Στην Ελλάδα το μόνο σίγουρο είναι ότι «γυναίκα θέλουμε, τώρα τη θέλουμε». Είναι «ίδιόν» μας αυτό και δεν μιλάμε μόνο για τον αθλητικό τομέα. Το άμεσο αποτέλεσμα παντού επιζητείται. Στη χώρα μας, όμως, η πίεση είναι πολύ μεγαλύτερη. Πόσω μάλλον όταν μιλάμε για ένα τεράστιο σωματείο, όπως είναι ο Ολυμπιακός.
Με φιλάθλους που έχουν μάθει στην κορυφή και που αν δεν την έχουν, γκρινιάζουν ίσως περισσότερο από τους άλλους. Στον μπασκετικό Ολυμπιακό η κατάσταση είναι περίεργη. Μην πάει ο νους σας στο κακό. Απλώς η κυριαρχία του Παναθηναϊκού έχει κάνει τους «ερυθρόλευκους» φιλάθλους να έχουν απηυδήσει και να θέλουν εδώ και τώρα τα ηνία. Εξ ου και η απίστευτη υποδοχή που επιφύλαξαν στον Παναγιώτη Γιαννάκη. Είδαν στο πρόσωπό του τον Μεσσία, τον άνθρωπο που μπορεί να ρίξει στο καναβάτσο τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς και τον Παναθηναϊκό. Γίνονται, όμως, αυτά τα πράγματα από τη μία μέρα στην άλλη; Οχι βέβαια.
Για πολλούς ήταν ρίσκο που ο «δράκος» ανέλαβε τον Ολυμπιακό μεσούσης της χρονιάς: «Τα χρήματα και γενικώς η πρόταση ήταν εξαιρετικά. Λίγοι θα μπορούσαν να αρνηθούν», ήταν η απάντηση. Ούτε οι μεν ούτε οι δε έχουν άδικο. Η αμφιβολία που είχε να κάνει με τον Παναγιώτη Γιαννάκη αφορούσε περισσότερο το γεγονός ότι αναλάμβανε μία ομάδα αρκετοί παίκτες της οποίας δεν συνάδουν με την αγωνιστική φιλοσοφία του. Και δεν μιλάμε για τους Ελληνες παίκτες, αλλά για τους ξένους. Τον Γκριρ, τον Τζάκσον, πιθανόν και τον Τεόντοσιτς. Προς Θεού, δεν το συζητάμε καν. Και οι τρεις παίκτες είναι εξαιρετικοί. Ειδικά ο Σέρβος εκτιμάται ότι σε 2-3 χρόνια θα είναι από τα κορυφαία γκαρντ της Ευρώπης. Οσο για τους Αμερικανούς... Εχουν αποδείξει την αξία τους και δεν περνάνε από κρίση σε καμία περίπτωση. Ο μεν Γκριρ, έστω και σε όχι μεγάλες ομάδες της Ευρώπης, έχει αποδείξει ότι το καλάθι το βλέπει σαν βαρέλι και ο Τζάκσον τόσο στην Ευρώπη όσο πολύ περισσότερο στο ΝΒΑ φανέρωσε κυρίως τις μεγάλες επιθετικές ικανότητές του.
Το θέμα, όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι ο Παναγιώτης Γιαννάκης το πρώτο που βλέπει σε έναν παίκτη για να τον εγκρίνει για την ομάδα του είναι να παίζει αποτελεσματική άμυνα. Και για κακή τύχη όλων στον Πειραιά, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος μπορούν να το κάνουν αυτό. Το όνομα του Τεόντοσιτς το βάλαμε μαζί με αυτά των Αμερικανών γιατί πιστεύουμε ότι αν ο Γιαννάκης ήταν στον Ολυμπιακό από το καλοκαίρι, θα προτιμούσε να πάρει έναν πιο έμπειρο παίκτη. Για τον απλούστατο λόγο ότι η ομάδα του Πειραιά ψάχνει άμεσο αποτέλεσμα και κάτι τέτοιο απέναντι σε έναν πλήρη και μπαρουτοκαπνισμένο Παναθηναϊκό μόνο με έμπειρους ξένους παίκτες θα μπορούσε να καταστεί εφικτό.
