σκέφτεται να δώσει τη δυνατότητα στις ελληνικές ομάδες να μπουν στο χρηματιστήριο το 2009.
Η αγορά–ζούγκλα της εργασίας
Οι λέξεις, πολύ συχνά, μαρτυρούν τις προθέσεις. Ας πούμε απασχολήσιμος και άνεργος. Λέξεις που κάτι θέλουν να κρύψουν ή να δείξουν. Ο όρος «αγορά εργασίας» αποκαλύπτει κι αυτός κάτι. Οτι ο εργαζόμενος είναι πλέον ένα προϊόν. Για κάποιους. Αυτό ήταν αναπόφευκτο να συμβεί από τότε που το δικαίωμα στην εργασία έγινε ευκαιρία στην απασχόληση. Και αυτό συνέβη όταν η πολιτική έγινε υπηρέτρια της οικονομίας και η αγορά φθάνει πλέον να αποφασίζει για τα πάντα. Η κατάσταση στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα, σύμφωνα με την έρευνα που δημοσιοποίησε η χθεσινή «Ελευθεροτυπία», είναι τραγική.
Και θα χειροτερέψει ακόμη περισσότερο αν η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση υιοθετήσει –και γιατί να μην το κάνει;- τις συμβουλές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που προτείνει ακόμα «γενναιότερες» μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, όπως π.χ. την κατάργηση του ορίου απολύσεων. Ενα από τα πράγματα που μου κάνουν εντύπωση στον μεταρρυθμιστικό οίστρο αυτής της κυβέρνησης είναι ότι δεν προβλέπονται «μεταρρυθμίσεις» για την πάταξη της εισφοροδιαφυγής και της «μαύρης εργασίας». Για ποιο λόγο άραγε;