«Στου Λινάρδου την ταβέρνα βλέπεις πρόσωπα μοντέρνα», κατά την περιγραφή του γνωστού ρεμπέτικου άσματος. «Στου Λινάρδου τη σελίδα μια πικρή ιστορία είδα», αντιτείνει ο γράφων. Ηταν η σελίδα 54 του φύλλου της Μεγάλης Τρίτης της «SportDay», αλλά το αφιέρωμα του συναδέλφου Θοδωρή Λινάρδου είχε κάτι από Μεγάλη Παρασκευή. Αφιέρωμα στην (ταυτόχρονη) κατρακύλα του ανδρικού και γυναικείου τμήματος μπάσκετ του Σπόρτιγκ. Η φωτογραφία του Ελληνοαμερικανού Ντέιβιντ Καλιγκάρις, ενός εκπληκτικού μπασκετμπολίστα που θα άφηνε εποχή, εάν δεν είχε φύγει νεότατος από τη ζωή, θύμιζε τις εποχές κατά τις οποίες o Σπόρτιγκ ήταν μία από τις τέσσερις-πέντε καλύτερες ομάδες της Ελλάδας.
Λίγο διήρκεσαν οι εποχές της μεγάλης δόξας: σεζόν 1978-79 και 1979-80. Κατόπιν κατέφθασαν τα χρόνια της απλής επιβίωσης, της ακροβασίας ανάμεσα στη φθορά και την αφθαρσία. Αντιθέτως, η γυναικεία ομάδα του Σπόρτιγκ διατήρησε τα πρωτεία μέχρι τη δεκαετία του '90. Το μεγαλύτερο όνομα της γυναικείας ομάδας για πολλά χρόνια ήταν η Αννυ Κωνσταντινίδου. «Θηλυκός Γκάλης» ήταν το προσωνύμιό της. Κανονικά θα έπρεπε, τιμής ένεκεν, να αποκαλείται «θηλυκός Καλιγκάρις». Αλλά, βλέπετε, ακόμα και σε αυτό το απλό θέμα φαινόταν πόσο ταπεινή ομάδα ήταν ο Σπόρτιγκ...
Την ομάδα των Πατησίων συνόδευαν ένα πλεονέκτημα και μία κατάρα. Το πλεονέκτημα ήταν το ιδιόκτητο γήπεδο. Μεγάλη ευλογία. Κάποτε με ένα εισιτήριο –όρεξη και χρόνο να 'χες– παρακολουθούσες στον Σπόρτιγκ τρεις αγώνες! Με τόσες άστεγες ομάδες στα πέριξ, το γήπεδο με τα φημισμένα «σκληρά στεφάνια» ήταν ο ορισμός της έννοιας «μόνιμη φιλοξενία». Το κλειστό του Αγίου Ελευθερίου μάζευε μπόλικο χρήμα για λογαριασμό του Σπόρτιγκ. Μάζευε, επιπλέον, άφθονο κόσμο σε πολιτικές και μουσικές εκδηλώσεις. Τόσο πυκνές ήσαν αυτές, ώστε κάποια στιγμή το γήπεδο του Σπόρτιγκ καθιερώθηκε στη συνείδηση του κόσμου περισσότερο σαν το αθηναϊκό «Wembley Arena», παρά ως έδρα μιας ομάδας μπάσκετ. Εκεί πήγαινες, εάν ήθελες, να δεις και να ακούσεις τον Χρήστο Λεοντή και τον Γιάννη Μαρκόπουλο στην ίδια συναυλία στη μεταπολιτευτική Αθήνα. Εκεί δόθηκε το 1980 η συναυλία των Police που άνοιξε τον χορό των επισκέψεων σημαντικών ροκ ονομάτων στην Ελλάδα. Εκεί εμφανίστηκε και ο Ερικ Κλάπτον, τέσσερα χρόνια αργότερα. Εάν το ιδιόκτητο γήπεδο ήταν η ευλογία και η βάση για τη μόνιμη «νοικοκυροσύνη» του σωματείου, κατάρα αποδείχθηκε το μικρό ενδιαφέρον του κόσμου για την ομάδα. Πενιχρή η προσέλευση φιλάθλων. Γενικευμένη η εντύπωση ότι ο Σπόρτιγκ ήταν η δεύτερη ομάδα των γαύρων, βάζελων και ΑΕΚτσήδων της περιοχής, αλλά η πρώτη λίγων κατοίκων. Τα Πατήσια, βλέπετε, ανέκαθεν εθεωρούντο προέκταση του κέντρου κι όχι αυτοτελής γειτονιά που θα στήριζε με ενθουσιασμό την τοπική ομάδα. Ετσι ένιωθε, ανέκαθεν, ο κόσμος εκεί. Τα Πατήσια δεν ήσαν Περιστέρι ή Καισαριανή. Δεν τα χαρακτήριζαν κόντρες με γειτονικές συνοικίες, ούτως ώστε να γίνει σύμβολο η ομάδα μπάσκετ. Τα παιχνίδια του Σπόρτιγκ με τον Πανελλήνιο της Κυψέλης δεν απέπνεαν κάποια τοπική φόρτιση, σε εποχές κατά τις οποίες οι αγώνες στη ζώνη Καισαριανή (Νήαρ Ηστ)-Παγκράτι-Ιλίσια είχαν κάτι από το πάθος μιας ποδοσφαιρικής αναμέτρησης Ιωνικού Νικαίας - Προοδευτικής Κορυδαλλού. Στους αγώνες του Σπόρτιγκ οι οπαδοί των φιλοξενουμένων ήσαν κατά κανόνα περισσότεροι. Νομίζετε ότι είναι συμπτωματικό φαινόμενο η ένδεια οπαδών (και) του γειτονικού Απόλλωνα στο ποδόσφαιρο; Προφανώς όχι.
