Εκ πείρας και γνωρίζοντας λίγο το κοινό της AGB σας διαβεβαιώνω ότι στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 1 εκατομμύριο άνθρωποι που παρακολουθούν ποδόσφαιρο γιατί τους αρέσει ως θέαμα. Μην μπλέκετε όμως αυτό τον κόσμο με το γηπεδικό κοινό. Μέσα σε αυτό το 1 εκατομμύριο υπάρχουν αρκετοί που είναι κάτω από 16 και πάνω από 55 -οι πρώτοι δεν πάνε στο γήπεδο γιατί δεν τους αφήνουν οι γονείς τους και οι δεύτεροι γιατί βαρέθηκαν. Στην πραγματικότητα υπάρχουν περίπου 200.000 άνθρωποι που παρακολουθούν στην τηλεόραση οτιδήποτε έχει σχέση με μπάλα, γύρω στους 500.000 που έχουν συνηθίσει να παρακολουθούν διεθνές ποδόσφαιρο, αλλά δεν χάνουν και τα καλά (στα χαρτιά) ματς του ελληνικού πρωταθλήματος αρκεί να είναι αραχτοί στον καναπέ τους και 250.000 που, αν και βλέπουν κυρίως τηλεόραση, έτσι και τύχει θα πάνε και στο γήπεδο. Υπάρχει επίσης ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων που δεν παρακολουθούν διεθνή ματς και βλέπουν σχεδόν αποκλειστικά την ομάδα τους είτε στην τηλεόραση είτε στο γήπεδο. Αυτοί οι τελευταίοι είναι το σταθερό γηπεδικό κοινό και αυτοί στους οποίους οι ομάδες απευθύνονται προσπαθώντας να πουλήσουν εισιτήρια. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια τα πρόσθετα έσοδα μιας ΠΑΕ είναι οι εισπράξεις του γηπέδου -τα τηλεοπτικά και τα χορηγικά είναι στάνταρ.
Επιστολή
Σας τα λέω όλα αυτά για να απαντήσω σε μια ενδιαφέρουσα τοποθέτηση του φίλου αναγνώστη Γιάννη Σταυρίδη από τη Θεσσαλονίκη, που με μία επιστολή του στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο (karpetshow@yahoo.gr) ενίσταται σε όσα σας έγραψα χθες, όχι γιατί μου δίνει άδικο, αλλά γιατί, όπως αναφέρει: «Είναι ανυπόφορο ότι στην Ελλάδα, εκτός από ποδόσφαιρο αναμονής, δεν παίζεται τίποτε άλλο». Ο φίλος σημειώνει ότι φέτος έχει χαθεί κάθε διάκριση μεταξύ μεγάλης και μικρής ομάδας όσον αφορά το αγωνιστικό στυλ. «Ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟ παίζουν στην κόντρα με πολλές διαφορές, αλλά με μια κοινή νοοτροπία, η ΑΕΚ έκανε τα πιο καλά της ματς περιμένοντας (με τον Αρη ή την Ξάνθη π.χ.), ο Αρης του Μπάγεβιτς αγωνίζεται καλύτερα εκτός έδρας όταν αφήνει την μπάλα στον αντίπαλο, ο ΠΑΟΚ του Σάντος παίζει με αντεπιθέσεις στο γήπεδό του και το ίδιο παρακολουθώ ότι κάνουν και οι υπόλοιποι», σημειώνει. Και προσθέτει: «Ο Λίνεν μαζεύει πλέον πίσω τον Πανιώνιο έχοντας προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα, ο Μάουρερ έφυγε, ο Δώνης για να ανακάμψει η Λάρισα χρησιμοποιεί σχεδόν σταθερά τρία αμυντικά χαφ (Σαρμιέντο, Ιγκλέσιας, Κυριακίδη) και παίζει με ένα επιθετικό, ενώ για τον Αστέρα Τρίπολης νωπά είναι τα λόγια όσων επαινούν την οργανωμένη του άμυνα, χωρίς να παρατηρούν, όπως εσύ, ότι εδώ και καιρό δεν μπορεί να κερδίσει».
