Με αφορμή την έφοδο των αγγλικών αστυνομικών και φορολογικών αρχών στα γραφεία της Μπέρμιγχαμ Σίτι και τις συλλήψεις των διευθυντών της ομάδας για φορολογικές παραβάσεις, κάτι που δεν έχει συμβεί ακόμα στο δικό μας πεντακάθαρο πρωτάθλημα, βεβαιώνομαι για κάτι που πολλές φορές έχω συζητήσει με τον Σωτηρακόπουλο. Οτι το αγγλικό πρωτάθλημα είναι το πρωτάθλημα των μεγαλύτερων αντιφάσεων σε όλη την Ευρώπη. Εκεί που συναντά κάποιος ομάδες με υποδειγματική επιχειρηματική λειτουργία, όπως η Αρσεναλ και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, βλέπει και ομάδες με διοικητικά προβλήματα, όπως η Λίβερπουλ, να πρωταγωνιστούν στο Τσάμπιονς Λιγκ.
Παράλληλα, το πρωτάθλημα, που έχει 8 από τις 20 πλουσιότερες ομάδες του κόσμου, έχει πάμπολλες ομάδες με τεράστια ελλείμματα και οικονομικά προβλήματα. Σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη οι τιμές πώλησης των τηλεοπτικών δικαιωμάτων κινούνται μέσα σε λογικά πλαίσια -όσο λογικά μπορούν να χαρακτηριστούν σε μία άναρχη αγορά. Στην Αγγλία έχουν εκτοξευθεί στη στρατόσφαιρα.
Εκεί που δοξάστηκε ο χουλιγκανισμός, τα γήπεδα πλέον θυμίζουν θέατρα, αλλά το βρετανικό Υπουργείο Εσωτερικών κάνει λόγο για την αυξητική τάση ενός νέου τύπου χουλιγκανισμού με ρατσιστικά και εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Την ίδια στιγμή οι ομάδες κάνουν τα πάντα για την καταπολέμηση της βίας και δεν μεταθέτουν τις ευθύνες στο κράτος. Στην Αγγλία, τη χώρα με τη μακρύτερη δημοκρατική παράδοση κοινοβουλευτισμού και προστασίας των ατομικών ελευθεριών (θυμηθείτε τη Magna Carta επί Ιωάννη του Ακτήμονα του Γ!), έχουν υιοθετηθεί νόμοι για την καταπολέμηση του χουλιγκανισμού με σοβαρά προβλήματα συνταγματικότητας.
Στην Αγγλία, τη χώρα που αγωνίζονται οι περισσότεροι έγχρωμοι ποδοσφαιριστές μετά τη Γαλλία, παρουσιάζεται ο μεγαλύτερος αριθμός περιστατικών ρατσιστικής συμπεριφοράς. Στην Αγγλία, τη χώρα που οι ομάδες έχουν τη δυνατότητα εισαγωγής στο χρηματιστήριο -και μιλώ για ένα χρηματιστήριο με αυστηρούς κανόνες λειτουργίας όπως του Λονδίνου, τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή κεφαλαιαγορά- το σύστημα είναι τόσο «ανοικτό» που επιτρέπει σε ένα Ρώσο, όπως ο Αμπράμοβιτς, να ξεπλένει τα χρήματα που απέκτησε επί Γέλτσιν από τη μεγάλη κλοπή των περιουσιακών στοιχείων της παλιάς Σοβιετικής Ενωσης.
Στη χώρα που έγινε ο πρώτος «γάμος» της συνδρομητικής τηλεόρασης με το ποδόσφαιρο, δώδεκα χρόνια μετά, τα γήπεδα αντί να αδειάζουν λόγω των πολλών τηλεοπτικών μεταδόσεων, γέμισαν. Τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του ποδοσφαίρου που παίζεται στην Αγγλία -αν εξαιρέσει κάποιος τη Μάντσεστερ, την Αρσεναλ, την Τσέλσι και τη Λίβερπουλ- μπορούν να προκαλέσουν αλλεπάλληλα χασμουρητά. Παρ' όλα αυτά το πρωτάθλημα της Πρέμιερσιπ το βλέπουν περισσότερες από 190 χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο.
Στην Αγγλία, τη χώρα που ο σχολικός αθλητισμός έχει βαθιές ρίζες, το αθλητικό σχολείο έχει ζωή 70 χρόνων και οι ομάδες υποστηρίζουν τα τμήματα υποδομής, το 58% των χρημάτων που ξοδεύονται για μεταγραφές κατευθύνεται στο εξωτερικό για την απόκτηση -συχνά- ποδοσφαιριστών αμφιβόλου αξίας. Η χώρα που γέννησε το ποδόσφαιρο και διαμόρφωσε σχεδόν όλους τους κανόνες με βάση τους οποίους παίζεται το παιχνίδι, σε επίπεδο εθνικής ομάδας δεν έχει να παρουσιάσει τίποτε καλύτερο από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Στη χώρα που -κατά γενική ομολογία- διεξάγεται το πιο σκληρό πρωτάθλημα της Ευρώπης και αγωνίζονται μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, το πλαίσιο καταπολέμησης του ντόπινγκ είναι αδικαιολόγητα χαλαρό και οι έλεγχοι ντόπινγκ στους ποδοσφαιριστές είναι ελάχιστοι σε σχέση με άλλα πρωταθλήματα.
