Ε, λοιπόν, για τέτοιες θλιβερές περιπτώσεις οι Aγγλοι επιστρατεύουν την έκφραση «old fart». Γηραλέο πέρδεσθαι. Σαν «old fart» ήχησαν τα λόγια του Πελέ. Αποτυπώθηκαν προσφάτως στη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Estado de S.Paulo». Ξεχείλιζαν από εμπάθεια σε βάρος (ποιου άλλου;) του Μαραντόνα. Ο Πελέ δεν αρκέστηκε στην απόπειρα -αγχώδη και ελαφρώς φαιδρή- να μειώσει την ποδοσφαιρική αξία του Ντιέγκο, χαρακτηρίζοντάς τον εξαιρετικό μεν, πλην «ανολοκλήρωτο» (!) παίκτη. Διατύπωσε και μια απορία, επέχουσα θέση ρηξικέλευθης πρότασης: «Γιατί αρκετοί Oλυμπιονίκες χάνουν τα μετάλλιά τους όταν εντοπίζονται θετικοί στα ντόπινγκ κοντρόλ και αυτός όχι; Θα έπρεπε να του αφαιρέσουν τώρα τους τίτλους του…».
Εάν ο Πελέ είχε ως αποκλειστικό στόχο να αναδυθεί και πάλι στον «αφρό» της επικαιρότητας, πάει καλά. Μετράς τα «ντεσιμπέλ» της κενολογίας του και τέρμα. Εάν όμως ο «χαϊδεμένος μπάρμπας» του παγκόσμιου ποδοσφαίρου έτρεφε τη φιλοδοξία να ηχήσει κάπως πειστικός, τότε τι να πει κανείς; Η εμπάθεια είναι κακός σύμβουλος. Το... μαυρόψυχο «μαύρο διαμάντι» θα μπορούσε να τηρήσει κάποια προσχήματα, παρουσιάζοντας τους μύδρους εναντίον του Μαραντόνα ως απόρροια κάποιου γενικού «προβληματισμού» του για το ντόπινγκ. Αντ' αυτού ανέμειξε τον στίβο με το ποδόσφαιρο, μόνο και μόνο για να ζητήσει ειδική δυσμενή μεταχείριση σε βάρος του άσπονδου εχθρού του!
Η ειρωνεία είναι πως όταν ο Ντιέγκο έφθανε στο ζενίθ στις καριέρας του, το 1986, αλλού «μύριζε» ντοπάρισμα –και μάλιστα ομαδικό. Απαντες το κατανόησαν ένα χρόνο αργότερα. Τότε που ο τερματοφύλακας της Δυτικής Γερμανίας, ο Τόνι Σουμάχερ, είχε το σθένος να αποκαλύψει μέσω ενός βιβλίου του («Der anpfiff» - «Εναρκτήριο Σφύριγμα») τι ακριβώς συνέβαινε με τη γερμανική εθνική ομάδα στο Μουντιάλ του 1986: οι παίκτες κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες ενέσεων και χαπιών, καθώς κι ένα μυστηριώδες μεταλλικό νερό που προκαλούσε διάρροιες. Δικαιολογημένα ο Ουρουγουανός συγγραφέας Εντουάρντο Γκαλεάνο διερωτήθηκε: «Τελικά εκείνη η ομάδα εκπροσωπούσε τη χώρα της ή τη γερμανική χημική βιομηχανία;». Η «επίσημη» απάντηση… χάθηκε κάπου στον δρόμο. Ομοίως χάθηκε κι ο Σουμάχερ από το γερμανικό ποδόσφαιρο -όλως… τυχαίως.
Θα ήταν, όντως, εκπληκτική «προέκταση» της νουθεσίας του Πελέ η ιδέα να αφαιρεθεί από ολόκληρη την ομάδα της Αργεντινής το τρόπαιο του 1986, με το σκεπτικό ότι είχε στις τάξεις της τον Μαραντόνα, που βρέθηκε θετικός σε εφεδρίνη το... 1994. Να απονεμηθεί, έστω και τώρα, στην ηττημένη ομάδα του τελικού, που κατά μια θαυμάσια σύμπτωση ήταν η… Γερμανία! Ξέρετε, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον θέμα η ανίχνευση ομοιοτήτων και διαφορών του ντόπινγκ στο ποδόσφαιρο και τον στίβο, καθώς και η προσμέτρηση του ειδικού βάρους που έχουν τα αναβολικά στην καλή απόδοση ενός ποδοσφαιριστή κι ενός δρομέα ή κολυμβητή. Το πρόβλημα είναι ότι τα λόγια του Πελέ ούτε ως αφορμές για σοβαρές συζητήσεις προσφέρονται πλέον. Ο άνθρωπος δεν νοιάστηκε για τη Γερμανία του '86 -πολλώ δε μάλλον για εκείνη του '54. Ούτε το τι «διαμηνύουν» οι πολλοί θάνατοι ποδοσφαιριστών τα τελευταία χρόνια από εγκεφαλικά ή καρδιακά επεισόδια δείχνουν να τον «πονοκεφαλιάζουν» στ' αλήθεια. Το πρόβλημά του είναι ένα: ο Μαραντόνα.
