Κάποτε η ερώτηση ήταν μία και απλή: «Είσαι μ' εμάς ή με τους άλλους;». Κοντολογίς, είσαι, π.χ., Παναθηναϊκός ή Ολυμπιακός; Ολυμπιακός ή ΑΕΚ; ΠΑΟΚ ή Αρης; Ξεκάθαρη ερώτηση, που απαιτούσε μια ξεκάθαρη απάντηση με τον κίνδυνο να φας καμιά φάπα το πολύ πολύ, αν έλεγες «Ολυμπιακός» και η ερώτησή σου είχε γίνει στην οδό Αρματολών και Κλεφτών. Τώρα τα πράγματα είναι πιο μπλεγμένα: «Είσαι Βαρδινογιαννικός ή Βγενοπουλικός;». Σαν το παλιό ΚΚΕ Εξωτερικού και Εσωτερικού, Φλωράκης vs Κύρκου. Υπάρχουν και παράπλευρες, ψαρωτικές ερωτήσεις, απ’ τις οποίες προκύπτουν χρήσιμα συμπεράσματα: «Θα πας στο συλλαλητήριο;». Από το «ναι» ή το «όχι» που θα πεις, προκύπτει και το πιστοποιητικό Παναθηναϊκών φρονημάτων -με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Με άλλα λόγια «είσαι μ' εμάς ή με τους άλλους;». «Μ' εσάς». -«Εμείς είμαστε οι άλλοι...».
Ο λαός του Παναθηναϊκού είναι λαός διχασμένος, κατακερματισμένος για την ακρίβεια σε πολλά μικρά κομμάτια. Συμπτώματα της ακουπίασης, της φαγωμάρας, της κακής διαχείρισης, της διοίκησης που προσπαθεί να μάθει στου Κασίδη το κεφάλι, αλλά δεν λέει να μάθει από τα λάθη του παρελθόντος και φαίνεται πρόθυμη να τα επαναλάβει με την έκπληξη που είχε την πρώτη φορά. Που ντρέπεται να διδαχτεί από τα αντίστοιχα των αντιπάλων, γιατί θέλει να κάνει τα δικά της, σαν αντιδραστικός έφηβος. Ενας έφηβος, όμως, που έκλεισε τα 100 του χρόνια πρέπει κάποια στιγμή να ωριμάσει. Να βρίσκει τον τρόπο με τη σοφία τού ενός αιώνα ζωής να ενώνει και όχι να διχάζει.
Το πολυπαιγμένο σίριαλ του διχασμού έχει και άλλα επεισόδια μπροστά του. Επαναλήψεις, βέβαια, αλλά με μερικά καινούργια πλάνα του σκηνοθέτη, για να το πλασάρουμε ως καινούργιο -σαν να ξαναβλέπεις το «Ρετιρέ» με λίγα extras από τον σκηνοθέτη. Ο «Ντούσαν, ο Ασχημος» θα πλημμυρίσει και πάλι τις Παναθηναϊκές φυλλάδες, τα ραδιόφωνα, τα γκάλοπ, θα μονοπωλήσει τις συζητήσεις, με την ελπίδα για κάποιους να μην πατήσει ποτέ το πόδι του στην Παιανία και για κάποιους άλλους να αποδειχτεί «ο Ασχημος που έγινε Ομορφος». Το δικό του πιστοποιητικό Παναθηναϊκών φρονημάτων είναι σίγουρα κενό. Η προϋπηρεσία του σε ΑΕΚ, ΠΑΟΚ και -ειδικά- Ολυμπιακό είναι η μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι ο Ντούσκο ούτε είχε αφίσα του Δομάζου πάνω απ' το κρεβάτι του ούτε θεωρούσε μέντορά του τον Βασίλη Δανιήλ και τον Πάκερτ. Το βιογραφικό του, από την άλλη, μαρτυρά κάτι άλλο: σε όποια ελληνική ομάδα και να δούλεψε ο Ντούσαν σήκωσε «κούπα». Τόσο μαθηματικά εξακριβωμένο, που σχεδόν νιώθεις την ανάγκη να παίξεις τα ρέστα σου και να υποθηκεύσεις το σπίτι σου στην κατάκτηση Κυπέλλου φέτος από τον Αρη. Αν το Αγιο Δισκοπότηρο για τον Παναθηναϊκό είναι οι τίτλοι, αν αυτό είναι που του λείπει περισσότερο απ’ όλα, η επιλογή μοιάζει ασφαλέστερη και από το «να βάλω κράνος ή στέκα στο κεφάλι για να βγω στην Εθνική με τη μηχανή;».
Επιλογή που είναι σίγουρο ότι θα τους ενώσει όλους, ούτως ή άλλως δεν υπάρχει άλλη -εκτός αν έρθει ο Μουρίνιο ή ο Λίπι. Οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα έχει πίστωση χρόνου που θα ισούται με την πρώτη, άντε δεύτερη γκέλα. Από κει και πέρα αρχίζουν οι γκρίνιες, οι μουρμούρες, τα «σήκω, φύγε, μυρωδιά» και τα άλλα χαριτωμένα που παραδοσιακά διαδραματίζονται άνωθεν του πάγκου. Αν λοιπόν έρθει, έστω και με αρκετά χρόνια καθυστέρηση, ο Ντούσαν και η άφιξή του συνοδευτεί με «κούπες», είναι ένα πράγμα. Αν συνδυαστεί και με χτίσιμο ομάδας, είναι ένα δεύτερο, ακόμα καλύτερο. Ας τα κάνει όλα αυτά και δεν θα πειράξουν κανέναν ούτε οι φτωχές ευρωπαϊκές του επιτυχίες, ούτε το δύσθυμο του χαρακτήρα του, ούτε οι «κόκκινοι» άμεσοι συνεργάτες του. Αν βάλει τα σωστά θεμέλια μιας ταλαντούχας γενιάς, η οποία κινδυνεύει να πνιγεί στα αφιλόξενα και φουρτουνιασμένα νερά της αμφισβήτησης, ας έρθει κάποια στιγμή ο επόμενος για να την πάει ένα βήμα παρακάτω.