Στην Ελλάδα, η στροφή στις ακαδημίες ή πιο σωστά στους νεαρούς ποδοσφαιριστές, μια και οι ακαδημίες στις περισσότερες ομάδες -ή σε όποιες από αυτές υπήρχαν- δεν λειτουργούσαν με σχέδιο, γίνεται μόνο όταν υπάρχει ανάγκη. Και ανάγκη υπάρχει όταν οι ομάδες αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και δεν έχουν χρήματα για μεταγραφές ή δεν διαθέτουν τους πόρους για την εξυπηρέτηση των συμβολαίων των ποδοσφαιριστών που θα ήθελαν.

Η οργανωμένη ένταξη ενός ταλέντου από τα φυτώρια στην αρχική 11άδα δεν είναι μία διαδικασία που θα συναντήσουμε στις ελληνικές ομάδες. Τουλάχιστον στις κορυφαίες. Λέγεται ότι η κάλυψη του 30% των θέσεων της ενδεκάδας μιας ομάδας από ποδοσφαιριστές που προέρχονται από τις ακαδημίες είναι ένα εξαιρετικό ποσοστό. Η μόνη ή, για να το γράψω καλύτερα, μία από τις δυσχέρειες της επίτευξης αυτής της ρήτρας αφορά τη δυσκολία να καταφέρει κάποιος να εντοπίσει και να συγκεντρώσει τόσο πολύ ταλέντο σε μία περιοχή.

Ειδικά στην Ευρώπη, όπου οι συνθήκες έχουν αλλάξει δραματικά τα τελευταία 25 χρόνια και οι πιτσιρικάδες πλέον ασχολούνται με περισσότερο ελκυστικά πράγματα, μια και το ποδόσφαιρο δεν είναι η μόνη διέξοδος. Ο Λίαμ Μπρέιντι, παλιός ποδοσφαιριστής της Αρσεναλ και τώρα υπεύθυνος των ακαδημιών, συχνά υποστηρίζει ότι είναι διαφορετικό πράγμα η λειτουργία μιας ποδοσφαιρικής ακαδημίας και άλλο πράγμα η πολιτική αναζήτησης νέων ταλέντων. Και επειδή οι ακαδημίες δεν μπορούν να παράγουν πάντα ποδοσφαιριστές ταλαντούχους και ώριμους για τη βασική 11άδα, υπάρχει το σκάουτινγκ που συμπληρώνει τα κενά. Ομως, σε όλη αυτή τη διαδικασία, αν εξαιρέσει κάποιος το οργανωτικό – οικονομικό κομμάτι, υπάρχει και ένα άλλο, λιγότερο διακριτό αλλά εξίσου σπουδαίο, που αφορά την ψυχολογική διαχείριση του ταλαντούχου νεαρού ποδοσφαιριστή. Μία ψυχολογική διαχείριση που θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στη μελλοντική του αγωνιστική ωρίμανση. Και εδώ είναι που χάνονται αρκετοί πιτσιρικάδες.

Ας έρθω και στην περίπτωση Νίνη. Δεν λέω. Είναι κομματάκι περίεργο. Να μη χρησιμοποιείται ο Νίνης. Βέβαια, έχουν προηγηθεί ορισμένα γεγονότα που έχουν τη σημασία τους (η περσινή καλή χρονιά, η κούραση, η εγχείρηση, η περίοδος επανένταξης που απαιτεί μεγάλη προσοχή), αλλά οι δηλώσεις του Πεσέιρο αφήνουν την υποψία ότι κάτι τρέχει. Μετά έρχονται και οι ψαγμένες «πληροφορίες» ότι η ΠΑΕ του προτείνει καινούργιο συμβόλαιο, αλλά επειδή ο μικρός δεν το υπογράφει, τιμωρείται με τον πάγκο. Ή κάτι άλλες, περισσότερο «ψαγμένες», που υποστηρίζουν ότι ο Πεσέιρο δεν τον πάει τον μικρό γιατί πάνε να του τον επιβάλουν φίλαθλοι και δημοσιογράφοι. Εντάξει, άλλα γι’ άλλα της Παρασκευής το γάλα, που έλεγε και η μακαρίτισσα η γιαγιά.

Η άποψή μου για τη χρησιμοποίηση ή όχι ενός ποδοσφαιριστή είναι μία άποψη, ας πούμε, περιθωρίου. Ο προπονητής έχει πάντα μία εικόνα πολύ πιο ολοκληρωμένη για την κατάσταση ενός ποδοσφαιριστή, την αγωνιστική και την ψυχολογική που εμείς δεν έχουμε, οπότε μπορεί να κρίνει και ασφαλέστερα. Σε ό,τι αφορά την αγωνιστική του αξία -και όχι μόνο του Νίνη- δεν χρειάζεται η αυθεντία του προπονητή να την επιβεβαιώσει. Μάτια έχουμε και τα βασικά από μπάλα γνωρίζουμε. Υπάρχει, φυσικά, η αίρεση του αγωνιστικού συστήματος στο οποίο μπορεί να «χωράει» ή να «μη χωράει» ένας ποδοσφαιριστής. Ε, δεν νομίζω ότι η επίκληση αυτής της δικαιολογίας στέκει. Δεν νομίζω άλλωστε να την επικαλέστηκε ο Πεσέιρο. Η γκρίνια και η απορία για τη μη χρησιμοποίηση του μικρού έχουν να κάνουν με τη συμπερίληψή του στη βασική 11άδα του παιχνιδιού με τον Ατρόμητο και την «εξαφάνισή» του μετά. Αν δεν υπάρχει κάτι στην αγωνιστική και ψυχολογική κατάσταση του μικρού που να τον καθιστά μη επιλέξιμο, τότε υποθέτω ότι ο Πεσέιρο, ως προπονητής που έχει την ευθύνη και τη γνώση της διαχείρισης ενός τόσο σπάνιου ταλέντου, κάνει ό,τι επιβάλλει η ορθή ψυχολογική διαχείριση του μικρού.

