Από την «Αγρια Συμμορία» του Πέκινπα μέχρι την περσινή άγρια συμμορία του Ολυμπιακού, έχω μια αδυναμία στις ιστορίες για ομάδες ανδρών που στο τέλος μιας εποχής αποφασίζουν να κάνουν ένα ηρωικό last stand. Αλλοι παίρνουν το πρωτάθλημα, όπως ο Ολυμπιακός πέρυσι, άλλοι σπρώχνουνε μαργαρίτες, όπως η «Αγρια Συμμορία» στην ταινία του Πέκινπα, αλλά το δράμα υπάρχει. Το συχνά χαριτωμένο δράμα των μεγαλύτερων ανθρώπων, που ποτέ δεν προσαρμόστηκαν στην τεχνολογία και πιάνουν στο χέρι το τηλεκοντρόλ σαν χειροβομβίδα, μέχρι το πραγματικό δράμα της μοναξιάς αυτών που δεν βρίσκουν να μιλήσουν στη γλώσσα της εποχής τους. Οσοι είδανε ή όσοι θα δούνε το «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» ας το σκεφτούν με αυτή την προοπτική. Η κακή μετάφραση του τίτλου «No country for old men», που θα έπρεπε να μεταφραστεί «Οχι τόπος για τους γέρους», δεν βοήθησε στην κατανόηση του νοήματος της ταινίας. Οπου απλώς ο Τόμι Λι Τζόουνς, σε μια από τις χειρότερες ερμηνείες της καριέρας του, αναπολεί τις παλιές εποχές, που οι σερίφηδες του Νότιου Τέξας μπορούσαν να τηρούν την τάξη χωρίς περίστροφο, όταν στις αρχές του '80 για να σταματήσει τον Χαβιέ Μπαρδέμ θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει πυρηνικά.
Το πόσο παρήγορο είναι η βία να παραμένει ίδια, το διαπίστωνα βλέποντας το βίντεο από τα επεισόδια της πορείας, όπως προβλήθηκαν στο BBC. Οι κλασικοί αναρχοαυτόνομοι –ναι, ξέρω θα βγει ένας καθηγητής πολυτεχνείου της Θεσσαλονίκης και θα πει ότι τους είδε να κατεβαίνουν από λεωφορείο των ΜΑΤ– πετάγανε τις πέτρες μπροστά από τη «Μεγάλη Βρετάννια», μαζί με την περιστασιακή Μολότοφ για να υπάρχει και glamour. Οι κλασικοί ΜΑΤατζήδες από την πλευρά του Αγνωστου έριχναν το υποχρεωτικό δακρυγόνο. Και μέσα στην ατμόσφαιρα της αρμονίας ένας ΜΑΤατζής πετάγεται ηρωικά και μπαίνει στο no man’s land. Σκύβει και μαζεύει κάτι. Τι να είναι; Η φωτογραφία της αρραβωνιαστικιάς του; Τα εικόνισμα που του έδωσε η δόλια του η μάνα πριν εγκαταλείψει το χωριό για την Αθήνα; Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ενα εξάρτημα από αυτά που κουβάλαγε.
Οσο υπάρχουν δημόσιοι υπάλληλοι που αψηφούν τον κίνδυνο για να σώσουν κάποιο εξάρτημα πριν τους το χρεώσει η υπηρεσία σε αυτή τη χώρα, υπάρχει ελπίδα ότι δεν θα γίνει Νότιο Τέξας. Εβλεπες τον ΜΑΤατζή να τρέχει και έβλεπες την αγωνία στην κίνησή του. «Αϊντε με τους μαλάκες που μπλεχτήκαμε να το χάσω και να μου το χρεώνουν». Ακουγες τις κραυγές των αναρχοαυτόνομων «Μαλάκες, πετάτε εδώ τα δακρυγόνα και ο αέρας είναι προς τα εσάς» και ένιωθες την ανθρωπιά. Και η πρότασή μου είναι: δεν θα μπορούσαμε την επέτειο της 25ης Μαρτίου να βάζουμε ΜΑΤατζήδες και αναρχοαυτόνομους να παρελαύνουν, με την παρέλαση να την κλείνουν οι χοντροκώλες του Ελευθεράτου;
Hταν σίγουρος ότι προσποιούμουν ότι δεν το ξέρω. Μα πώς ήταν δυνατόν να μην το ξέρω, όταν το ήξεραν όλοι οι περιπτεράδες, όλοι όσοι λιαζόντουσαν στον πεζόδρομο της πλατείας του Χαλανδρίου και οι επίλεκτοι θαμώνες του «Jimmy’s» στη Βαλαωρίτου; Πώς ήταν δυνατόν να μην ξέρω ότι ο Πηλαδάκης, ο Δώνης, ο Κωνστάντος και ο Κοτσόλης είχαν στήσει το ματς με τον Θρασύβουλο, για να πάρουν τα λεφτά από το στοίχημα; Επίσης πώς ήταν δυνατόν κανένας από όσους το ήξεραν να μην είχε παίξει «διπλό» το ματς στο Αλκαζάρ; Η απάντηση είναι εύκολη: γιατί όλοι ανακάλυψαν ότι το ματς είναι στημένο μετά το σφύριγμα της λήξης. Εκ του αποτελέσματος. «Αφού κέρδισε ο Θρασύβουλος, πάει να πει ότι ματς έχει στηθεί». Με αυτή τη λογική, όμως, υπάρχει και αντίλογος...
