H μετακίνησή του από τον πάγκο της Λάτσιο στον πάγκο της εθνικής Αγγλίας ήταν μία κίνηση που έγραψε ιστορία. Ο Σουηδός Σβεν Γκόραν Ερικσον έγινε ο πρώτος ξένος προπονητής του αγγλικού αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος και παρά τις έντονες αντιδράσεις της ποδοσφαιρικής Αγγλίας, ο απολογισμός του στον πάγκο των «λιονταριών» δεν ήταν και για βιογραφικό. Οδήγησε την Αγγλία στα Μουντιάλ του 2002 και του 2006, πήρε ρεβάνς από την Αργεντινή για την ήττα στο Μουντιάλ του '98, ενώ κατά τη διάρκεια των προκριματικών αγώνων του 2002 πέτυχε τη μεγάλη νίκη. Εκείνο το 5-1 εις βάρος των Γερμανών, και μάλιστα μέσα στο Μόναχο. Η μεγαλύτερη νίκη των Εγγλέζων εις βάρος των «ιστορικών» τους αντιπάλων.
Παράλληλα, η σχέση του με τη γοητευτική Ούλρικα έδωσε άφθονη τροφή στα σκανδαλοθηρικά βρετανικά tabloids και τον κρατούσε στην επικαιρότητα για πάρα πολύ καιρό. Στις επιλογές του μέσα στο γήπεδο χαρακτηρίστηκε συντηρητικός, αφού ουδέποτε τόλμησε να ρισκάρει μία ενδεχόμενη αποτυχία. Πάντα είχα την εντύπωση ότι ο Ερικσον στον πάγκο της Αγγλίας κοιμόταν ή σκεφτόταν άλλα πράγματα, που δεν είχαν καμία σχέση με το ποδόσφαιρο, αφού έβαζε τον «αυτόματο πιλότο» στο 4-4-2 και περίμενε να τελειώσει το παιχνίδι για να ασχοληθεί μετά με πιο ενδιαφέροντα πράγματα στη ζωή του.
Για τον Ερικσον είναι προφανές ή τουλάχιστον έγινε προφανές από τον καιρό που κάθισε στον πάγκο των «λιονταριών» ότι το ποδόσφαιρο τον ενδιέφερε όσο του παρείχε τα μέσα -δηλαδή τα χρήματα- για να ζει τη ζωή του όπως ήθελε. Πολλοί χαρακτήριζαν τον Ερικσον φλεγματικό σε ό,τι αφορά τις αντιδράσεις του στον πάγκο. Η αλήθεια είναι ότι συχνά μπερδεύουμε το φλέγμα με την αδιαφορία. Ο Ερικσον δεν είναι ο προπονητής που ανησυχεί. Για την ακρίβεια είναι πολύ περισσότερο μάνατζερ, με την έννοια ότι αφήνει σε κάποιους άλλους όλο το βάρος της προετοιμασίας μιας ομάδας και στο κομμάτι της τακτικής επιλέγει τη σίγουρη λύση. Το σύστημα που ακολουθεί, αν γινόταν ψηφοφορία, θα ήταν αυτό που θα συγκέντρωνε τη μεγάλη πλειοψηφία. Ετσι που αν κάτι πήγαινε στραβά, δεν θα μπορούσε να τον κατηγορήσει κάποιος.
Ο Ερικσον, ακόμη και σήμερα, εξαργυρώνει έναν μύθο. Οτι αυτός ήταν ο δημιουργός της μεγάλης Λάτσιο της δεκαετίας του '90. Παραμύθια. Ο Ερικσον ήταν ο τύπος που μπορούσε να παρακολουθεί -χωρίς να πληρώνει, αντίθετα με πολύ καλή αμοιβή- κοντύτερα από τον οποιονδήποτε μία ομάδα προικισμένων ποδοσφαιριστών στους οποίους δεν είχε να διδάξει κάτι. Στις επιλογές του πάντα κυριαρχούσε εκείνη η δουλειά με το μικρότερο δυνατόν ρίσκο και τις καλύτερες απολαβές.
Θυμάμαι την περίοδο λίγο πριν ανανεώσει το συμβόλαιό του με την εθνική Αγγλίας, όταν είχε επαφές με τον Αμπράμοβιτς και τους ανθρώπους της Μάντσεστερ. Δύο «μαγαζιά» με πολλά χρήματα που θα του έδιναν τη δυνατότητα να πάρει τους ποδοσφαιριστές που ήθελε και που, αν δεν τα πήγαινε καλά και τον έδιωχναν, θα μπορούσε να εξασφαλίσει υψηλή αποζημίωση. Η αλήθεια φάνηκε στη συνέχεια. Δεν ενδιαφερόταν για τον πάγκο της Τσέλσι, ούτε και για εκείνον της Μάντσεστερ. Απλώς ήθελε να πιέσει την αγγλική ομοσπονδία για να εξασφαλίσει τη χρονική διάρκεια συμβολαίου και την αμοιβή που επιδίωκε.