Οι υπόλοιποι δεν έχουμε παρά να περιμένουμε την αγωνιστική ώρα του μικρού ή και να -όσοι το κάνουμε- ανησυχούμε για τον κίνδυνο ένα τέτοιο ταλέντο να πάει στράφι. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, η διοίκηση θα ευθύνεται εξίσου -αν όχι περισσότερο- από τον προπονητή.

Οι φτωχοί και ο Γκαργκάνας

Πριν κουραζόμουν. Τώρα, όποτε ακούω τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, κ. Γκαργκάνα, να αναμασά την ανοησία περί της ευθύνης των εργαζομένων στην άνοδο του πληθωρισμού και την ακρίβεια, οργίζομαι. Γιατί, ως φαίνεται, ο κ. Γκαργκάνας προσπαθεί να μας πείσει ότι η άνοια είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό των εκπροσώπων της τρίτης ηλικίας, που μάλιστα -παρά το γεγονός ότι θα έπρεπε να είχαν συνταξιοδοτηθεί- συνεχίζουν να κρατούν μία θέση εργασίας και να αμείβονται γι’ αυτήν με 18 χιλιάδες ευρώ το μήνα.

Προχθές, διάβαζα στην «Καθημερινή» μία ανταπόκριση του Κωνσταντίνου Καλλέργη από τις Βρυξέλλες, την οποία μάλλον δεν διάβασε ο κ. Γκαργκάνας ίσως γιατί σε τέτοιου είδους ειδήσεις έχει αλλεργία. Σύμφωνα λοιπόν με την ανταπόκριση, τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν πως η Ελλάδα είναι πρώτη στην Ευρώπη σε ποσοστό εργαζόμενων φτωχών, δεύτερη μετά τη Λετονία σε συνολικό ποσοστό φτώχειας και τελευταία όλων στην αντιμετώπιση της φτώχειας από το λεγόμενο κράτος πρόνοιας. Συγκεκριμένα, με βάση τα τελευταία ολοκληρωμένα στοιχεία, τα οποία αφορούν το 2006, περίπου το ένα πέμπτο του ελληνικού πληθυσμού (21%) ζει στο όριο της φτώχειας ή και κάτω από αυτό. Ομως αυτό δεν είναι παρά τμήμα της εικόνας και το κυριότερο δεν αφορά μόνο κάποιο «υποπρολεταριάτο» ανέργων ή περιστασιακά εργαζομένων.

Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι στο όριο της φτώχειας ή κάτω από αυτό βρίσκεται και το 14% των νοικοκυριών, στα οποία τουλάχιστον ο ένας ενήλικας εργάζεται κανονικά και, επιπλέον, λαμβάνουν όλα τα προβλεπόμενα επιδόματα και άλλα μέτρα οικονομικής στήριξης. Πρόκειται και πάλι για τη χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη, στην οποία ο μέσος όρος ανέρχεται σε 8% ή σχεδόν στο μισό του ελληνικού. Είναι δε διπλά τραγικό ότι σχεδόν το ένα στα τέσσερα παιδιά (23%) μεγαλώνουν σε οικογένειες που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας.

Από τα ίδια στοιχεία, φαίνεται ότι είναι αναποτελεσματική η κρατική παρέμβαση με τα μέτρα κοινωνικής προστασίας, εφόσον τα πάσης φύσεως επιδόματα δεν βελτιώνουν καθόλου την εικόνα. Κατά τα άλλα, ο κ. διοικητής θα συνεχίσει να ζει στον κόσμο του, που επιδοτείται με 18 χιλιάδες ευρώ τον μήνα.

Μπλογκ και ελευθερία

Η κουβέντα τώρα άνοιξε. Κι ελπίζω να οδηγήσει κάποια στιγμή στο αντίστοιχο του Habeas Corpus. Σε ένα Habeas Data, ας πούμε. Δεν έχω μπλογκ γιατί δεν ένιωσα την ανάγκη να φτιάξω ένα. Γράφω ό,τι θέλω, χωρίς να νιώθω ότι περιορίζομαι από κάποιον. Μπορώ να εκφραστώ και στην εφημερίδα και στο ραδιόφωνο, αλλά και να βγάλω ένα βιβλίο για να διηγηθώ μία διαφορετική ιστορία, όταν νιώσω την ανάγκη να το κάνω. Αν κάποτε νιώσω ότι η ελευθερία μου να εκφραστώ περιορίζεται, τότε ίσως να δημιουργήσω ένα μπλογκ για να πω αυτό που δεν μπορώ να πω διαφορετικά. Τα μπλογκ έδωσαν σε εκατομμύρια ανθρώπους τη δυνατότητα να εκφραστούν ελεύθερα και δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς ελευθερία. Κάθε προσπάθεια ελέγχου αυτής της ελευθερίας θα μεταβάλει το Διαδίκτυο σε ένα βάλτο. Πράγμα που μπορεί να γίνει και με τη μεταφορά της παθογένειας του πραγματικού κόσμου στον εικονικό. Που και αυτόν άνθρωποι τον κατοικούν.

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube