Λέγεται ότι ο νυν πρωθυπουργός της Βρετανίας, Γκόρντον Μπράουν, πρώην υπουργός Οικονομικών και υπεύθυνος για την ανάκαμψη της αγγλικής οικονομίας, πολιτικός που δεν έχει καμία σχέση με το ποδόσφαιρο, ήταν αυτός που είχε ταχθεί υπέρ της εισόδου των ξένων επενδυτών στο αγγλικό ποδόσφαιρο, σε αντίθεση με τον Τόνι Μπλερ, που ήταν πολύ πιο σχετικός με το παιχνίδι και προτιμούσε οι αγγλικές ομάδες να μείνουν σε βρετανικά χέρια ή τουλάχιστον στο χρηματιστήριο. Από το 2003 και μετά οι αγγλικές ομάδες άρχισαν να εξαγοράζονται από ξένους κεφαλαιούχους.
Τώρα 11 ομάδες μαζί με την Ντέρμπι Κάουντι έχουν περάσει στον έλεγχο των ξένων επενδυτών και οι πληροφορίες του αγγλικού Τύπου κάνουν λόγο και για άλλες 4 που ετοιμάζονται. Δηλαδή, σε λίγο τα 3/4 της Πρέμιερσιπ θα βρίσκονται στον έλεγχο ξένων κεφαλαιούχων. Το αγγλικό ποδόσφαιρο έχει ένα συνεκτικό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας, που του επιτρέπει την αυτοτέλεια και την αυτοδιοίκηση. Η καλή οργάνωση των ομάδων και η μακρόχρονη παρουσία αρκετών από αυτών στο χρηματιστήριο τις μεταμόρφωσαν σε ελκυστικές επενδυτικές προτάσεις ή βολικά πλυντήρια χρήματος. Οσο αυστηροί και αν είναι οι νόμοι ελέγχου της προέλευσης των κεφαλαίων, πάντα υπάρχει ένα καλό παράθυρο για να νομιμοποιήσεις ένα κεφάλαιο.
Απ' όλες τις προσφορές ή την εκδήλωση πρόθεσης για την εξαγορά μέρους του μετοχικού κεφαλαίου ή και της πλειοψηφίας των μετοχών ενός συλλόγου που γίνονται τα τελευταία χρόνια στην Αγγλία, δεν είναι σίγουρο ότι όλες αυτές έχουν επενδυτικό χαρακτήρα. Υποθέτω πως όταν μία ομάδα πατά αποκλειστικά στα εκατομμύρια του μεγαλοϊδιοκτήτη της και δεν οργανώνει τις στρατηγικές της σε επίπεδο μάρκετινγκ και οικονομικής διαχείρισης, αργά ή γρήγορα θα αντιμετωπίσει μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Η επένδυση σε μία ποδοσφαιρική ομάδα μπορεί να αποδώσει μόνο σε βάθος χρόνου, γεγονός που απαιτεί σοβαρή, οργανωμένη, σχεδιασμένη και υπομονετική προσπάθεια. Η ελκυστικότητα των αγγλικών ομάδων, που γίνονται στόχος «επενδυτών», οφείλεται και στο γεγονός ότι το χρηματιστήριο του Λονδίνου βρίσκεται εκτός της ζώνης ευρώ, δεδομένο που προσφέρει στους επενδυτές σοβαρά πλεονεκτήματα, όπως επίσης και στο ότι το αγγλικό ποδόσφαιρο πουλάει πολύ.
Επίσης, πρέπει να συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι η συνεχής αναβάθμιση της δομής των διοργανώσεων της ΟΥΕΦΑ σε επίπεδο συλλόγων προσφέρει ευκαιρίες για κερδοφορία και μεγάλη διαφημιστική προβολή. Διαφήμιση, δηλαδή, σε ευρύτατες ομάδες κοινού σε ολόκληρη την Ευρώπη και ιδιαίτερα στην ομάδα καταναλωτών που βρίσκονται στις ηλικιακές ομάδες 16-35, τις οποίες οι διαφημιστές θεωρούν «φιλέτο». Σιγά σιγά θα εμφανίζονται περιπτώσεις όπως η Πόρτσμουθ, της οποίας ο ιδιοκτήτης Αλεξάντερ Γκαϊντάμακ, αφού έβαλε κάμποσα χρήματα στην ομάδα μεταμορφώνοντάς την αρκετά, ψάχνει αγοραστή που είναι πρόθυμος να δώσει 120-140 εκατ. ευρώ. Ο 31χρονος Γκαϊντάμακ είναι γιος του Αρκάντι, Ρώσου μεγιστάνα που έκανε ένα δυναμικό μπάσιμο στο ποδόσφαιρο του Ισραήλ πριν από τρία χρόνια, αγοράζοντας την Μπεϊτάρ Ιερουσαλήμ, και συμπεριφέρθηκε σαν ένα είδος Αμπράμοβιτς.
Ο «μπαμπάς» Γκαϊντάμακ, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί ένταλμα σύλληψης από τις γαλλικές αρχές, έχει τη γαλλική, την ισραηλινή και την καναδική υπηκοότητα. Οι γαλλικές αρχές τον καταζητούν για την παράνομη πώληση ρωσικών όπλων αξίας 720 εκατ. ευρώ στην Ανγκόλα τη δεκαετία του '90, μία υπόθεση στην οποία εμπλέκεται και ο γιος του Φρανσουά Μιτεράν. Ο πατέρας Γκαϊντάμακ έκανε χρήματα, όπως υποστήριξε ο ίδιος, εκμεταλλευόμενος «τις επενδυτικές ευκαιρίες» που ξεπήδησαν με την κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ενωσης. Ο Αλεξάντερ Γκαϊντάμακ, του οποίου το επάγγελμα είναι -γενικώς- επιχειρηματίας και έχει γαλλική υπηκοότητα, υποστηρίζει ότι τα χρήματα που επένδυσε στην Πόρτσμουθ, γύρω στα 60 εκατ. ευρώ, ήταν δικά του και όχι του πατέρα του. Εκείνο που δεν έχει διευκρινίσει είναι αν και το «πλυντήριο» είναι δικό του ή της οικογενείας.