Γεγονός
Δεν αντιλέγω. Περισσότερο όμως και από το να καταγγείλω το γεγονός (όπως ο φίλος μού ζητεί), προσπαθώ να το εξηγήσω: η εξήγηση εν προκειμένω είναι απλή -στην Ελλάδα παίζεται το ποδόσφαιρο που κατά βάση θέλει το γηπεδικό κοινό, δηλαδή ένα ποδόσφαιρο αποτελεσμάτων! Στον φίλο Γιάννη και σε όλους όσοι ενίστανται κατά της σκοπιμότητας και της αναμονής (αν και κακώς συγχέουμε τα δύο) απαντάω ότι ο λόγος που αυτό συμβαίνει είναι γιατί ο κόσμος θέλει αποτελέσματα. Δείτε, π.χ., την ΑΕΚ του Φερέρ: όταν ο Ισπανός έχασε δύο ματς, το γεγονός ότι η ομάδα του είχε την καλύτερη επίθεση του πρωταθλήματος δεν τον έσωσε! Αντιθέτως, ο χθεσινός αποκλεισμός του ΠΑΟ θα περάσει μάλλον χωρίς μουρμούρες (αν και είναι ένα αληθινά οδυνηρό αποτέλεσμα) μόνο και μόνο γιατί με τον Πεσέιρο η ομάδα έχει κάποιες σημαντικές πιθανότητες να βγει πρωταθλήτρια. Το πώς κάνει πρωταθλητισμό δεν μοιάζει να απασχολεί παρά ελάχιστους.
Επιβολή
Η συντριπτική πλειονότητα των οπαδών στην Ελλάδα δεν αγαπούν το ποδόσφαιρο: αγαπούν τις νίκες των ομάδων τους. Αυτός είναι ο λόγος και της συχνά ακατανόητης κριτικής που γίνεται στις ελληνικές ομάδες από τον Τύπο. Επειδή έχουμε μάθει στον κόσμο ότι το μόνο που μετράει είναι το αποτέλεσμα, όταν αυτό δεν υπάρχει, ανοίγουμε τους οχετούς της ισοπέδωσης. Ετσι ο Κόκκαλης βαφτίζεται «Σκρουτζ Μακ Ντακ» γιατί ο Σόλιντ ήθελε να παίξει τη Λιόν με τον Ριβάλντο και τρεις επιθετικούς, ο Φερέρ είναι «ανόητος ή βλάκας» γιατί οι παίκτες της ΑΕΚ έχασαν πέντε γκολ στην Τρίπολη, ο Μπάγεβιτς είναι «λούζερ» γιατί δεν κέρδισε μέσα στο «Ανφιλντ» τη Λίβερπουλ, η οποία έχει παίξει δύο τελικούς στο Τσάμπιονς λιγκ τα τρία τελευταία χρόνια κ.λπ. Ολες αυτές οι ισοπεδωτικές απόψεις δεν είναι παρά η ομολογία της ανικανότητάς μας να εξηγήσουμε τη λογική του παιχνιδιού: στην πραγματικότητα οι παίκτες, οι προπονητές και οι διοικητικοί παράγοντες παίζουν κρυφτούλι πίσω από αποτελέσματα για να μην τους διαλύσει ο οπαδισμός της εξέδρας και των εφημερίδων που υπάρχουν για να ικανοποιούν τα γούστα του πλήθους.
Συζήτηση
Για να κλείσω τη συζήτηση λέω: 1) Θαυμάζω τους Καταλανούς που επιβάλουν στη διοίκηση της Μπάρτσα να έχει μια ομάδα που να παίρνει παντού και πάντα την πρωτοβουλία με ό,τι αυτό συνεπάγεται. 2) Το καλύτερο ποδόσφαιρο στη ζωή μου το είδα από τη Λάτσιο του Τζέμαν, που το 1995 έβαλε 100 γκολ σε μια σεζόν και δεν κέρδισε τίποτα. 3) Σήμερα θα πλήρωνα εισιτήριο μόνο για 4 - 5 ευρωπαϊκές ομάδες. Αλλά αν είναι να παίζουμε για το αποτέλεσμα, ας μάθουμε να το κάνουμε σωστά. Οπως έκανε στο Τσάμπιονς Λιγκ ο Ολυμπιακός φέτος.
Αχ, βρε Μόρις
Είναι τόσο φινετσάτος παίκτης ο Μόρις, που σε πείθει ότι είναι πολύ μεγάλος αμυντικός -δυστυχώς δεν είναι. Ενδεχομένως θα λογιζόταν ως τέτοιος είκοσι χρόνια πριν, όταν οι αμυντικοί δεν είχαν κοντρόλ, υπήρχαν για να «κλαδεύουν» και δεν ήξεραν τι να κάνουν την μπάλα. Τότε ένας παίκτης όπως ο Νοτιοαφρικανός, κοντρολαρισμένος, σχετικά γρήγορος και elegant, θα ξεχώριζε όπως ο Μπεκενμπάουερ. Σήμερα δυστυχώς όλη αυτή η άνεση στο παιχνίδι προκαλεί μόνο πονοκεφάλους. Και ενίοτε αποκλεισμούς.
