Το χαμόγελό του έδειχνε επινίκιο. Μπορούσες άνετα να υποθέσεις ότι ήταν εκπρόσωπος της Χίλαρι στην Καλιφόρνια ή του Ομπάμα στο Ιλινόις. Ομως, όχι. Δεν επρόκειτο για την αμερικανική Σούπερ Τρίτη, αλλά για την ελληνική Αγία Πέμπτη. Ηταν ο υπουργός Παιδείας, Ευριπίδης Στυλιανίδης, την ώρα που σχολίαζε –με τον προσήκοντα στόμφο– τη διαδικασία εκλογής νέου αρχιεπισκόπου: «Ηταν άψογη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος σήμερα δίδαξε δημοκρατία». Αρλούμπα… θεϊκή.
Ψήφισαν, όλοι κι όλοι, 74 άνθρωποι. Ο νικητής εξελέγη με το καθαρό «σκορ» 45-27. Ποιος ακριβώς κίνδυνος απεφεύχθη και εξαίρεται, τώρα, η διαδικασία; Ποια απειλή ελλόχευε; Να πέσει ξύλο; Να καταγγείλει κάποιος εκλέκτορας ότι, την ώρα που έσπευδε να ψηφίσει, ένας τύπος ψιθύρισε στο αυτί του «κακομοίρη μου, αν δεν βγει ο (τάδε) θα ρίξουμε στο YouTube περιποιημένο DVD που σε αφορά»; Απεφεύχθησαν, μήπως, ενστάσεις –α λα Βάλνερ– για αντικανονική συμμετοχή εκλεκτόρων;
Εναν μόνο «πιθανό» κίνδυνο μπορώ να φανταστώ: να είχαν καταγγείλει οι άνθρωποι του Σπάρτης ότι υπέρ του Θηβών και Λεβαδείας δούλευαν, στα παρασκήνια, δυνάμεις κοσμικές. Ανθρωποι του Κομπότη. Λογικό θα ήταν να σκεφτεί το αφεντικό του Λεβαδειακού: «Ρε σεις, αν τυχόν είχε δίκιο ο Χριστόδουλος και το Euro 2004 κατακτήθηκε χάρη στη Μεγαλόχαρη, για να παραμείνει η ομάδα μου στην κατηγορία ίσως αρκούν οι δεήσεις ενός αρμόδιου συντοπίτη». Ακόμα κι αν δεν δουλέψει το «μέσο», δηλαδή ο συνδετικός κρίκος με τα θεία, φαντάζεστε πόσο θα ανέβει το ηθικό των παικτών στη σκέψη ότι «τους πάει» ο συντοπίτης Αρχιεπίσκοπος; Θα βλέπει ο αμυντικός του Λεβαδειακού τον αντίπαλο παίκτη και θα παραφράζει το γνωστό ρητό: «Πίσω, ρε, μη φας κανένα ξεγυρισμένο τάκλιν και πεις τον δεσπότη Κομπότη…».
Θα μου πείτε: «καλά, δεν συνήθισες τα κούφια λόγια από πολιτικούς και δη κυβερνώντες;». Μα αυτό είναι το θέμα. «Παλεύω» να μη συνηθίσω. Διότι τα κούφια λόγια αφήνουν «κουφάλες» στη λογική: αν εθιστείς στις μικρές «κουφάλες», από εκεί περνούν σαχλαμάρες κι άλλες. Ελεος, κύριε υπουργέ, της Παιδείας! Με λίγη φειδώ η κολακεία… Εντάξει, το να λες «η διαδικασία ήταν άψογη» συνιστά μια ανεκτή κοινοτοπία –κάτι σαν «στις ομορφιές σου είσαι απόψε», «το φαΐ ήταν υπέροχο» κ.λπ. Αλλά το να λες πως η Εκκλησία «δίδαξε δημοκρατία», επειδή 74 άνθρωποι ψήφισαν χωρίς να δαιμονιστούν από τον Εξαποδώ και να αρχίσουν τις καλπονοθείες, τους αφορισμούς και τις χειροδικίες, ε, αυτό ξεπερνά κατά πολύ τα όρια του τετριμμένου. Καταντά προκλητικά υποτιμητικό για τη νοημοσύνη των πάντων.
Η Εκκλησία δεν μπορεί να διδάξει δημοκρατία, δεν είναι στη φύση της. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να μάθει «κάτι ψιλά» από δημοκρατία. Τα στοιχειώδη. Αυτό προϋποθέτει να γίνουν πολλά που αφορούν τη σχέση της Εκκλησίας με τον έξω κόσμο. Προϋποθέτει ανοχή και σεβασμό στις άλλες κοσμοαντιλήψεις ή κοσμοθεωρίες. Προϋποθέτει αποκοπή του ομφάλιου λώρου που ενώνει τον «επίσημο» κορμό της με τους «παραθρησκευτικούς» μουτζαχεντίν της Ορθοδοξίας, οι οποίοι σώζουν την ψυχή τους καίγοντας βιβλία. Προϋποθέτει, αν μη τι άλλο, ταγούς οι οποίοι θα κοκκινίζουν λιγάκι από ντροπή όποτε βρεθούν στην ανάγκη να πουν πως επί χούντας νόμιζαν ότι οι κραυγές της οδού Μπουμπουλίνας ήταν αντήχηση της φωνής του Θεού, που τους έλεγε: «Διάβασε τα μαθήματά σου».
Μέχρι να γίνουν (τουλάχιστον) αυτά, να χαρείς, κ. Στυλιανίδη, τιθάσευσε τη γλώσσα του «γλειψίματος». Εκτός αν χρειάζεσαι κι εσύ μαθήματα για το τι εστί δημοκρατία. Σε αυτή την περίπτωση απλώς θα αποδειχθεί ότι ένας υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων (ελληνική αποκλειστικότητα!) εύκολα θυσιάζει το πρώτο σκέλος της ιδιότητάς του.