Hταν λογικό να στραφούν τα τελευταία χρόνια οι δύο κορυφαίες ελληνικές ομάδες του μπάσκετ στη λιθουανική αγορά. Σαν «άσος» του 1,05 έμοιαζε. Οι πρωτοκλασάτοι Λιθουανοί είναι παίκτες με προσωπικότητα, κομμάτια μιας εθνικής ομάδας που τη χάζευες και δεν τη χόρταινες, αστέρια που τραβούσαν το ενδιαφέρον των ομάδων του ΝΒΑ, που έδειχναν ικανοί να υποτάξουν το «εγώ» τους στην υπηρεσία του «εμείς».

Ο Παναθηναϊκός πέρυσι πόνταρε πολλά στον Σισκάουσκας και τον Γιαβτόκας. Ο Ολυμπιακός στον Μασιγιάουσκας. Φέτος «κονταροχτυπήθηκαν» για τα «χρυσά» χέρια του Γιασικεβίτσιους, με νικητή τον Παναθηναϊκό. Νικητή μόνο στο πρεστίζ ή στην εγχώρια αγορά (ως τώρα τουλάχιστον με το Κύπελλο και βλέπουμε), αλλά ηττημένο στην Ευρωλίγκα. Εκεί που από την κόντρα των «αιωνίων» νικήτρια βγήκε η... ΤΣΣΚΑ, που πήρε τον Σισκάουσκας χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Στις παράπλευρες απώλειες βάλτε και τον Ολυμπιακό πλέον, που ένιωσε -για μια ακόμα φορά μετά τα περσινά πλέι οφ- τον νόμο του «Σίσκα».

Από τους τέσσερις Λιθουανούς –Γιαβτόκας, Μασιγιάουσκας, Γιασικεβίτσιους και Σισκάουσκας– ο τελευταίος ήταν ο λιγότερο προβεβλημένος. Ο λιγότερο σταρ. Ο καθόλου ΝΒΑer άρα και ο λιγότερο καλοπληρωμένος. Στο επίπεδο προσφοράς, όμως, προσαρμοστικότητας και χρησιμότητας θέλει και τους τρεις τους για κολατσιό. Ο Γιαβτόκας ήταν το πιο όμορφο και λεβέντικο 1,5 εκατ. ευρώ που κόσμησε ποτέ τον πάγκο και τις εξέδρες του ΟΑΚΑ. Ο «Μάτσε» είχε την ατυχία του σοβαρού τραυματισμού πέρυσι και τις σχετικές ταλαιπωρίες φέτος, αλλά και όταν ήταν υγιής ποτέ δεν είχε τη σταθερότητα που περίμενες από έναν παίκτη της κλάσης και του συμβολαίου του. Σε έναν Ολυμπιακό του Γιαννάκη πλέον, ήδη ο Γκριρ είναι μια πολυτέλεια και μια υπέρβαση για τη φιλοσοφία του κόουτς.

Δύσκολα χωράει και μια δεύτερη παρόμοια. Ο Σάρας δεν κατάφερε ποτέ φέτος να γυρίσει με τις τρέλες του ένα παιχνίδι που στράβωνε για τον Παναθηναϊκό –έπαιζε καλά στα παιχνίδια που όλη η ομάδα έπαιζε έτσι. Και τελικά κανείς δεν έχει καταλάβει απόλυτα, αν με τις γκρίνιες του προς τους διαιτητές και τις νουθεσίες του προς τους συμπαίκτες προσθέτει περισσότερη θετική ή αρνητική ενέργεια στο παρκέ.

Ο Σισκάουσκας τα βάζει από μακριά κι από κοντά. Παίζει άμυνα. Παίρνει ριμπάουντ. Δεν μασάει να πάρει την κρίσιμη επίθεση, δεν χαμπαριάζει από «μπάλες που καίνε» ή «ζυγίζουν 100 κιλά». Σηκώνει βάρη και δεν κλατάρει. Πολύ δυνατό σκαρί για να τον μαρκάρει «τριάρι».

Πολύ bomber για να τον κυνηγάει στην περιφέρεια «τεσσάρι». Ο MVP στο ΣΕΦ ήταν ο Σισκάουσκας, που έβαζε τα σουτ με τα δύο χέρια του αντιπάλου να τον «χαϊδεύουν» και το χνώτο του στη μύτη του. Σκεφτείτε κάτι πολύ απλό: το αφεντικό της ΤΣΣΚΑ είχε και έχει τα χρήματα να αγοράσει όποιον θέλει. Τον «Μάτσε» ή τον Σάρας. Ή και τους δύο, αν γούσταρε. Επέλεξε, όμως, σε συνεννόηση με τον Μεσίνα, να πάρει τον Σισκάουσκας. Δεν σας λέει κάτι αυτό; Φαντάζομαι πως αν ο Ομπράντοβιτς μετά τον αποκλεισμό από την Παρτίζαν ένιωθε την ανάγκη να πει κι άλλες μεγάλες αλήθειες, δεν θα μίλαγε απλώς για την απουσία του Τσαρτσαρή και πόσο στοίχισε.

Θα μίλαγε και για την έλλειψη του Σισκάουσκας και πως το «δύο στην τιμή του ενός» (Περπέρογλου και Ουίνστον) είναι καλό διαφημιστικό σλόγκαν, όχι όμως πάντοτε η καλύτερη λύση. Ισως να αναρωτιόταν μάλιστα, έστω και ετεροχρονισμένα, για ποιο λόγο μια τόσο εύρωστη και επιφανής ομάδα σαν τον Παναθηναϊκό, να βάζει ρήτρες –μικρές ή μικρομέγαλες– στα συμβόλαια παικτών του, όχι με προορισμό το American Dream, αλλά τις άμεσα ανταγωνιστικές ευρωπαϊκές ομάδες. Ελπίζω τουλάχιστον το πάθημα αυτό να έγινε μάθημα σε όλους για το μέλλον.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube