Από τη στιγμή που δημιουργήθηκε η Πρέμιερ Λιγκ, δεκαπέντε χρόνια πριν, πολλοί είναι αυτοί που επαινούν τη διοργανώτρια αρχή για τον καταρτισμό του προγράμματος κάθε σεζόν μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή. Με την εισαγωγή δεδομένων η λίγκα αποφεύγει όσο μπορεί τη διεξαγωγή μεγάλων ντέρμπι τις πρώτες αγωνιστικές, με εξαίρεση το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου, που είναι εθνική αργία. Ταυτόχρονα, καταφέρνει να έχει αγώνες μεταξύ ομάδων από κοντινές πόλεις την περίοδο των Χριστουγέννων, ώστε οι οπαδοί να μη μετακινούνται σε μεγάλες αποστάσεις.
Τη φετινή, όμως, χρονιά η Πρέμιερ Λιγκ επικρίθηκε για την αμέλειά της, μια και το ντέρμπι του Μάντσεστερ συμπίπτει χρονικά με την 50ή επέτειο της αεροπορικής τραγωδίας του Μονάχου!
Η ανακοίνωση του προγράμματος σήμανε συναγερμό στα επιτελεία και των δύο συλλόγων, που εδώ και τέσσερις μήνες βρίσκονται σε συνεχή επαφή προκειμένου να καθορίσουν όλες τις λεπτομέρειες, ώστε να αποδοθεί ο φόρος τιμής, όπως πραγματικά αρμόζει, στα 23 θύματα της τραγωδίας.
Οι παίκτες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ θα αγωνιστούν στο συγκεκριμένο παιχνίδι με φανέλες αυθεντικές ρεπλίκες του 1958 (ένθετη φωτό), οι οποίες δεν θα έχουν κανένα σήμα ούτε τα νούμερα και τα ονόματα των παικτών. Ομως, και η Σίτι εξασφάλισε την άδεια από τον χορηγό της φανέλας για να μην υπάρξει το λογότυπό του και μια μαύρη κορδέλα θα υπάρχει στις εμφανίσεις. Μέχρι εδώ όλα καλά! Εκείνο που φοβίζει είναι πως οι οπαδοί της Σίτι δεν θα τηρήσουν ενός λεπτού σιγή και έτσι επιλέχτηκε η πρόταση να υπάρξει ενός λεπτού χειροκρότημα. Ομως τελικά η Γιουνάιτεντ επέμεινε στην επιλογή της για σιγή.
Η διοίκηση της Σίτι, για να αποφύγει τα χειρότερα, απέστειλε μια επιστολή στους 3.000 οπαδούς που θα βρεθούν στο «Ολντ Τράφορντ», που υπογράφουν ο προπονητής Σβεν Γκόραν Ερικσον και ο αρχηγός της ομάδας Ρίτσαρντ Νταν, με την ελπίδα πως θα αποτρέψουν τους ασεβείς να δημιουργήσουν οποιοδήποτε πρόβλημα. Στο πλαίσιο αυτό οι «πολίτες» προσπαθούν να προωθήσουν την άποψη πως το Μονάχο ήταν μια τραγωδία που έπληξε ολόκληρη την πόλη του Μάντσεστερ και όχι μόνο την «κόκκινη» πλευρά του. Εξάλλου και η Σίτι είχε ένα δικό της άνθρωπο στο μοιραίο αεροπλάνο. Ο τερματοφύλακάς της επί μια δεκαπενταετία (μέχρι το 1950) και ένας από τους κορυφαίους όλων των εποχών στην Αγγλία, Φρανκ Σουίφτ, είχε ταξιδέψει στο Βελιγράδι ως ρεπόρτερ της εφημερίδας «News of The World». Ο Σουίφτ, αν και ανασύρθηκε τραυματίας από τα συντρίμμια του αεροσκάφους, άφησε την τελευταία πνοή του στο νοσοκομείο λίγες ώρες αργότερα. Μάλιστα, η σύζυγός του και η κόρη του πληροφορήθηκαν τον θάνατό του στο σπίτι του προπονητή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Ματ Μπάσμπι, με τον οποίο ήταν γείτονες.
Η αγωνία των ανθρώπων της Γιουνάιτεντ είναι τέτοια, που υπολογίζουν μέχρι και την ώρα που θα πρέπει να ανοίξει η θύρα των φιλοξενούμενων, προκειμένου να εξασφαλίσουν πως κανείς οπαδός της Σίτι δεν θα φτάσει καθυστερημένα στο γήπεδο και θα ψάχνει τη θέση του την ώρα που θα τηρείται η σιγή του ενός λεπτού.
Μπορεί για κάποιους οι προετοιμασίες αυτές να αγγίζουν τα όρια της υπερβολής, όμως δεν είναι λίγοι αυτοί που επισημαίνουν πως ο σεβασμός ή όχι των θυμάτων της τραγωδίας του Μονάχου θα είναι ένα ψυχογράφημα για τη σύγχρονη αγγλική κοινωνία.
