Eπέστρεψε από την Ιταλία με το χρυσό μετάλλιο και προφανώς έκρινε ότι ήταν «χρυσή» ευκαιρία να προσθέσει τη φωνή του στην –άρτι δρομολογηθείσα, καθώς φαίνεται- λεκτική «σταυροφορία» για την «αποκατάσταση της τιμής» του ελληνικού (πρωτ)αθλητισμού: «Θέλω ο κόσμος να καταλάβει ότι τα πράγματα δεν είναι όπως τα πασάρουν πολλοί. Ο ελληνικός αθλητισμός είναι από τους πιο καθαρούς. Στο εξωτερικό υπάρχουν περισσότερα κρούσματα ντόπινγκ. Φθάσαμε στο σημείο να υπάρχει πολύ μεγάλη καχυποψία. Εχω ένα φίλο, με τον οποίο γνωριζόμαστε 14 χρόνια. Με ρώτησε προχθές αν κάνω χρήση απαγορευμένων ουσιών.
Είναι ό,τι πιο άσχημο για εμάς, να νιώθουμε ότι η εμπιστοσύνη έχει χαθεί». Τάδε έφη Αλέξανδρος Νικολαΐδης, Ολυμπιονίκης του τάε κβον ντο. Τα λόγια του μας παρέχουν κάποια «τροφή για σκέψη».
Στην πραγματικότητα ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να έχουν διαυγή και αναλυτική εικόνα για το πόσο καθαρά είναι ή δεν είναι τα υψηλά «διαζώματα» του επαγγελματικού αθλητισμού κάθε χώρας. Εάν, πάλι, τεθεί ως κριτήριο ο αριθμός των εξακριβωμένων κρουσμάτων, αναπόφευκτα προκύπτει το άκρως ενδιαφέρον ερώτημα: τι ακριβώς ανταποκρίνεται στον ορισμό του «κρούσματος»;
Στην Ελλάδα δεν… αξιώθηκε να θεωρηθεί κρούσμα η συγκεκριμένη καταγγελία ενός αρσιβαρίστα – του Χρ. Κωνσταντινίδη. Για την ακρίβεια, θεωρήθηκε κρούσμα… φθόνου και συκοφαντίας εκ μέρους του καταγγέλλοντος. Πολύ λογικό, εφόσον η τότε πολιτική ηγεσία ανέθεσε τη σχετική έρευνα στον πρόεδρο της Ομοσπονδίας Αρσης Βαρών. Επιλογή η οποία θυμίζει κάπως τις «ένορκες διοικητικές εξετάσεις» που διατάσσει η Αστυνομία για να κρίνει… τον εαυτό της.
Στην Ελλάδα, επίσης, δεν αξιώθηκε να γίνει αφετηρία ουσιαστικής διερεύνησης το απίστευτο φαινόμενο να αρνείται η Εθνική ομάδα Αρσης Βαρών να συμμετάσχει σε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Στην Ελλάδα δεν αξιώθηκε να θεωρηθεί κρούσμα η επίθεση του Χρ. Τζέκου εναντίον του υπεύθυνου για τη διενέργεια αντιντόπινγκ ελέγχου στο Ντόρτμουντ. Κατά τη διάρκεια του επεισοδίου εκείνου, τρεις από τους αθλητές του επωφελήθηκαν από την αναμπουμπούλα κι έγιναν… καπνός. Ο ίδιος ο προπονητής τιμωρήθηκε με διετή αποκλεισμό –όλα αυτά το 1997. Η «μαμά Ελλάδα» δεν διέκρινε τίποτε το… ασυνήθιστο τότε. Αντιθέτως, τον Φεβρουάριο του 2004, όταν η βρετανική εφημερίδα «Observer» θύμισε το συμβάν (καθώς και άλλα), διέρρηξαν τα ιμάτιά τους τόσο ο υφυπουργός Αθλητισμού Γ. Λιάνης όσο κι ο πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ, Β. Σεβαστής. Οχι για τον Τζέκο. Για τον «Observer».
