Οταν ο Μάικλ Τζόρνταν εγκατέλειψε τα γήπεδα, οι θεαματικότητες του ΝΒΑ άρχισαν να πέφτουν, μια και δεν είχε ετοιμαστεί εκείνος που θα μπορούσε να τον αντικαταστήσει επάξια. Ο Σακίλ Ο’ Νιλ, που από πολλούς θεωρήθηκε ο «εμπορικός» αντικαταστάτης του Τζόρνταν, ήταν απλώς ένας σταρ από τους πολλούς που διέθετε το παιχνίδι. Κανείς πιτσιρικάς στον κόσμο δεν μπορεί να ταυτιστεί με ένα γίγαντα σαν τον Σακίλ.
Με τον Τζόρνταν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Εδειχνε ένας φυσιολογικός άνθρωπος, προικισμένος βέβαια, που μπορούσε να κάνει το αδύνατο. Ενα θηρίο σαν τον Σακίλ είναι φυσιολογικό να καρφώνει με δύο παίκτες κρεμασμένους στα μπράτσα του. Ομως ένας φυσιολογικός άνθρωπος, όπως ο Τζόρνταν, όταν περπατάει στον αέρα, σε μαγεύει και μετά ακολουθείς τα βήματά του.
Στην αρχή, φορώντας τα ίδια παπούτσια με εκείνον. Μετά την ίδια μπλούζα, το ίδιο σορτσάκι, τρως τα ίδια κορνφλέικς, την ίδια μάρκα χάμπουργκερ και πάει λέγοντας. Η πτώση των θεαματικοτήτων με την αποχώρησή του σήμαινε και πτώση των εσόδων. Κι επειδή διάδοχος δεν υπήρχε, η λύση που απέμενε ήταν μία. Η υπερπόντια επέκταση με κυριότερο στόχο την Κίνα. Οι ειδικοί του μάρκετινγκ στο ΝΒΑ αρέσκονταν να πιστεύουν ότι η Κίνα θα ήταν το τελευταίο οχυρό που θα κατακτούσε το ΝΒΑ και παράλληλα το μπάσκετ θα άνοιγε τον δρόμο και σε ένα σωρό άλλες αμερικανικές εταιρείες που συνδέονταν μαζί του. Η δύναμη των αθλητικών ειδώλων μπορούσε να εμπνεύσει το συναισθηματικό δέσιμο στην κινεζική νεολαία, που θα φώναζε, θα θαύμαζε, θα χειροκροτούσε και θα μιμούνταν τα είδωλά της, αναζητώντας τα αμερικανικά εισαγόμενα προϊόντα ή τα αμερικανικά προϊόντα που κατασκευάζονταν στην Κίνα. Η συγκυρία ήταν ευνοϊκή.
Από τις αρχές της δεκαετίας του '90 και μετά όλο και περισσότεροι δυτικοί επισκέπτονταν το Πεκίνο. Οι πολυεθνικές της Δύσης ζητούσαν νέες αγορές και εργατικά χέρια με χαμηλό κόστος, τη στιγμή που η Κίνα άρχισε να στρέφεται προς τη Δύση και να υιοθετεί καπιταλιστικά μοντέλα οικονομικής ανάπτυξης. Την ώρα που η κινεζική νεολαία άρχιζε να προσκολλάται στα εμβλήματα της υπερκαταναλωτικής δυτικής αθλητικής κουλτούρας, η νέα γενιά των Κινέζων ηγετών βλέπει τον αθλητισμό -προς το παρόν- όχι τόσο σαν επιχείρηση, αναψυχή ή ψυχαγωγία, αλλά ως προβολή της εθνικής φιλοδοξίας που θα στεφανωθεί τον θρίαμβο των Ολυμπιακών Αγώνων. Στο ΝΒΑ τα είχαν μετρήσει όλα αυτά και ήξεραν ότι χρειάζονταν κάτι ακόμη. Μία συναισθηματική γέφυρα με τους Κινέζους, έναν δικό τους στη γειτονιά του ΝΒΑ. Και αυτός δεν ήταν άλλος από τον γίγαντα των 2,29 μ., Γιάο Μινγκ. Οταν ο Γιάο έβαλε το πρώτο του καλάθι με τους Χιούστον, ήταν σαν να διοχετεύθηκε ρεύμα σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα που συνέδεε τις δύο όχθες του Ειρηνικού.
Τα εκατομμύρια των συμπατριωτών του, που ήταν προηγουμένως αδιάφορα για τη μοίρα του, τώρα τον τιμούν ως ένα πατριωτικό είδωλο που διαλύει το στερεότυπο του αδύνατου και μικροκαμωμένου Κινέζου και αποδεικνύει ότι η Κίνα μπορεί να ανταγωνιστεί τους καλύτερους στον κόσμο. Οι μεγάλες αμερικανικές πολυεθνικές τον λάτρεψαν. Οχι γιατί είναι προσηνής, ταλαντούχος, φιλικός και έχει ύψος 2,29 μ. Τον λάτρεψαν, πάνω απ’ όλα, γιατί ήταν Κινέζος. Το κλειδί που ταίριαζε σε μία πόρτα πίσω από την οποία περιμένουν τεράστια κέρδη.
Αν θεωρήσουμε ότι η συνάντηση της Ανατολής με την Δύση -της Κίνας με τον κόσμο- θα είναι η καθοριστική αναμέτρηση του 21ου αιώνα, κανένας άνθρωπος δεν συμβολίζει αυτή τη σύγκλιση περισσότερο από τον Γιάο Μινγκ. Εναν άνθρωπο που αν είχε γεννηθεί οπουδήποτε αλλού, δεν θα είχε την ίδια τύχη με αυτήν που έχει σήμερα.