Μετά το τέλος της θητείας του στην εθνική, ήρθε η Μάντσεστερ Σίτι του Σιναβάτρα. Πολλά και σίγουρα λεφτά με μηδέν πίεση. Στη Σίτι ξόδεψε απλόχερα αλλά δεν κατάφερε τίποτε, πέρα από τις δύο νίκες επί της Γιουνάιτεντ και το πλασάρισμα στη μέση της βαθμολογίας. Μετά τις τελευταίες αποτυχημένες εμφανίσεις της Σίτι είναι υποψήφιος για απόλυση. Οχι παραίτηση. Διότι αν παραιτηθεί, χάνει μία αποζημίωση γύρω στα 5 εκατομμύρια ευρώ. Μία ακόμη «δαγκωνιά» από έναν τύπο, που το μεγαλύτερο προσόν του είναι να εξασφαλίζει το γέμισμα του τραπεζικού του λογαριασμού.
Ανταγωνιστικότητα και παγκοσμιοποίηση
Tο ιδεολόγημα της ανταγωνιστικότητας έχει μεταβληθεί στο ισχυρότερο όπλο στο στόμα και τα χέρια της πολιτικής εξουσίας. Μιας εξουσίας που την τελευταία εικοσιπενταετία υποχωρεί με γρήγορο ρυθμό μπροστά στην οικονομική εξουσία. Φθάνοντας στο σημείο να εξαρτιέται από αυτήν.
Εχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι στις δεκαετίες του '50 και του '60 η κυριαρχούσα άποψη ήταν ότι το μέλλον ανήκε σε έναν καπιταλισμό χωρίς χαμένους, τον οποίο θα διαχειρίζονταν οι εθνικές κυβερνήσεις δρώντας συντονισμένα. Από τις αρχές της δεκαετίας του '80, χάρη στη Θάτσερ και τον Ρίγκαν, άρχισε να κυριαρχεί η αντίληψη ότι οι παγκόσμιες αγορές ήταν εκτός ελέγχου και ο μόνος τρόπος για να μην είναι κανείς χαμένος -ως έθνος, εταιρεία ή άτομο- ήταν να γίνει όσο το δυνατόν πιο ανταγωνιστικός. Η αντίληψη αυτή είναι απόρροια της αναθεώρησης του ρόλου του κράτους. Παλαιότερα τα κράτη διασφάλιζαν τον έλεγχο των αγορών, χρησιμοποιώντας τις αντιμονοπωλιακές νομοθεσίες.
Οι επιχειρήσεις, όμως, απέκτησαν παγκόσμια διάσταση ξεφεύγοντας από τον έλεγχο του κράτους και των θεσμών. Οι κυβερνήσεις, όμως, παραμένουν εθνικές. Και οι επιχειρήσεις μεγαλώνουν σε μία παγκοσμιοποιημένη αγορά την οποία δεν μπορεί να ελέγξει κανείς. Αυτή η απεριόριστη δύναμη των επιχειρήσεων, που δεν υπάρχει κανείς θεσμός στον οποίο να υπόκεινται, να λογοδοτούν, είναι που φοβίζει τους ανθρώπους. Που τους κάνει να διαδηλώνουν ενάντια στον δήθεν αναπόδραστο χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης.
Που τελευταία τα έχει βρει λίγο σκούρα. Γιατί φαίνεται ότι οι αγορές και οι κερδοσκόποι είναι εκτός ελέγχου, με αποτέλεσμα όλοι όσοι ωφελούνταν από ένα σχεδόν εικονικό παγκόσμιο σύστημα οικονομικών συναλλαγών -που, όμως δεν δημιουργούσε εικονικά υπερκέρδη- τώρα υφίστανται τις συνέπειες της απληστίας τους. Γιατί το κόστος αυτής της απληστίας κρατικοποιείται. Και το πληρώνουμε όλοι εμείς. Αδικία; Μπα, όχι… μία «μικρή απορρύθμιση» της οποίας το κόστος θα φορτώσουμε στο κράτος. Γιατί το κράτος, σύμφωνα με την αντίληψη των νεοφιλελεύθερων, υπάρχει για ένα λόγο. Να καλύπτει τις οικονομικές απώλειες που προκαλεί η απληστία τους.
Η κατάνυξη της κατανάλωσης
Αν ο κόσμος είναι ή τουλάχιστον μοιάζει με αυτόν που τα λεγόμενα δελτία ειδήσεων των καναλιών θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε, τότε η παράκρουση είναι πολύ κοντά. Φυσικά όσοι έχουν και την παραμικρή ιδέα για τον τρόπο λειτουργίας των Μέσων, δεν νιώθουν καμία έκπληξη. Αλλά εκείνο που για μία ακόμη φορά μου έκανε εντύπωση, είναι η εμμονή των καναλιών όλη τη Μ. Εβδομάδα να μας «βομβαρδίζουν» και να μας βεβαιώνουν για το κλίμα κατάνυξης με το οποίο οι πιστοί βίωναν το θείο πάθος.
Ενα ρεπορτάζ που ακολουθούσε αμέσως μετά το ρεπορτάζ για την τιμή του οβελία -και την πληρότητα των αγαθών στην αγορά- αλλά και το ρεπορτάζ που αφορούσε τον καιρό που θα είχαμε το Πάσχα και το κατά πόσο αυτός ο καιρός θα επηρέαζε την έξοδο και την επιστροφή των Αθηναίων. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι «ρεπόρτερ» είχαν ξεφύγει τελείως, όπως η «συνάδελφος» του ALTER που πήρε συνέντευξη από τον προϊστάμενο της ιατροδικαστικής υπηρεσίας για τις συνέπειες θανάτου από τη σταύρωση.