Ο ξεχασμένος επιζών
Για πρώτη φορά στον μισό αιώνα που συμπληρώνεται σήμερα από την ημέρα της τραγωδίας, ένας άνθρωπος που επέβαινε επίσης στο αεροσκάφος των βρετανικών αερογραμμών θα λάβει μέρος στις εκδηλώσεις για τη μνήμη των 23 θυμάτων. Ο Μπάτο Τομάσεβιτς ήταν ο διπλωματικός ακόλουθος της γιουγκοσλαβικής πρεσβείας στο Λονδίνο και ήταν αυτός που συνόδευσε την αποστολή στο Βελιγράδι. Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου δεν ήταν εύκολο να ταξιδέψει κάποιος στα κομμουνιστικά κράτη χωρίς συνοδεία. Ο Τομάσεβιτς συνδύασε εκείνο το ταξίδι και με έναν ακόμα λόγο, διότι ήθελε να ζητήσει την άδεια να παντρευτεί μία Αγγλίδα που γνώρισε στο πανεπιστήμιο του Εξετερ.
«Η κατάσταση στο αεροπλάνο ήταν πολύ εύθυμη. Πολλά γέλια και αστεία, τα οποία βοήθησε αρκετά και το πλήρωμα, που σέρβιρε ουίσκι», θυμάται ο Τομάσεβιτς για τα λεπτά που προηγήθηκαν της τραγωδίας. «Καθόμουν στην πρώτη σειρά του αεροπλάνου και ο αεροσυνοδός με ρώτησε αν ήθελα να αλλάξω θέση, όπως έκαναν και οι υπόλοιποι επιβάτες. Το έκανα. Εγώ έζησα. Αυτός πέθανε...», θυμάται με έντονη συγκίνηση ο Γιουγκοσλάβος πρώην διπλωμάτης, που για πρώτη φορά φέτος δέχθηκε να μιλήσει για εκείνη την τραγωδία στην εφημερίδα «Independent». Μετά την πτώση του αεροπλάνου είχε εκτοξευθεί μαζί με το κάθισμά του περίπου 200 μέτρα μακριά από τα συντρίμμια της ατράκτου. «Αρχικά δεν είχα καταλάβει τι είχε συμβεί. Οταν άνοιξα τα μάτια μου είδα μόνο το λευκό χιονισμένο τοπίο. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα τα συντρίμμια του αεροπλάνου και γύρω του ανθρώπους με αίματα και κάποιους άλλους βρεγμένους με τα καύσιμα».
Ο Τομάσεβιτς, όπως και όλοι οι επιζήσαντες της τραγωδίας, έπλεξαν το εγκώμιο του τερματοφύλακα της Γιουνάιτεντ, Χάρι Γκρεγκ, ο οποίος, ρισκάροντας τη ζωή του, κατάφερε να απεγκλωβίσει από τα συντρίμμια τουλάχιστον τρεις τραυματίες.
Στο νοσοκομείο ο Τομάσεβιτς ήταν στο ίδιο δωμάτιο με τους ποδοσφαιριστές. Εκεί έμαθε από τον Γκρεγκ ποιοι είχαν καταφέρει να επιζήσουν και ποιοι όχι. Στο άκουσμα των θλιβερών νέων θυμάται τον Τσάρλτον να δηλώνει: «Δεν πρόκειται ποτέ να ξαναμπώ σε αεροπλάνο, ακόμα και αν αυτό είναι εις βάρος της καριέρας μου». Τελικά και μπήκε και οδήγησε τη Γιουνάιτεντ δέκα χρόνια μετά στην κορυφή της Ευρώπης.
Ο Τομάσεβιτς μετά το δυστύχημα αποφάσισε να παντρευτεί την αγαπημένη του χωρίς να πάρει έγκριση, κάτι που είχε αποτέλεσμα να εκδιωχθεί από το διπλωματικό σώμα. Επέστρεψε στο Βελιγράδι και εργάστηκε αρχικά ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια ως γενικός διευθυντής της κρατικής τηλεόρασης. Από τη θέση αυτή απομακρύνθηκε ύστερα από απόφαση του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Σέρβος πρόεδρος έδωσε εντολή να φυλακιστεί, ωστόσο κατάφερε να δραπετεύσει από τη χώρα.
Η απόφασή του να εμφανιστεί δημόσια σε εκδήλωση ύστερα από μισό αιώνα έχει να κάνει με την επιθυμία του να δει ξανά τους ανθρώπους που έζησε δίπλα τους την πιο έντονη στιγμή της ζωής του. «Μου το ζήτησε ο Χάρι Γκρεγκ και δεν μπορούσα να αρνηθώ. Είμαι 78 ετών πια και σκέφτηκα πως ήρθε η ώρα να τους συναντήσω και πάλι. Πέρασαν πενήντα χρόνια, αλλά όλα ζουν μέσα στο μυαλό μου. Δεν είναι κάτι που ξεχνάς», σχολιάζει με πικρό χαμόγελο.