Πριν από τέσσερα χρόνια τα ηλεκτρονικά γραμματοκιβώτια γέμιζαν με στιγμιότυπα από το YouTube με απίθανα ζογκλερικά κόλπα του Ροναλντίνιο. Ο 24χρονος τότε Βραζιλιάνος, φρεσκοβραβευμένος από τη ΦΙΦΑ ως καλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου, έβαζε υποψηφιότητα να ξεπεράσει τον Ντιέγκο και τον Πελέ. Στη Βαρκελώνη είχαν τρελαθεί από τη χαρά τους, γιατί έβλεπαν ότι ο «Ρόνι» ήταν ο «Μεσσίας» που έφερνε την αγωνιστική ανάσταση των Καταλανών.
Και την οικονομική φυσικά, όχι μόνο της Μπάρτσα, αλλά και ενός πολυεθνικού γίγαντα όπως η NIKE, που πριν από κάθε άλλη εταιρεία είχε τη διορατικότητα να επενδύσει διαφημιστικά σε αυτόν, που έδειχνε ότι –λόγω του τρόπου που έπαιζε, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «η χαρά του κόσμου», όπως πριν από πολλά χρόνια ο στραβοπόδης Μανού, ο Γκαρίντσα, όταν «κεντούσε» στα γήπεδα.
Σε κάθε ντρίμπλα, σε κάθε πάσα, σε κάθε σουτ, ακόμη και στο σκληρό μαρκάρισμα που θα δεχόταν, ο Ροναλντίνιο κρέμαγε ένα πλατύ χαμόγελο όπως του παιδιού που του κάνουν δώρο το παιχνίδι που λαχταράει. Ενα χαμόγελο που μαρτυρούσε το πόσο χαιρόταν αυτό που έκανε, αποδίδοντας έτσι στο ποδόσφαιρο τον πρωταρχικό του χαρακτήρα, αυτόν του παιχνιδιού με όλη την απελευθερωτική, τη θεραπευτική δυναμική που κρύβει ένα παιχνίδι.
Τότε ήταν που οι περισσότεροι θεωρούσαμε πως ο νεαρός Βραζιλιάνος, πέρα από την οργιώδη του φαντασία, είχε και μια εξαιρετική αίσθηση του timing, όπως συνέβη με όλους τους μεγάλους ποδοσφαιριστές στην ιστορία. Τότε πιστεύαμε ότι ο Ροναλντίνιο είχε εκείνη τη μυστηριώδη σοφία των ταλαντούχων, που γνωρίζουν πότε μπορούν να κάνουν εκείνο που πρέπει.
Τότε ήταν που πιστεύαμε ότι ο 24χρονος Βραζιλιάνος θα γινόταν όλο και καλύτερος όσο περνούσε ο καιρός. Θα ωρίμαζε και θα μάθαινε ακόμη καλύτερα πώς να κατανείμει τις δυνάμεις του και την ενέργειά του στον χώρο και τον χρόνο. Θα επινοούσε όλο και περισσότερα «κόλπα», που δεν θα είχαν μόνο στόχο τον εντυπωσιασμό, αλλά θα ήταν ενταγμένα μέσα σε μια σχεδιασμένη προσπάθεια που θα έχει ένα συγκεκριμένο στόχο.
Τότε εκείνοι που ήξεραν μακάριζαν τον πρώην αντιπρόεδρο της Μπάρτσα, τον Σάντρο Ροσέλ, που είχε πάρει τον «Ρόνι» από το μικρό επαρχιακό «θερμοκήπιο» της Παρί Σεν Ζερμέν για να τον φέρει να παίξει σε μια μεγάλη αλάνα, στο κέντρο της σκηνής του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Στην Ισπανία τότε πιστεύαμε ότι ο Βραζιλιάνος θα εμπλούτιζε τις ποδοσφαιρικές του παραστάσεις και, όπως όλοι οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές, μέσα στο γήπεδο θα αντέγραφε τη λειτουργία των ηλεκτρονικών υπολογιστών με το input το εισαγόμενο και το output το εξαγόμενο.
Το περιβάλλον θα τον τροφοδοτούσε με παραστάσεις που το ταλέντο του θα επεξεργαζόταν, για να τις επαναφέρει στο περιβάλλον σε άλλη, τελειότερη μορφή. Μια κοφτή ντρίμπλα μαζί με μια προσποίηση ήταν το input που χρησιμοποίησε ο Ροναλντίνιο, για να την επεξεργαστεί και να δημιουργήσει αυτή την απίθανη ντρίμπλα που μας έδειξε πρώτη φορά στη διαφήμιση της NIKE.
Κάτι ανάλογο έκανε λίγο αργότερα με εκείνο το απίθανο σουτ εν στάσει στο «Στάμφορντ Μπριτζ», όταν προηγήθηκε εκείνη η εκπληκτική προσποίηση «σβήνω το τσιγάρο με το πόδι μου». Εκείνη η εποχή, η εποχή των μεγάλων προσδοκιών, ήταν η καλύτερη. Και για τον Ροναλντίνιο και για μας και για το παιχνίδι. Στη συνέχεια το μάρκετινγκ τον αγκάλιασε τόσο σφικτά όσο ένα χταπόδι που βρήκε την τροφή του και οι απογοητεύσεις άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη.