Στη χώρα που λειτουργούν θεσμοί, όπως ο συνήγορος του φίλαθλου και η πανίσχυρη επιτροπή ανταγωνισμού του Υπουργείου Εμπορίου, υπάρχει μεγάλης έκτασης διαφθορά, για την οποία όλοι κάνουν τα στραβά μάτια. Στη χώρα που παίζεται το πιο δημοφιλές πρωτάθλημα του κόσμου, η εθνική Αγγλίας έχει πρόβλημα στελέχωσης. Μπορούμε να συνεχίσουμε και με αρκετά άλλα παραδείγματα, αλλά θα αρκεστώ στην αναφορά του μεγαλύτερου πλεονεκτήματος των Αγγλων. Γνωρίζουν καλύτερα από οποιονδήποτε πώς να προβάλλουν τις καλές πλευρές του προϊόντος τους και να αποσιωπούν τις «σκοτεινές».
Το μεγαλύτερο πρόγραμμα ντόπινγκ της ιστορίας
Σύμφωνα με τα στοιχεία που βρέθηκαν στα αρχεία της Stazi και τα οποία παρουσιάστηκαν το 1995-96 στη γερμανική Βουλή, το επιστημονικό πρόγραμμα ντόπινγκ της πρώην Ανατολικής Γερμανίας άρχισε το 1966 και σ' αυτό απασχολήθηκαν εκατοντάδες φυσικοί, χημικοί, γιατροί, μικροβιολόγοι, γυμναστές με σκοπό να δημιουργήσουν υπεραθλητές και υπεραθλήτριες.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, μόνο στην πρώην Ανατολική Γερμανία 20.000 αθλητές είχαν ενταχθεί στα αθλητικά προγράμματα ανάπτυξης και η συντριπτική τους πλειονότητα αγνοούσε ότι είχαν μεταμορφωθεί σε πειραματόζωα. Ολα τα επίσημα έγγραφα του προγράμματος επιστημονικής φαρμακευτικής υποστήριξης, το οποίο είχε την κωδική ονομασία «Ερευνητικό Πρόγραμμα 08», είχαν διαβαθμιστεί ως άκρως απόρρητα και σ' αυτά είχαν πρόσβαση ελάχιστα άτομα. Ο έλεγχος των ντοκουμέντων και του προγράμματος ήταν αποκλειστική ευθύνη της Stazi.
Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου τον Νοέμβριο του '89 και την πολιτική στροφή («die Wende») στην πρώην Ανατολική Γερμανία, διέρρευσαν σε ορισμένες δυτικοευρωπαϊκές εφημερίδες πληροφορίες γι' αυτό το πρόγραμμα ντόπινγκ της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και τότε άρχισε η εκτεταμένη καταστροφή εγγράφων και στοιχείων που αφορούσαν το πρόγραμμα. Παρά την εκτεταμένη καταστροφή, στις αρχές του 1991 βρέθηκαν στην ιατρική ακαδημία του λαϊκού στρατού, στην περιοχή Bad Saarow στο ανατολικό Βερολίνο, πολλά στρατιωτικά και ιατρικά έγγραφα και εκθέσεις που παρουσίαζαν την πορεία και τα αποτελέσματα του προγράμματος, το οποίο είχε διάρκεια σχεδόν 30 χρόνια. Τα περισσότερα από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνταν εκτεταμένα -και έβλαψαν ανεπανόρθωτα την υγεία αθλητών που μετείχαν στο κυβερνητικό αυτό πρόγραμμα- είχαν αναπτυχθεί στο Ερευνητικό Ινστιτούτο για τη Φυσική Ανάπτυξη και τον Αθλητισμό, που είχε την έδρα του στη Λειψία, και στο Κεντρικό Ινστιτούτο Μικροβιολογίας και Πειραματικών θεραπειών (ΖΙΜΕΤ) που βρισκόταν στην Ιένα.
Το κύριο βάρος της κατασκευής των φαρμάκων είχε αναλάβει η κρατική φαρμακοβιομηχανία VEB Jenapharm. Οι επιπτώσεις της μεθοδικής χορήγησης των φαρμάκων έγινε γρήγορα φανερή στον φαινότυπο, ιδίως των αθλητριών. Σε ορισμένα από τα έγγραφα αναφέρονται κάποιες «ανεπιθύμητες παρενέργειες σε νεαρά άτομα», που οι ειδικοί πιθανολογούν ότι αφορούν θανάτους. Το ντόπινγκ φυσικά δεν περιορίστηκε μόνο στον στίβο, αλλά και στο ποδόσφαιρο, όπως αποκάλυψε και ένα εκτεταμένο ρεπορτάζ του γερμανικού περιοδικού «Der Spiegel» πριν από τέσσερα χρόνια, αλλά σε μικρότερη έκταση.