Τόσο πολύ, λοιπόν, «στοίχειωσε» τον ψυχικό κόσμο του Πελέ εκείνη η παγκόσμια ψηφοφορία που διενεργήθηκε μέσω Internet στις παραμονές του 21ου αιώνα; Δεν θα βρει στο υπόλοιπο της ζωής του τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι στις προτιμήσεις του κόσμου καλύτερος παίκτης όλων των εποχών κατετάγη ο Μαραντόνα, συγκεντρώνοντας 4.000 ψήφους περισσότερες από τον ίδιο; Αν θυμάμαι καλά, λίγο αργότερα ο… άψογος κύριος Πελέ χαρακτήρισε «αναιδή» τον συμπατριώτη του Ρονάλντο, επειδή «το φαινόμενο» είχε εκφράσει την προτίμησή του στον Ντιέγκο. Είναι άραγε τυχαίο ότι μέχρι και σήμερα ο Πελέ νιώθει την ανάγκη να μειώνει τον Ρονάλντο; Μάλλον όχι.
«Ανθρώπινες αδυναμίες ενός κατά τ' άλλα άμεμπτου σταρ», ίσως πει κάποιος. Λάθος. Το «άμεμπτο» του Πελέ ανέκαθεν ήταν επίπλαστο. Ορισμένες εξεζητημένες πλευρές των δραστηριοτήτων του ήλθαν στο φως -ή έστω στο ημίφως- ακριβώς τη στιγμή που ο ίδιος αποφάσισε -αυτό θα πει έκλαμψη- να ενοχλήσει γραφειοκράτες και καθεστηκυίες εξουσίες, έστω και για μια φορά στη ζωή του. Οχι, δεν ήταν ειρωνεία της τύχης το συγκεκριμένο timing. Προειδοποίηση ήταν: ως υπουργός Αθλητισμού, ο Πελέ κήρυξε πόλεμο εναντίον της βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας και του προέδρου της, Ρικάρντο Τεϊσέιρα. Ο Τεϊσέιρα ήταν γαμπρός και προστατευόμενος του ισχυρότερου ανθρώπου στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, του προέδρου της FIFA Ζοάο Χαβελάνζε. Μεγάλο «μπουμπούκι» ο Ρικάρντο! Τον βάρυναν υποψίες και καταγγελίες για… κάθε μορφής διαφθορά που μπορεί να φανταστεί κανείς: ατασθαλίες, φοροδιαφυγή, σύναψη ζημιογόνων, «πονηρών» δανείων, απόκρυψη στοιχείων. Με νομοσχέδιό του ο Πελέ «στρίμωχνε» τον Τεϊσέιρα και έθετε τις βάσεις για την καταπολέμηση της διαφθοράς στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο. Τότε, λοιπόν, στις αρχές του 1998, άρχισαν να καταφθάνουν «μυστηριωδώς» στα γραφεία βραζιλιάνικων εφημερίδων φάκελοι με στοιχεία άκρως επιβαρυντικά για τις δραστηριότητες των εταιρειών του Πελέ. Στον «χορό» μπήκε και η Εφορία, διατυπώνοντας κατηγορίες για απόκρυψη υπέρογκων ποσών από αγοραπωλησίες δικαιωμάτων τηλεοπτικής μετάδοσης αγώνων στη Λατινική Αμερική. Το «μαύρο διαμάντι» έγινε... ωχρό από τον φόβο του. Παραμένει άγνωστο εάν φόβισαν τον Πελέ περισσότερο οι απειλές του Χαβελάνζε περί συνεπειών στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο ή ο τρόμος ότι οι άλλοι είχαν επιπρόσθετα «ράμματα» για τη δική του γούνα. Το σώβρακό του, πάντως, το λέρωσε. Αφησε τον Τεϊσέιρα στην ησυχία του, κερδίζοντας έτσι και τη δική του. Happy end.
Το απωθητικό με τον Πελέ δεν είναι πως εμπορεύθηκε τον μύθο του -αυτό πολλοί το κάνουν, του Μαραντόνα συμπεριλαμβανομένου. Ακόμη και την ιδιότητα του «βολικού μανδαρίνου» θα μπορούσε κάποιος να τη θεωρήσει θεμιτή επιλογή. Δικαίωμά του ήταν. Σε τελική ανάλυση, ο παικταράς που κάποτε προτίμησε τα σίγουρα και εύκολα λεφτά στον «Κόσμος» κι όχι τη δοκιμασία του ταλέντου του στην Ευρώπη ήταν λογικό να κυνηγάει την ασφάλεια και τη σιγουριά μια ζωή. Αυτό που δυσκολεύεται κάποιος ν’ ανεχθεί είναι η μετατροπή ενός παλιού, τεράστιου ποδοσφαιρικού μεγέθους σε κακιασμένη «κυρα-Κατίνα». Σε μια «old fart», που αναδύει ολοένα κι εντονότερη δυσοσμία. Ε, ρε κατάντημα…