Η ομολογία του Ντέμη
Παρακολουθώντας τις δηλώσεις–ομολογία του Ντέμη Νικολαΐδη την Κυριακή μετά την ήττα της ΑΕΚ από τον Πανιώνιο, προσπαθούσα να τον φανταστώ να κάνει ανάλογες παρατηρήσεις για τη διαιτησία μετά το παιχνίδι που είχε παίξει ο «Δικέφαλος» στο ΟΑΚΑ με τη Λάρισα. Προσπαθούσα να τον φανταστώ να υποστηρίζει ότι τέτοιες διαιτησίες ίσως να δώσουν στην ΑΕΚ ένα πρωτάθλημα που μπορεί και να μην το αξίζει, επειδή έχει περισσότερους οπαδούς από τη Λάρισα, περισσότερα χρήματα, καλύτερη πρόσβαση στα ΜΜΕ από τη Λάρισα, είναι κοντά στα κέντρα των αποφάσεων και έχει καλύτερες γνωριμίες.
Προσπαθούσα να φανταστώ τον Ντέμη να τα λέει αυτά και να συμπληρώνει πως με τον τρόπο που αγωνίστηκε ο «Δικέφαλος» δεν άξιζε τη νίκη και ότι γι’ αυτό το αγωνιστικό πρόσωπο που παρουσίασε η ομάδα έχουν ευθύνες τόσο οι παίκτες όσο και ο προπονητής. Προσπαθούσα να τον φανταστώ να υποστηρίζει ότι οι «μεγάλοι» θα πρέπει να οργίζονται περισσότερο όταν ευνοούνται από τη διαιτησία στα παιχνίδια τους με τις μικρότερες ομάδες, γιατί έτσι ενισχύονται η κακοπιστία και η αντίληψη ότι το πρωτάθλημα δεν παίζεται στα ίσια. Πως το μέγεθος μιας ομάδας καθορίζει τη δικαιοσύνη και τις αγωνιστικές της επιδόσεις, αποτρέποντας παράλληλα κάποιον επιχειρηματία και ιδιοκτήτη μιας μικρής ομάδας να επενδύσει στο ποδόσφαιρο.
Προσπαθούσα να τον φανταστώ να λέει ότι θα πρέπει να αλλάξει το σύστημα επιλογής και αξιολόγησης των διαιτητών και να καταθέτει δημόσια -για συζήτηση- τη δική του πρόταση για τη δημιουργία ενός τέτοιου συστήματος, όπως επίσης και μία ακόμη πρόταση για να αποκτήσουν όλες οι ομάδες ιδιόκτητο γήπεδο με τη μεσολάβηση του κράτους, για να υπάρξει μία μίνιμουμ ανταγωνιστική ισότητα, αλλά αυτή η προσπάθεια δεν μου έβγαινε. Οπως δεν θα μου έβγαινε αν στη θέση του Ντέμη βρισκόταν ο Κόκκαλης ή ο Βαρδινογιάννης. Και είναι λογικό.
Από το να υπερασπίζεσαι το δικαίωμα της ισότητας για όλους, είναι πιο βολικό και προσοδοφόρο να προασπίζεσαι το συμφέρον σου και το συμφέρον της ομάδας σου. Μόνο που αυτή η προχθεσινή υπεράσπιση των συμφερόντων της ΑΕΚ μού έμοιαζε σαν μία προσπάθεια δικαιολόγησης του προέδρου της ΑΕΚ για το πρωτάθλημα που χάνεται. Δικαιολόγησης που μεταθέτει τις ευθύνες στους άλλους. Ε, αυτή η προσπάθεια δεν του ταιριάζει του Ντέμη.
Κυβερνητικές κινήσεις πανικού
Οτι η κυβέρνηση «καίγεται» να αλλάξει την ατζέντα των δελτίων των 8 είναι κάτι περισσότερο από φανερό. Μόνο που μία τόσο ενοχλητική θεματολογία την αλλάζεις όταν έχεις τη δυνατότητα να παίρνεις πρωτοβουλίες, όταν έχεις όραμα για τη διακυβέρνηση, όταν έχεις στελέχη με ικανότητες, όταν μπορείς να παράγεις πολιτική. Και αυτή η κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι δεν διαθέτει τίποτε από όλα αυτά. Και το χειρότερο είναι ότι προσπαθεί να διορθώσει τα λάθη και τις ελλείψεις της με ακόμη μεγαλύτερα λάθη. Η συμπεριφορά της αστυνομίας στα επεισόδια του Σαββάτου στο κέντρο της Αθήνας είναι εμφανές ότι τελούσε εν γνώσει της κυβέρνησης, που, έτσι, έλπιζε ότι θα μετατοπίσει το κέντρο βάρους της δημόσιας συζήτησης μακριά από τις ανεπάρκειές της και τα λάθη της. Κάτι τέτοιο, όμως, είναι πολύ δύσκολο να συμβεί, για έναν κυρίως λόγο. Το μόνο ρεπερτόριο της κυβέρνησης που είναι ανεξάντλητο είναι αυτό των λαθών της. Και κάθε φορά μάς αποδεικνύει ότι πάντα μπορεί να κάνει ένα μεγαλύτερο. Και έτσι, δεν θα αργήσει να κάνει και το μοιραίο, αν δεν το έχει κάνει ήδη.