Κάπως έτσι, ο Σπόρτιγκ (ας περιοριστούμε στην ανδρική ομάδα) κινήθηκε ως «ήρεμη δύναμη» –αλλά πόση δύναμη σου αφήνει το πέρασμα του χρόνου, όταν δεν σου γεμίζει το «ντεπόζιτο» της ενέργειας το ενδιαφέρον του κόσμου; Τελευταία φορά που ο γράφων παρακολούθησε εντός έδρας αγώνα του Σπόρτιγκ –και το έκανε έπειτα από απουσία πολλών ετών– ήταν πέρυσι. Κάτι η νοσταλγία, κάτι η διαφαινόμενη άνοδος της ομάδας στην Α1, επισκέφθηκα τα παλιά λημέρια. Ο,τι έδινε χρώμα στην κερκίδα ήταν ένας αξιόλογος, εκδηλωτικός πυρήνας μαθητών (η ευρύτερη περιοχή διαθέτει μπόλικο μαθητόκοσμο). Σχετικά μικρός ο αριθμός των μεγαλύτερων –κι αυτό στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο η ομάδα έδειχνε να επανακάμπτει στη μεγάλη κατηγορία. Θα μου πείτε «μα την καταστροφή δεν την έφερε το λιγοστό ενδιαφέρον του κόσμου, αλλά ο τερματισμός του ενδιαφέροντος του Δημήτρη Δρόσου για την ομάδα». Σωστά. Ομως, πέρα από ειδικές συνθήκες, επιλογές και συμβάντα, φαντάζομαι ότι η διαχρονική αδυναμία του Σπόρτιγκ να ανορθωθεί αντανακλά την υστέρηση της «ευλογίας» έναντι της «κατάρας». Αυτή καθαυτή η πτώση του Σπόρτιγκ όταν ο Δ. Δρόσος τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια της ομάδας και το μετέτρεψε σε «προίκα» του «γάμου» του με την ΑΕΚ προσφέρεται για κρυστάλλινα, αδιαμφισβήτητα συμπεράσματα: το πρότυπο του «μεγαλοπαράγοντα που πονάει την ομάδα» δεν δείχνει και τόσο ακλόνητο, ειδικά εάν παραδίπλα –ή και μακρύτερα– υπάρχουν γωνιακά μαγαζιά. Ας το έχουν υπόψη οι οπαδοί κάθε ομάδας, πριν βιαστούν να αποθεώσουν ή να απονείμουν τίτλους «πίστης».
Δεν θυμάμαι από πότε είχα να δω φωτογραφία του Καλιγκάρις σε εφημερίδα. Είδα στο αφιέρωμα του Λινάρδου. Προσπάθησα να ανακαλέσω στη μνήμη μου κάποιο Top 5 μαγικών στιγμών του. Για το Νο 1 δεν χρειάστηκε να προβληματιστώ καθόλου. Ηταν ένα παιχνίδι κόντρα στον Πανελλήνιο, την εποχή που στην ομάδα της Κυψέλης αγωνίζονταν οι Γκούμας και Λάσκαρης. Ο Καλιγκάρις άρχισε μια διείσδυση. Ξαφνικά, στη γραμμή του φάουλ, έκανε ένα από τα απίστευτα, επιτόπια άλματά του, «ζύγισε» την μπάλα στον αέρα με το υψωμένο χέρι του, που βρισκόταν, βεβαίως, πάνω από το ύψος της στεφάνης, και την εκτόξευσε όπως κάνει... ο μαχαιροβγάλτης με το μαχαίρι! Η μπάλα μπήκε στο καλάθι –τέτοιο κάρφωμα εξ αποστάσεως ούτε από τον Τζούλιους Ερβινγκ δεν είχα δει στην τηλεόραση. «Καλιγκάρις ή Γκάλης;». Αυτό ήταν, τις εποχές εκείνες, το ερώτημα. Η επικρατούσα άποψη ήταν πως ο Νικ υπερτερούσε στο ελεύθερο μπάσκετ κι ο Ντέιβιντ στο κοντρόλ παιχνίδι. Απάντηση ουδέποτε πήραμε. Δεν ξέρω αν ποτέ ο Σπόρτιγκ θα αποκτήσει ομάδα εφάμιλλη εκείνης του Ντέιβιντ, του Ζακυνθινού, του Σκροπολίθα, του Σταμέλου, του Καγκίδη, του Κάππου και των άλλων. Ισως η επιθυμία αυτή να ηχεί –και να είναι– μαξιμαλιστική. Προς το παρόν η μοίρα του Σπόρτιγκ δείχνει σκληρότερη κι από τα... ιστορικά καλάθια του γηπέδου. Ελπίζω να έχει ο καιρός γυρίσματα κι ας μην ξέρω πώς και πότε...