Οι «επιταγές» του συστήματος
Οι αναγνώστες των εφημερίδων δεν έχουν τη δυνατότητα να διαβάζουν όλα όσα γράφονται στον ελληνικό Τύπο. Και, αρκετές φορές, χάνουν την απόλαυση της ανάγνωσης, τη δύναμη της κριτικής και την ποιοτική πληροφόρηση που μπορεί να περιλαμβάνει ένα άρθρο όπως αυτό του Β. Μουλόπουλου στο χθεσινό «ΒΗΜΑ».
Γράφει, λοιπόν, ο κ. Μουλόπουλος: «Ο Μπετίνο Κράξι, ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος και πρωθυπουργός της Ιταλίας τη δεκαετία του '80, είχε αναπτύξει τη θεωρία -προτού καταλήξει φυγόδικος στην Τυνησία, όπου και πέθανε πάμπλουτος- ότι η αστική δημοκρατία, όπως και κάθε εμπόρευμα στην ελεύθερη αγορά, έχει μια τιμή και ότι αυτοί που οφείλουν να πληρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό αυτής της τιμής (σύμφωνα με το κριτήριο της ανταποδοτικότητας) είναι αυτοί που εισπράττουν τα μεγαλύτερα οφέλη: όσοι έκαναν μπίζνες με το κράτος. Η μέθοδος που η κυβέρνηση Κράξι χρησιμοποιούσε για να εισπράττει το αντίτιμο -ως παραγωγός και εγγυητής της ποιότητας του εμπορεύματος "δημοκρατία"- ήταν τα "tangenti", τα φακελάκια. Οι πληρωμές γίνονταν μέσω ενός δικτύου μεσαζόντων, κομματικών εισπρακτόρων, κυβερνητικών παραγόντων και έμπιστων φίλων στον κρατικό μηχανισμό και τα ποσά μοιράζονταν σε υπουργούς, διοικητές κρατικών επιχειρήσεων, διοικητές κρατικών τραπεζών και κομματικούς βαρόνους. Προβλήματα ηθικής δεν υπήρχαν ή πνίγονταν εν τη γενέσει τους. Στην κατάθεσή του στους εισαγγελείς της επιχείρησης "Καθαρά Χέρια" ένας κομματικός χρυσοκάνθαρος ομολογεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι "όποιος κατείχε θέση στον κρατικό μηχανισμό και είχε εισοδήματα κάτω του πενταπλάσιου του μέσου οικογενειακού εισοδήματος ήταν stronzo (δηλαδή μαλ...)".
Ο ιταλικός πολιτικός κόσμος της εποχής είχε διχαστεί. Ενα κομμάτι του θεωρούσε καταστρεπτικό τον πολιτικό αμοραλισμό του Κραξισμού. Ενα δηλητήριο που θα απονέκρωνε την ήδη ασθενή πολιτική τάξη. Ενα άλλο, γοητευμένο από την επιτυχία του Κράξι -τους διθυράμβους των καναλιών του Μπερλουσκόνι, τις λαμπερές βραδιές με τους εργολάβους φίλους, τις κρουαζιέρες με τα σκάφη των βιομήχανων φίλων, την εκρηκτική άνοδο του χρηματιστηρίου και τη δυναμική είσοδο στην οικονομική ζωή μιας τάξης νέων επιχειρηματιών-, ασπάστηκε τη νέα ιδεολογία:
Πλουτίστε.
Κρίμα που ο Κράξι δεν έζησε αρκετά για να δει τον θρίαμβο του επιγόνου του, Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
ΥΓ.: Πάσα ομοιότης με πρόσωπα και γεγονότα της ελληνικής πολιτικής σκηνής είναι εσκεμμένη».
Ποιοι θα διορθώσουν τη διαιτησία;
Στην προχθεσινή ανακοίνωση του υπεύθυνου επικοινωνίας της ΠΑΕ Ολυμπιακός για το θέμα των επιστολών του ιδιοκτήτη της ΠΑΕ ΠΑΟ για τη διαιτησία, ανάμεσα στα άλλα, αναφέρεται ότι «το πρόβλημα της διαιτησίας πρέπει να το δούμε συνολικά και να προσπαθήσουμε να το λύσουμε η Λίγκα μαζί με την ΕΠΟ». Το ερώτημα που μου γεννά η συγκεκριμένη φράση έχει να κάνει με την ειλικρίνεια της σχετικής δήλωσης, όσο και με την ανιδιοτελή βούληση όλων των εμπλεκόμενων μερών στο θέμα της διαιτησίας. Και, φυσικά, προσπαθώ να καταλάβω αν οι εμπλεκόμενοι φορείς στο πρόβλημα που ονομάζεται «ελληνική διαιτησία» έχουν κοινή αντίληψη για τις αιτίες που γεννούν το πρόβλημα και, κυρίως, κοινή αντίληψη για τη λύση. Εκείνο που νομίζω, μέχρι να διαψευσθώ, είναι ότι οι ισχυροί ενδιαφέρονται περισσότερο από όλα για τη διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων. Διαφορετικά, θα έδειχναν το ενδιαφέρον και τη δυσφορία τους και για τις κακές διαιτησίες που ταλαιπωρούν τους μικρούς, που δεν έχουν καμία δυνατότητα να ελέγξουν ή να επηρεάσουν τη διαιτησία και την αθλητική δικαιοσύνη.