Στις μέρες μας καλός αμυντικός είναι ο Χένρικσεν, ο Αντζας, ο Παπασταθόπουλος, ο Ζουέλα, ο Ρονάλντο Γιάρο -δεν θέλω να μιλήσω για τον Νέστα, τον Σεντέρος, τον Αλβες, δεν έχει νόημα. Οι καλοί κεντρικοί αμυντικοί του σήμερα προσπαθούν να βγουν πρώτοι στην μπάλα, υπάρχουν για να βοηθούν τους συμπαίκτες τους, «τρώνε» την μπάλα στο τέλος, δεν δίνουν μέτρα στους επιθετικούς μέσα στην περιοχή και αποφεύγουν τα περιττά όταν το χρονόμετρο περάσει το 80'. Οι καλοί κεντρικοί αμυντικοί υπάρχουν για να δίνουν σιγουριά -γι' αυτό ακριβοπληρώνονται.
Ενα κακό ματς μπορεί να τύχει στον καθένα. Κανείς επίσης δεν μπορεί να κρατήσει την αντίπαλη επίθεση μόνος του, όταν οι συμπαίκτες του δεν είναι σε καλή βραδιά. Ομως το πρόβλημα με τον Μόρις είναι ότι δυστυχώς σε πονοκεφαλιάζει ακόμα και τα βράδια που πάνε σχεδόν όλα καλά -όπως, π.χ., συνέβαινε χθες στο ματς του ΠΑΟ με τη Ρέιντζερς. Προς Θεού, δεν θέλω να πω ότι ο Παναθηναϊκός αποκλείστηκε από τους Σκωτσέζους εξαιτίας του συμπαθούς Νοτιοαφρικανού: απλώς υπογραμμίζω ότι είναι σχεδόν αυτοκτονικό να κάνεις ένα ματς αναμονής προσπαθώντας να «κλειδώσεις» το 1-0, όταν έχεις στην ενδεκάδα τον Μόρις, που έχει τόση φινέτσα όση και επιπολαιότητα.
Ο ΠΑΟ εδώ και καιρό φλερτάρει επικίνδυνα με το 1-1 γιατί ζει με το 1-0. Το χθεσινό ματς πρέπει να είναι «καμπανάκι» για το πρωτάθλημα: μια τέτοια ισοπαλία μέσα στη Λεωφόρο με ομάδες όπως ο Αρης ή ο Πανιώνιος ή η Λάρισα ή ο Ηρακλής δεν θα είναι ένα αποτέλεσμα εκτός προγράμματος. Ενα τέτοιο αποτέλεσμα μπορεί να στερήσει στον ΠΑΟ και το πρωτάθλημα.
Ο αποκλεισμός των «πρασίνων» από τη Ρέιντζερς πονάει γιατί είναι εντελώς αδικαιολόγητος -σχεδόν ανόητος. Ο ΠΑΟ έχασε μια τεράστια και σπάνια ευκαιρία γιατί δεν μέτρησε σωστά κάποιες λεπτομέρειες. Κρίμα για τον Γκούμα, τον «Σάλπι», τον Μάτος, τον Τζιόλη και κυρίως τον Καραγκούνη: αυτός ειδικά είχε καταλάβει πόσο ανοιχτός ήταν φέτος ο δρόμος της μεγάλης διάκρισης...
Περίπατο...
Ρώτησα ένα φίλο που γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα στην ελληνική διαιτησία τι κατά τη γνώμη του έγινε στο ματς Λεβαδειακός - Ηρακλής (3-0), με το οποίο κανένας δεν ασχολήθηκε, γιατί ουδείς πλην των παρευρισκομένων το είδε. Του είπα ότι ο Γερμανάκος και οι επόπτες του πήραν άριστα από τους παρατηρητές παρά τις γκρίνιες των παικτών του Ηρακλή. «Μην ασχολείσαι με τους παρατηρητές», μου απάντησε, «η όλη παρουσία τους στο πρωτάθλημα είναι αστεία». Και πρόσθεσε: «Δεν ξέρω τι έγινε, αλλά μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι Κομπότης, αν έπαιζε όλα τα ματς Τετάρτη μεσημέρι μόνος του και χωρίς τηλεοπτική κάλυψη, θα κέρδιζε το πρωτάθλημα περίπατο»!