Εξι μήνες αργότερα, όταν τα παιδιά μας – Κεντέρης και Θάνου- «έπεσαν κάτω από τη βέσπα», συνέβη επιτέλους κάτι συνταρακτικό: βρέθηκαν γιατροί του ΚΑΤ, που «βεβαίωσαν» πως το ατύχημα ήταν αυθεντικό! Η Φανή Χαλκιά θα έλεγε πως αυτοί είναι γνήσιοι απόγονοι του Ιπποκράτη, εν αντιθέσει – φαντάζομαι- προς τον ιατροδικαστή Φ. Κουτσάφτη, που τους διέψευσε. Αλήθεια, πόσο «υψηλή» καθοδήγηση ή έστω ευλογία θα πρέπει να είχε εκείνο το καραγκιοζιλίκι, για να «μπουν στο κόλπο» τόσοι άνθρωποι και να «διαβεβαιώσουν» ότι οι δύο αθλητές, όντως, είχαν υποστεί «κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις»;
Τι ακριβώς θεωρείται, λοιπόν, «κρούσμα» εδώ, με τέτοια… παράδοση αδιάφορων σφυριγμάτων, εθελοτυφλίας και συγκάλυψης; Εάν ο Αλ. Νικολαΐδης προβαίνει στην προαναφερθείσα δήλωση, ορμώμενος από τη γνήσια ανησυχία ότι καταρρακώνεται στο σύνολό του ο ελληνικός αθλητισμός με αποτέλεσμα να ρίχνονται στην πυρά και «τα χλωρά μαζί με τα ξερά», ας αναζητήσει στη σωστή κατεύθυνση αίτια κι υπαιτίους: εφόσον επί χρόνια καταχωνιάζονται οι βρομιές κάτω από το χαλί, ε, κάποια στιγμή ο κόσμος δεν θα σταματούσε να αναρωτιέται αν στην ευχή έχουν απομείνει εκεί κάτω καθαρές πιθαμές; Η γενικευμένη καχυποψία του σήμερα κυοφορήθηκε στη γενικευμένη σιωπή και «αφασία» του χθες. Οσοι –πολιτικοί, παράγοντες, προπονητές, αθλητές- εντάχθηκαν σ' αυτό το status ή έστω το ανέχθηκαν, καλύτερα να σιωπήσουν.
Κατά τα άλλα, οποιαδήποτε απόπειρα να ανακηρυχθεί ο ελληνικός (πρωτ)αθλητισμός «από τους πιο καθαρούς», πέραν του ότι στηρίζεται μόνο σε εικοτολογίες και στην πολύ… στενή ερμηνεία της έννοιας «κρούσμα», εγείρει σοβαρά ερωτήματα ως προς το ποιο είναι το ζητούμενο: πώς ακριβώς μετράμε την «καθαρότητα» συγκριτικώς; Μετράμε ντοπαρισμένους ανά 100 αθλητές και βγάζουμε «ανεκτό πλαφόν»; Κάνουμε διάκριση ανάμεσα στο «hard» και το «soft» ντοπάρισμα –κι αν προκύψουν διαφωνίες, τηλεφωνούμε στην έμπειρη Σου Λι κι αυτή μας δίνει τα φώτα της; Τι στην ευχή;
Ναι, το ντόπινγκ είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Ναι, σχεδόν παντού η όποια κάθαρση επιχειρείται θυσιάζει (κατά κανόνα) λίγους, ενίοτε και διάσημους, προκειμένου να προσδώσει κάποια αξιοπιστία στο σύστημα κατασκευής πρωταθλητών-ειδώλων. Με μέτρο όμως, διαφορετικά το «λίφτινγκ» της εν λόγω βιομηχανίας θα καταλήξει σε «χαρακίρι». Χαρακτηριστικό παράδειγμα: εάν η αμερικανική δικαιοσύνη δεν ανησυχούσε για το ενδεχόμενο να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και να καταστεί ανεξέλεγκτη η απομυθοποίηση, θα είχε παραπέμψει σε δίκη τον περιβόητο Βίκτορ Κόντε της BALCO. Δεν θα του είχε προτείνει τον συμβιβασμό «δέξου τετράμηνη φυλάκιση και κλείνουμε την υπόθεση». Ναι, από τους Παναμερικανικούς του 1983 (τους οποίους θύμισε προσφάτως ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος) μέχρι τα ευτράπελα στο ξενοδοχείο των Χανίων το 2004, οι Αμερικανοί αθλητές έχουν εκπαιδευτεί -κι αυτοί- στο «κρυφτούλι». Υπάρχει όμως μια διαφορά…
Η «δική μας» βιομηχανία είναι σε μεγάλο βαθμό κρατικοδίαιτη και «εθνική». Τι σημαίνει αυτό; Απλώς ότι εδώ είναι εξαιρετικά δύσκολο να ενεργήσουν οι «φυγόκεντρες» δυνάμεις του ανταγωνισμού και να ωθήσουν προς κάποιες «αποκαθηλώσεις». Οταν άρχισε το «ξήλωμα» της BALCO, στον αμερικανικό Τύπο γράφτηκε πως αυτό συνέβη (και) επειδή κάποιες ανταγωνίστριες εταιρείες «κινήθηκαν» δεόντως… Από τους Ολυμπιακούς του 1988 μέχρι και τις ημέρες μας είναι κοινό μυστικό πως κάποια «ηχηρά» ονόματα του παγκόσμιου στίβου πιάστηκαν στις «ξόβεργες» που είχαν στήσει αντίπαλες φίρμες. Στην Ελλάδα ο πρωταθλητισμός είναι «εθνική υπόθεση», οπότε οι «κουτσουκέλες» αντιμετωπίζονται περίπου ως κρατικό απόρρητο. Μέχρι που «πλακώνει» η WADA και λες στην άρση βαρών «καλά σαράντα»…