Η φετινή του χρονιά ήταν η χειρότερη και τώρα ο ίδιος ψάχνει μια ευκαιρία να αναγεννηθεί. Ομως, το πολύ πολύ να διαπιστώσει –αν δεν το έχει καταλάβει ήδη– ότι το παιχνίδι «πέθανε» όταν έγινε δουλειά. Μια δουλειά εκατομμυρίων. Ετσι που άνθρωποι σαν εμένα και σαν κι εσάς, όταν γράφουν ή μιλάνε για τον Ροναλντίνιο, να κάνουν ένα μνημόσυνο στην ομορφιά του παιχνιδιού, που πέρασε τόσο γρήγορα όσο γρήγορα βλέπουμε από την αποβάθρα να περνούν μέσα στο βαγόνι του μετρό οι ωραίες γυναίκες που δεν θα ξανασυναντήσουμε.
Κερδισμένοι από τα παιχνίδια με την ενέργεια
Από ένα παλιό –διδακτικό- κείμενο του Ρούσου Βρανά στα «ΝΕΑ» τον Νοέμβριο του 2007: «Στου κασίδη το κεφάλι πολλά παιχνίδια παίζονται. Σαν να μην έφτανε το πάθημα της Αμερικής, τρέχουμε να απελευθερώσουμε την αγορά ενέργειας. Με απανωτές αυξήσεις στην τιμή του ρεύματος προσπαθούμε να κάνουμε το τοπίο πιο ελκυστικό για την κερδοφορία των ιδιωτικών επιχειρήσεων που θα μπουν στην αγορά. Ας δούμε όμως τι έπαθε η Αμερική όταν επιχείρησε κάτι παρόμοιο. Κι ας πάρουμε για παράδειγμα την πολιτεία της Μασαχουσέτης, που στα τέλη της δεκαετίας του 1990 απελευθέρωσε την αγορά ενέργειας. Το ελεγχόμενο δίκτυο των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας διαλύθηκε και οι τιμές αφέθηκαν στο έλεος της αγοράς. Θεωρητικά, ο ελεύθερος ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιδιωτικές επιχειρήσεις θα επέτρεπε στους καταναλωτές να επιλέγουν ελεύθερα την επιχείρηση που θα τους παρείχε τις πιο φθηνές και αξιόπιστες υπηρεσίες και, έτσι, θα ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Οπως όμως έγραψε ο οικονομολόγος Ρόμπερτ Κάτνερ στην εφημερίδα “Μπόστον Γκλόουμπ”, τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Η τιμή που πλήρωνε ο καταναλωτής της Μασαχουσέτης για το ηλεκτρικό ρεύμα προτού ακόμη απελευθερωθεί η αγορά ήταν σταθερά γύρω στα 9 σεντς η κιλοβατώρα. Αν μάλιστα συνυπολογιστεί ο πληθωρισμός, η πραγματική τιμή ήταν ακόμη χαμηλότερη. Μετά την απελευθέρωση η τιμή αυξήθηκε κατά 50%. Και από το 2004 μέχρι το 2005 ένα κύμα αυξήσεων που έφτασε το 28% έπληξε τους καταναλωτές. Οχι, δεν έφταιγε η τιμή του πετρελαίου. Οπου διατηρήθηκε ο έλεγχος των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας οι όποιες αυξήσεις περιορίστηκαν σε μονοψήφιους αριθμούς. Οπου όμως απελευθερώθηκε η αγορά οι τιμές εκτινάχθηκαν στα ύψη. Οπως έγραψε η εφημερίδα “Γουόλ Στριτ Τζόρναλ”, στο Ντέλαουερ οι αυξήσεις έφτασαν στο 117% και στο Τέξας ξεπέρασαν το 80%. Εκείνες που άντεξαν στις αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου ήταν οι δημόσιες ηλεκτρικές επιχειρήσεις. Ποιος κέρδισε λοιπόν; Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, φυσικά. Ανεξέλεγκτες πια, αύξαναν τις τιμές και τα κέρδη τους. Η ηλεκτρική ενέργεια είναι κάτι απολύτως αναγκαίο, όπως και ο αέρας που αναπνέουμε. Δεν είναι φιλέ μινιόν. Οι καταναλωτές δεν μπορούν να κόψουν την κατανάλωση όταν ανεβαίνει η τιμή του ρεύματος. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να σφίγγουν τη ζώνη».
Οι ιδιώτες και το μπλακάουτ
Η ηλεκτρική ενέργεια δεν μπορεί να αποθηκευτεί. Γι' αυτό οι επιχειρήσεις πρέπει να έχουν την ετοιμότητα να ανταποκριθούν ανά πάσα στιγμή σε ενδεχόμενη αύξηση της ζήτησης. Πριν από την απελευθέρωση της αγοράς οι δημόσιες επιχειρήσεις επένδυαν για να διατηρούν αυτή την ετοιμότητα. Μετά την απελευθέρωση οι ιδιωτικές επιχειρήσεις όχι μόνο δεν επένδυαν σε αυτόν τον τομέα, αλλά και περίμεναν πώς και πώς να ξεπεράσει η ζήτηση την προσφορά, για να κερδοσκοπήσουν με τις τιμές. Σε αυτό ακριβώς αποδίδει ο Ρόμπερτ Κάτνερ το μεγάλο μπλακάουτ που σκοτείνιασε την Αμερική το 2003. Οι Αμερικανοί διαπίστωσαν ότι δεν το έκαναν τρομοκράτες, αλλά οι ιδιώτες που μπήκαν στην αγορά ενέργειας. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως κοιμούνται έκτοτε πιο ήσυχοι.