«Πνίξε τον κόκορα για να φοβηθεί ο πίθηκος». Με αυτήν τη φράση απάντησε κάποτε ο Ντεγκ Χσιάο Πινγκ, τέως ηγέτης της Κίνας, όταν τον ρώτησαν γιατί στη χώρα του έχουν θεσπιστεί ποινές -συμπεριλαμβανομένης της θανατικής- υπέρμετρα σκληρές, δυσανάλογες των αδικημάτων που τις επισύρουν.
Εχω την εντύπωση πως (όπου και όταν υφίστανται) τέτοια αβυσσαλέα χάσματα ανάμεσα στις ποινές και στα αδικήματα υπηρετούν περισσότερο κάποιο εξουσιαστικό «τελετουργικό», παρά την προσδοκία της αποτροπής σοβαρότερων αδικημάτων. Αν πνίξεις τον κόκορα δεν θα τρομοκρατήσεις τον πίθηκο, ο οποίος ούτως ή άλλως νιώθει -και είναι- ικανότερος. Το πολύ πολύ να τον καταστήσεις περισσότερο προσεκτικό, αν υποθέσουμε πως κάτι κακό σχεδιάζει.
Ιδού η παραπλήσια ιδέα: εξοντώνω τον κόκορα για να μην εξελιχθεί, ο ίδιος, σε επικίνδυνο πίθηκο.
Πρόκειται για την αντίληψη, σύμφωνα με την οποία κάθε μικροπαραβάτης πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν «Αλ Καπόνε στο παρατέταρτο». Στην ιδέα αυτή βασίστηκε το δόγμα της «μηδενικής ανοχής» του Ρούντολφ Τζουλιάνι, τέως δημάρχου της Νέας Υόρκης. Επί Τζουλιάνι στη Ν. Υόρκη αντιμετωπιζόσουν, όντως, σαν εκκολαπτόμενος εγκληματίας, ακόμη κι αν ήσουν, απλώς, νεαρός που έκανε «γκράφιτι» ή οδηγός ποδηλάτου το οποίο δεν διέθετε κουδούνι. H κακομεταχείριση πολιτών και κυρίως μεταναστών στα αστυνομικά τμήματα «χτύπησε κόκκινο». Η νεοϋρκέζικη, αχαλίνωτη «Police Brutality» συζητήθηκε διεθνώς τον Φεβρουάριο του 1999, όταν μία αστυνομική περίπολος «γάζωσε» με 41 σφαίρες τον Αφρικανό μετανάστη Αμάντου Ντιάλο. Ανευ λόγου και αιτίας. Οι αστυνομικοί αθωώθηκαν.
Η υπόθεση Ντιάλο έγινε αρνητικό σύμβολο του δόγματος της «μηδενικής ανοχής», όπως και κίνητρο του Μπρους Σπρίνγκστιν να μετατρέψει την οργή του σε τραγούδι. To «American Scin- 41 Shots». Το παραμύθι, ωστόσο, διατυμπανίστηκε για τα καλά στη δύση των '90ς: «Κυρίες και κύριοι, έστω και με ακρότητες, η μηδενική ανοχή πέτυχε τον στόχο της. Τα στοιχεία της περιόδου 1996-98 πιστοποιούν ότι στη Ν. Υόρκη οι εγκληματικές πράξεις μειώθηκαν». Ναι, είχαν μειωθεί. Συνιστούσε αυτό θρίαμβο της «μηδενικής ανοχής»; Οπως θα έγραφε κι ο Πανούτσος, «παπαριές καμαρωτές»! Διότι πανομοιότυπη πτωτική τάση, κατά την ίδια περίοδο, σημείωσε η εγκληματικότητα σχεδόν σε όλες τις αμερικανικές πολιτείες, συμπεριλαμβανομένων και όσων δεν εφάρμοζαν τέτοια μέτρα. Α, ειρήσθω εν παρόδω, κάτι «φρέσκο»: ο Τζουλιάνι διεκδίκησε το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων για την προεδρία και απέτυχε παταγωδώς. Είδες, ρε Αντωνάκη, πόσο «φλωροφιλελεύθερη» έχει γίνει εσχάτως η εκλογική βάση των Ρεπουμπλικάνων;
Τη λένε «μηδενική ανοχή», αλλά προσόν της είναι ότι τιμωρεί και τη μηδενική… ενοχή. Θυμηθήκαμε το δόγμα Τζουλιάνι για κάποιο λόγο που άπτεται της εγχώριας επικαιρότητας: η πεμπτουσία του πρυτανεύει στη «λογική» των ποινών φυλάκισης που επιβάλλονται για ψύλλου πήδημα, στο όνομα της (εν προκειμένω ψευδεπίγραφης) «αντιμετώπισης της βίας στα γήπεδα». Ουδείς (νομοθέτης) είναι τόσο ανόητος, ώστε να πιστεύει ότι θα αποθαρρύνει ροπαλοφόρους και συμμορίες τύπου Λαυρίου η φυλάκιση κάποιου οπαδού, ο οποίος στην κερκίδα κράδαινε καπνογόνο ή εκείνο το -α λα πυγολαμπίδα- «παιδικό φωτιστικό» που συνήθως κοσμεί… τούρτες! Αντιθέτως, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ένας νεαρός κάτοχος «πυγολαμπίδας», ύστερα από ημέρες -όχι κατ’ ανάγκη μήνες- εξωφρενικά άδικου εγκλεισμού σε φυλακή, ίσως γίνει δεκτικός στα πάσης φύσεως κελεύσματα των συμμοριών. Για λόγους εν πολλοίς αυτονόητους.