1) Πόσα χρήματα μπορούσαν να βγάλουν αυτοί που υποτίθεται έστησαν το ματς; Κανένας δεν σκέφτεται ότι στα «μπουκάδικα» που παίρνουν τέτοια ματς το ποντάρισμα στο αουτσάιντερ είναι ιδιαίτερα περιορισμένο. Το «διπλό» του Θρασύβουλου δινόταν κάπου ανάμεσα στο 12 και το 13. Είναι απίθανο οι μπουκ που το έδιναν να έπαιρναν πάνω από πεντακοσάρικο σε μια κάρτα. Αρα για να πάρουν 100 χιλιάρικα αυτοί που το είχαν στήσει, θα έπρεπε να παίξουν το ματς με 15 διαφορετικές κάρτες στο μαξ του πονταρίσματος. Αν νομίζετε ότι με μαξ πονταρίσματα σε ένα αουτσάιντερ τα κομπιούτερ των μπουκ δεν θα χτύπαγαν κόκκινα, είσαστε από αυτούς που επίσης νομίζουν ότι ο κάθε Λάκης που διαβάζει μια στοιχηματατζίδικη εφημερίδα μπορεί να ζήσει από τα χρήματα των μπουκ.
2) Η δεύτερη δυσκολία στο να στηθεί ένα ματς είναι το πόσοι θα γνωρίζουν το κόλπο. Κάτω από δύο παίκτες και τον προπονητή δεν υπάρχει περίπτωση να στηθεί αγώνας. Τρεις εκτός διοίκησης το ξέρουν. Αφού, λοιπόν, την κάνουν τη λαδιά δεν θα ποντάρουν και οι ίδιοι τον οβολό τους; Οπότε με το ποντάρισμά τους δεν θα κάνουν τους συναγερμούς των μπουκ να χτυπήσουν ακόμα πιο σύντομα, οπότε και οι παράγοντες θα βγάλουν λιγότερα από το κατοστάρικο;
3) Η τρίτη δυσκολία στο να στήσει μια διοίκηση ένα ματς είναι το ρίσκο της αποκάλυψης. Οχι μόνο αμέσως μετά το ματς, αλλά στον αιώνα τον άπαντα, διότι εάν η κατάσταση στραβώσει, οι παίκτες που είχαν μπλεχτεί θα τα πουν όλα για να γλιτώσουν το τομάρι τους.
4) Τέταρτη και τελευταία παράμετρος που κάνει το στήσιμο απίθανο: πόσα, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, θα μπορούσε να βγάλει η διοίκηση της Λάρισας, αν έστηνε το ματς; Θέλετε να έβγαζε ολόκληρο το κατοστάρικο; Να το κάνω διακοσάρι, να είσαστε ευχαριστημένοι; Και πόσα θα έβγαζε από εισιτήρια, τηλεοπτικά, μπόνους χορηγών και όποιο άλλο έσοδο, αν είχε προκριθεί στον επόμενο γύρο; Με τον Ολυμπιακό αντίπαλο νομίζω περισσότερα. Εκτός του ότι θα διατηρούσε τις ελπίδες για κατάκτηση του Κυπέλλου και τη δυναμική του Κυπελλούχου στις χορηγίες, εκτός των οπαδών που θα ήταν ευχαριστημένοι. Στο σκεπτικό δεν συμπεριλαμβάνω το νταβαντούρι, που καταλαβαίνω ότι χρειάζεται για να στήσεις ένα ματς, και το ρίσκο ότι μπορείς να αποκαλυφθείς, αλλά τη ρετσινιά την έχεις σίγουρη.