Το υλικό, όμως, είναι αυτό που είναι. Ριζικές αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν, γιατί και ο Γιαννάκης δεν είναι υπέρ των αλλαγών και στην αγορά δεν υπάρχουν παίκτες καλύτεροι από αυτούς που υπάρχουν στο «ερυθρόλευκο» ρόστερ. Ετσι φαίνεται τουλάχιστον. Τι μπορεί να κάνει ο «δράκος», ώστε αν μη τι άλλο να μην παρουσιαστεί τραγική εικόνα όπως αυτή της Κυριακής με τον Παναθηναϊκό; Αυτό που λέει συνεχώς είναι «υπομονή και δουλειά». Για να το κάνουμε, όμως, πιο λιανά, ο 49χρονος προπονητής αναφέρει ότι χρειάζεται χρόνος ώστε να περάσει τη φιλοσοφία του. Να αφήσουν οι παίκτες του τα... ντάμπα-ντούμπου και να παίξουν λογικό μπάσκετ. Μπάσκετ Γιαννάκη. Κάποιοι λένε ότι δεν θα πρέπει να «κρατάει» τόσο τους παίκτες του στην επίθεση. Να τους αφήσει, δηλαδή, να κάνουν πού και πού και τα δικά τους, από τη στιγμή που ορισμένοι εξ αυτών έχουν μάθει και αποδίδουν καλύτερα με το ελεύθερο μπάσκετ. Κάτι τέτοιο, όμως, αντιτίθεται με τη φιλοσοφία του Γιαννάκη. Και δεν μπορεί να προχωρήσει. Το σετ παιχνίδι είναι αυτό που θέλει ο νέος προπονητής του Ολυμπιακού, αυτό θα παλέψει να επιβάλει μέχρι τέλους για να υπερισχύσει.
Είδαμε με τον Παναθηναϊκό ότι το στυλ αυτό δεν απέδωσε. Και με ομάδες του υψηλού επιπέδου είναι σίγουρο ότι δεν θα επαρκέσει μόνο η σκληρή άμυνα. Με τη Μακάμπι οι Πειραιώτες «μάτωσαν» για να βάλουν 67 πόντους, με τον Παναθηναϊκό μόλις και μετά βίας πέτυχαν 64. Τα χρόνια της Λιμόζ έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Τώρα, για να φθάσεις ψηλά, πρέπει να έχεις και καλή επιθετική παραγωγικότητα. Ο Ολυμπιακός, όμως, δεν έχει το εύκολο καλάθι και πιθανότατα δεν θα το αποκτήσει μέχρι να επιστρέψει ο Μασιγιάουσκας. Ο Λιθουανός στον ενάμιση χρόνο που είναι στον Ολυμπιακό έχει δεν έχει παίξει τρεις μήνες μπάσκετ. Πέρυσι υπέστη τη γνωστή σοβαρή ζημιά και έμεινε πολύ πίσω. Φέτος οι τραυματισμοί είναι πιο συχνοί, αλλά λιγότερο σοβαροί. Το θέμα, όμως, είναι ότι δεν έχει προσφέρει. Πείτε λόγω ατυχίας, πείτε λόγω φόβου του ίδιου του «Μάτσας», το «ζουμί» είναι ότι δεν έχει προσφέρει ένας παίκτης για τον οποίο οι Αγγελόπουλοι έδωσαν το καλοκαίρι του 2006 9 εκατ. ευρώ για 4 χρόνια, ώστε να τον φέρουν στον Πειραιά. Ο «Μάτσας» είναι το μεγαλύτερο «φάρμακο» στην όλη προσπάθεια που κάνει η ομάδα του. Είναι ο παίκτης που θα σουτάρει, που θα κερδίσει φάουλ, που οι αντίπαλοι δεν θα τον αφήσουν να πάρει ανάσα και ο οποίος θα ανοίξει το γήπεδο, «παίρνοντας» πολλές φορές πάνω του δεύτερο παίκτη. Ετσι, θα μπορέσει να δράσει καλύτερα ο Γκριρ, ο Τεόντοσιτς, ο Μπλάκνεϊ, ο Τζάκσον. Ολοι. Αλλά και η παρουσία του Κουιντέλ Γουντς θα βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Αμερικανός δεν έχει σταθερή απόδοση και ένας βασικός λόγος είναι ότι παίζει μόνο στην Ευρωλίγκα. Μόλις, όμως, πάρει το διαβατήριο ο Τζάκσον θα μπορεί να παίζει και στις εσωτερικές διοργανώσεις, οπότε τα πράγματα θα είναι καλύτερα γι' αυτόν και την ομάδα του. Αν μη τι άλλο, θα έχει ρυθμό. Και βέβαια ούτε τον Γουντς θα έπαιρνε το καλοκαίρι ο «δράκος», γνωρίζοντας ότι για κάποιο διάστημα θα παίζει μόνο στην Ευρώπη.
Εις το πηλίκον έχουμε: συμφωνούμε με το «υπομονή και δουλειά του Γιαννάκη», αλλά η απουσία των δύο επιθετικότερων «πλάγιων» παικτών είναι μεγάλη πληγή. Οσο πιο γρήγορα θεραπευτεί τόσο πιο άμεσα θα έρθει η άνοιξη για τον Ολυμπιακό. Σκεφτείτε τον πολύ ανώτερο Παναθηναϊκό να παίζει π.χ. χωρίς τον Διαμαντίδη και τον Σπανούλη. Οσο στιβαρός κι αν είναι, θα έχει προβλήματα. Πόσω μάλλον όταν αυτό ισχύει για έναν Ολυμπιακό, ο οποίος συν τοις άλλοις δεν έχει την απαραίτητη υποδομή αλλά και την ψυχολογία του πρωταθλητή.