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι όλες αυτές οι περιπτώσεις συνθέτουν έναν προσχηματικό «πόλεμο εναντίον της βίας». Το προσχηματικό του πράγματος αδυνατούν να το συγκαλύψουν διάφορες σοφιστείες που κατά καιρούς ακούγονται. Οπως είναι απαράδεκτο να θεωρείται «καλώς καμωμένο» στο γήπεδο οτιδήποτε συνιστά αδίκημα εάν διαπραχθεί εκτός αυτού, έτσι ακριβώς δεν νοείται και το αντίθετο: η εφεύρεση «εγκλημάτων», εκεί που δεν υπάρχουν. «Μα ενίοτε χρειάζονται και ειδικοί κανόνες, για ειδικούς χώρους και ειδικές συνθήκες», θα πει κάποιος. Σωστά. Από πού και έως πού, όμως, οι ειδικοί κανονισμοί θα ανατρέψουν το γενικό «νομικό πολιτισμό»; Ειδικός κανονισμός σε ένα μαγαζί μπορεί να είναι η απαγόρευση του καπνίσματος. Εάν εσύ ανάψεις τσιγάρο, θα σου ζητήσουν να το σβήσεις. Εάν αρνηθείς, θα σου πουν να περάσεις έξω. Δεν πρόκειται όμως να κινδυνεύσεις να καταλήξεις στη… φυλακή επειδή παραβίασες τον «ειδικό κανονισμό» - εκτός αν «τουλουμιάσεις» στο ξύλο τον τύπο που σου είπε «σβήστε το τσιγάρο ή φύγετε».
Λογικά διάτρητη μεν, πολλαπλά «χρήσιμη» δε τούτη η προσχηματική συνιστώσα του «πολέμου εναντίον της βίας». Πρώτον, μοστράρεται ως αντιπερισπασμός: μαχαιρώθηκαν στη Λαυρίου; Μην ανησυχείτε, φυλακίστηκε ένας κάτοχος «πυγολαμπίδας»! Ως γνωστόν οι τρισκατάρατες «πυγολαμπίδες» φταίνε που «δεν επιστρέφουν οι οικογένειες στο γήπεδο» κι ας τις φωτογραφίζουν αφειδώς με τα κινητά πολλοί πατέρες και υιοί, από όσους βρίσκονται στις κερκίδες, όταν τις βλέπουν -έτσι, εφετζίδικες- στη διπλανή ή την απέναντι κερκίδα. Α, ως «ντοκουμέντο τρόμου» θα τις φωτογραφίζουν φαίνεται…
Δεύτερον, αυτό το «δήθεν» χρησιμεύει ως υποκατάστατο «έργου» και κομίζει φήμη: τον πολιτικό Ορφανό μπορεί να τον ξεχάσαμε ήδη, αλλά για τον ομώνυμο νόμο θα συζητάμε επί χρόνια. Λίγο το 'χετε; Τρίτον, δικαιολογεί την ύπαρξη -και το κόστος - ολόκληρης υποδομής: με τις οργανωμένες μετακινήσεις να έχουν απαγορευθεί, με τους αγώνες που «μυρίζουν μπαρούτι» να διεξάγονται παρόντων οπαδών -μόνο- των γηπεδούχων, το κέντρο βάρους των όποιων βιαιοπραγιών μεταφέρεται εκτός των γηπέδων. Τι διάολο, αργόμισθες θα γίνουν οι κάμερες και όλοι οι «συγγενείς» μηχανισμοί; «Βάρβαροι» πρέπει να υπάρχουν πάντοτε, παντού. Χρυσούς κανών.
«Βαρβαρότητα» είπα; Λοιπόν, η μέγιστη λεκτική βαρβαρότητα που έχει διαπράξει σε βάρος μου ο Πανούτσος έγκειται στον συκοφαντικό χαρακτηρισμό μου ως οπαδού της disco. Ποιος; Εγώ, που στο Λύκειο είχα «κόψει την καλημέρα» στα «τσινάρια». Αυτός ψεύδεται, εγώ όμως θα απαντήσω με αλήθειες για την παιδική του ηλικία. Θα σας αποκαλύψω πώς ακριβώς γεννήθηκε το «φαινόμενο Πανούτσος».
Κάποτε ο πατέρας του Αντώνη του είπε: «Παιδί μου, καλό είναι να ξέρω ποιο επάγγελμα θέλεις να ακολουθήσεις όταν μεγαλώσεις. Πάρε έναν κατάλογο με επαγγέλματα, σκέψου και πες μου». Τα επαγγέλματα ήταν γραμμένα κατ' αλφαβητική σειρά. Ο Αντώνης έδωσε γρήγορα την απάντησή του - άλλωστε ήξερε ήδη τις κλίσεις του: «Πατέρα, σημείωσε κάτι ανάμεσα σε Δεσμοφύλακα και Δικαστή». Αυτή ήταν η μοιραία παρεξήγηση. Ο Αντώνης εννοούσε ένα από τα δύο, αλλά ο πατέρας σημείωσε αυτό που βρισκόταν ανάμεσα στο «Δεσμοφύλακας» και το «Δικαστής». Ηταν το «Δημοσιογράφος». Μέγιστο κέρδος για τη δημοσιογραφία, ισόποση ανακούφιση για τους πάσης φύσεως παραβάτες και «παραβάτες».