Βάλτε κάτω τα νούμερα και αν μπορείτε να στήσετε το ματς και με τα χρήματα που κονομήσατε να αγοράσετε πάνω από ένα μεταχειρισμένο Cayenne, θα είναι έκπληξη. Αν μια μέρα δείτε στον δρόμο ένα μεταχειρισμένο Cayenne, με οδηγό τον Πηλαδάκη, συνοδηγό τον Δώνη και πίσω να στριμώχνονται ο Κωνστάντος με δυο–τρεις παίκτες, στείλτε μου μήνυμα να το επισημάνω στην ΟΥΕΦΑ. Μέχρι τότε, επιτρέψτε μου να θεωρώ τις φήμες για στήσιμο στο Αλκαζάρ παπαριές καμαρωτές.
Το επόμενο ερώτημα φυσικά είναι αν υπάρχουν αποτελέσματα που να είναι ύποπτα. Φυσικά υπάρχουν και χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες.
Πρώτον, στα ματς που και οι δύο ευνοούνται. Τα ματς που με το να τα στήσουν οι παίκτες και οι δύο ομάδες ευνοούνται. Σπάνιο, αλλά όταν συμβαίνει είναι κραχτό. Παράδειγμα το ματς Δανίας – Σουηδίας στο Ευρωπαϊκό, που και οι δύο ομάδες προχωρούσαν με ισοπαλία 2-2. Και, ω του θαύματος, ήρθε 2-2, με τους μπουκ να το έχουν τόσο σίγουρο, που πριν «κλειδώσει» το 2-2 είχε φτάσει στο 1.90.
Δεύτερον, τα ματς που ο ένας ευνοείται και ο άλλος είναι αδιάφορος. Ομάδες που οι διοικήσεις έχουν φιλική σχέση, η μία «καίγεται» για βαθμούς και η άλλη δεν πάει για τίποτα. Το μήνυμα «δεν σκοτωνόμαστε να κερδίσουμε» περνάει στον προπονητή, που με τη σειρά του φτιάχνει μια ενδεκάδα που δεν σκοτώνεται να κερδίσει.
Τα πιο ύποπτα, όμως, ματς είναι δύο κατηγοριών: τα ματς που το σύστημα δεν είναι ενοχικό. Παράδειγμα, τα ματς του μπάσκετ που παίζει η διαφορά και ο παίκτης δεν έχει ενοχές αντί η ομάδα του να κερδίσει με 10 πόντους, να κερδίσει με 8 και το ίδιο μπορεί να νιώθει και ο προπονητής που κανένας δεν μπορεί να του ζητήσει λογαριασμό γιατί έβαλε αναπληρωματικούς με τη νίκη εξασφαλισμένη. Η δεύτερη κατηγορία είναι των ματς στα οποία έχει παιχτεί χοντρά, όχι το αποτέλεσμα, αλλά η εξέλιξη. Για παράδειγμα, μπορώ να καταλάβω έναν παίκτη που βρήκε ελκυστικό το ποντάρισμα του «διπλού» στο ματς με τον Θρασύβουλο. Αν όμως ο ίδιος παίκτης και μερικές δεκάδες ακόμα έχουν παίξει «Χ-1» με πρώτο γκολ του Μπαριέντος και σκορ 1-3, ας μου επιτραπεί να πιστεύω ότι ο τελευταίος που θα μπορούσε να το ποντάρει ήταν ο Ιερεμίας. Μετά τον «Τζέρεμι» ουδείς μετά Χριστόν προφήτης.
H αρχή μου σε ό,τι ακούω είναι το «Θα μπορούσε αυτός να ξέρει κάτι παραπάνω από τον κοινό άνθρωπο γι' αυτό που μου μιλάει;». Και αν καταλήξω σε αρνητικό συμπέρασμα, η επόμενή μου ερώτηση είναι «από πού, εσύ, το άκουσες;». Ισχύει από τα στημένα ματς μέχρι το ανύπαρκτο πυρηνικό οπλοστάσιο του Σαντάμ. Ο,τι και να σου πουν σε τέτοιες ιστορίες, αποκλείεται να είναι πρώτο χέρι πληροφόρηση. Σου λένε το πρώτο χέρι και αν σε πείθει, έχει καλώς. Αν είναι «Τι ρωτάς; Αφού όλοι το ξέρουνε», το καταγράφεις στον κατάλογο με τις ημερήσιες παπαριές και εύχεσαι good day.