Η παραβολή είναι διδακτική, στο μέτρο που μπορούν οι παραβολές να διδάξουν, και μάλλον γνωστή. Λέγεται ότι κάποτε ο Βούδας συνάντησε έναν άνθρωπο να περπατά με αρκετή δυσκολία στην πλαγιά ενός βουνού, με μία σχεδία στην πλάτη. Οταν τον ρώτησε γιατί κουβαλά τη σχεδία, εκείνος του απάντησε ότι μπορεί να συναντήσει ένα ποτάμι και πως θα χρησιμοποιήσει τη σχεδία για να πάει απέναντι. «Και πού πηγαίνεις;», ξαναρώτησε ο Βούδας. «Δεν ξέρω», απάντησε ο ανθρωπάκος. «Και τότε, πώς ξέρεις ότι θα συναντήσεις ποτάμι;», είπε ο Βούδας. «Μα λένε ότι υπάρχουν παντού ποτάμια», είπε ο ανθρωπάκος και συνέχισε σκυφτός και αγκομαχώντας τον δρόμο του.
Οι Κινέζοι, που διηγούνται την ιστορία που διαβάσατε, υποστηρίζουν ότι η καλύτερη συνταγή για την επιτυχία είναι να γνωρίζεις τι θέλεις, τι μπορείς και τι πρέπει να κάνεις. Για συνταγή, φαίνεται πολύ απλή για να είναι αληθινή, αλλά αυτή ακριβώς η απλότητά της είναι που την κάνει αξεπέραστη και διαχρονική. Το «τι θέλεις» δεν είναι τίποτε περισσότερο από την επιλογή του στόχου, που είναι συνάρτηση των δυνατοτήτων σου και των συνθηκών.
Αν κάποιος προσπαθήσει να ανακαλύψει τις ελληνικές ΠΑΕ που εφαρμόζουν την παραπάνω κλασική συνταγή, θα απογοητευτεί. Η συντριπτική τους πλειονότητα θυμίζει τον ανθρωπάκο που συνάντησε ο Βούδας στην κινεζική παραβολή. Πορεύονται χωρίς σχέδιο ελπίζοντας στην τύχη, κουβαλώντας μαζί τους πράγματα που τους είναι άχρηστα. Και αυτό συμβαίνει κυρίως διότι η πλειονότητα των ομάδων δεν διοικείται όπως θα έπρεπε να διοικείται μία εταιρεία, αλλά η ομάδα θεωρείται σχεδόν αποκλειστικό τσιφλίκι του ιδιοκτήτη της και των επιθυμιών ή των επιδιώξεών του. Ε, όλα αυτά μέχρις εδώ και γνωστά είναι και δεν έχουν τίποτε δραματικό.
Γίνονται, όμως, κωμικά όταν οι ελληνικές ΠΑΕ και οι άνθρωποι που τις διοικούν αποφασίζουν να «οργανωθούν» πάνω σε σύγχρονα πρότυπα, όπως συμβαίνει σε πολλά πρωταθλήματα -του επαγγελματικού, θυμίζω, ποδοσφαίρου- σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κωμική δεν είναι η απόφαση για οργάνωση και εκσυγχρονισμό, όσο ο τρόπος με τον οποίο γίνεται και ο στόχος αυτής της ρημάδας της οργάνωσης. Ετσι, λοιπόν, αποκτήσαμε μία Λίγκα και στο ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο που θέλει να είναι ό,τι και οι άλλες λίγκες του εξωτερικού, αλλά μοιάζει σε αυτές όσο ένας χαρταετός της Καθαροδευτέρας με το Στελθ.
Το ελληνικό ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα, αυτό που οργανώνει ο συνεταιρισμός που ονομάζεται Σούπερ Λίγκα, κρίνεται φέτος στα δικαστήρια, όμως όχι εντός ελληνικών συνόρων, αλλά στο διεθνές αθλητικό δικαστήριο, το ανώτατο όργανο επίλυσης αθλητικών διαφορών. Η Σούπερ Λίγκα πού ακριβώς βρίσκεται σε αυτή την ιστορία; Και τι έκανε ως οργανισμός, ως συνεταιρισμός των ομάδων, κάποιες από τις οποίες αντιδικούν για κάποιον λόγο μεταξύ τους; Και γιατί δεν έγινε δυνατό η διαφορά αυτή να επιλυθεί στο εσωτερικό της χώρας και έπρεπε να ζήσουμε όλον αυτόν τον πονοκέφαλο του CAS;
Αν κάποιος απαντήσει στο ερώτημα «τι έχει προσφέρει μέχρι τώρα η Σούπερ Λίγκα στο ελληνικό ποδόσφαιρο;», θα έχει απαντήσει σε όλα τα ερωτήματα που προηγήθηκαν. Το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι ένα ποδόσφαιρο καθυστερημένο. Μπορείτε να θυμηθείτε έστω και ένα ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του οποίου η τύχη να κρίθηκε στο CAS τα τελευταία, ας πούμε, 20 χρόνια; Αν οι Ελληνες παράγοντες δεν μεγαλώσουν και αν οι Ελληνες φίλαθλοι δεν μάθουν να απαιτούν, μπορώ να σας βρω ένα ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα που 10 χρόνια από σήμερα θα τρέχει στο CAS για να επικυρώσει τη βαθμολογία του.