Υπάρχει ένα ανέκδοτο με ήρωα έναν Τεξανό σκοπευτή, ανέκδοτο που συχνά το χρησιμοποίησαν διάφοροι δημοσιογράφοι στις ΗΠΑ κυρίως, για να εξηγήσουν κάποιες από τις επιλογές της κυβέρνησης Μπους. Σύμφωνα με το ανέκδοτο, ένας σκοπευτής στέκεται σε μία απόσταση γύρω στα εκατό μέτρα από ένα φράκτη και αφού οπλίσει την καραμπίνα του, πυροβολεί για λίγα λεπτά προς τον φράκτη. Στη συνέχεια κατευθύνεται προς τον φράκτη με ένα κουτί άσπρη μπογιά και στα σημεία όπου υπάρχουν τρύπες από τις σφαίρες στον φράκτη, με επιμέλεια και σταθερό χέρι ζωγραφίζει γύρω από αυτές στόχους.
Αυτό το ανέκδοτο μου θυμίζει η πολιτική της ΑΕΚ στις μεταγραφές, τόσο του καλοκαιριού όσο και της περιόδου του Ιανουαρίου. Και αυτή η πολιτική βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με τους στόχους της ομάδας, οι οποίοι στον αγωνιστικό τομέα συνοψίζονται στη φράση «πρωτάθλημα φέτος με κάθε θυσία». Στη διατύπωση «κάθε θυσία» δεν περιλαμβάνονται οικονομικές θυσίες.
Εκείνο που αντιλαμβάνομαι -αν και μπορεί φυσικά να κάνω λάθος- είναι ότι αυτός ο στόχος του πρωταθλήματος είναι ένας στόχος που όρισε η διοίκηση της ομάδας ύστερα από την πίεση του κόσμου. Που, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν έχει την υπομονή να δει έναν προπονητή να φτιάχνει από την αρχή μία ομάδα που θα μπορούσε να γίνει πρωταγωνίστρια, χρησιμοποιώντας αρκετούς νεαρούς ποδοσφαιριστές. Αυτή η επιλογή, ενώ επίσημα φαινόταν να είναι η κεντρική επιλογή της διοίκησης πριν από δύο χρόνια, ξαφνικά πέρυσι άλλαξε.
Πέρυσι το καλοκαίρι άρχισε να φτιάχνεται μία ομάδα με πολύ στενό χρόνο αγωνιστικής ζωής -όπως φαίνεται και από τις ηλικίες βασικών ποδοσφαιριστών της εντεκάδας της-, υψηλό κόστος και ένα βραχυπρόθεσμο στόχο. Το πρωτάθλημα φέτος δεν διασφαλίζει ούτε καν την απευθείας πρόκριση στους ομίλους, γεγονός που σημαίνει πολλά για την πρόκληση που θα έχει να αντιμετωπίσει μία ομάδα σαν την ΑΕΚ, με τους μεγάλους σε ηλικία ποδοσφαιριστές.
Η μεταγραφή του Καλόν για 6 μήνες κινείται σε αυτή τη λογική. Υποθέτω ότι οι άνθρωποι της διοίκησης έχουν μετρήσει όλα τα ενδεχόμενα, διότι είναι φανερό ότι σε περίπτωση αποτυχίας στον στόχο «πρωτάθλημα» θα αντιμετωπίσουν ένα μεγάλο πισωγύρισμα σε επίπεδο στόχων, που όσο καλός κι αν είναι ο επικοινωνιολόγος σου, δεν αντιμετωπίζεται.
Στην απέναντι πλευρά, τόσο ο Ολυμπιακός όσο και ο ΠΑΟ κινούνται στο μεταγραφικό πεδίο με επιλογές που έχουν τον χαρακτήρα του μακροπρόθεσμου και γι’ αυτόν τον λόγο επενδύουν κυρίως σε νέους ποδοσφαιριστές, και φυσικά ξοδεύουν αρκετά χρήματα.
Η απροθυμία της διοίκησης της ΑΕΚ να ξοδέψει χρήματα για μεταγραφές προξενεί δυσαρέσκεια στους οπαδούς του «Δικεφάλου», που βλέπουν τους αντιπάλους τους να ενισχύονται, να παίρνουν νέους ποδοσφαιριστές ή και ακριβούς και την ομάδα τους να βολεύεται με δανεικούς ή με ποδοσφαιριστές με άδηλο μέλλον και ακόμη περισσότερο αμφίβολης ποδοσφαιρικής αξίας.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, οι πιθανότητες να πρωταγωνιστήσεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό και από τα χρήματα που ξοδεύεις. Και η διοίκηση του «Δικέφαλου», πιστή -και καλά κάνει- σε ένα συγκεκριμένο οικονομικό πλάνο, δεν ξοδεύει όσο οι δύο «αιώνιοι». Δεν έχει εξηγήσει όμως με σαφήνεια στους φίλους της ομάδας ούτε το πλάνο ούτε τη μακροπρόθεσμη φιλοσοφία της και τις προτεραιότητες που την ορίζουν. Ετσι, υπάρχει ο κίνδυνος, αν η ομάδα χάσει το πρωτάθλημα, το πρώτο κόστος να φανεί στην κίνηση των διαρκείας φέτος το καλοκαίρι.
Οι «ακρίδες του καπιταλισμού»
Τις ονομάζουν «ακρίδες του καπιταλισμού». Είναι το πιο μεγάλο και ισχυρό επενδυτικό όχημα των ημερών της παγκοσμιοποίησης. Οι εταιρείες private equity funds, εταιρείες διαχείρισης ιδιωτικών κεφαλαίων. Τι είναι αυτές οι εταιρείες, όμως; Είναι εταιρείες που συγκεντρώνουν κεφάλαια μέσω ιδιωτικών τοποθετήσεων, εξαγοράζοντας επιχειρήσεις, συνήθως με δανεικό χρήμα που φτάνει έως και το 70% της τιμής αγοράς, βάζοντας ως ενέχυρο, τις περισσότερες φορές, τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας. Σχεδόν πάντα, αφού εξυγιάνουν τις εξαγορασμένες επιχειρήσεις, εισηγμένες ή όχι στο χρηματιστήριο, τις μεταπωλούν, τις εισάγουν ή τις επανεισάγουν στο χρηματιστήριο και με το προσδοκώμενο κέρδος ξεπληρώνουν τα δανεικά.
Τα υπό διαχείριση κεφάλαια των εταιρειών private equity έφθαναν πέρυσι τον Ιούνιο στο 1,4 τρισ. δολάρια, ενώ σύμφωνα με μία μελέτη της γενικής ομοσπονδίας εργαζομένων της Βρετανίας (TUC), 1,2 εκατ. εργαζόμενοι, ένας στους 12 στον ιδιωτικό τομέα, εργάζονται σε εταιρεία που έχει εξαγοραστεί από private equity. Η TUC, μάλιστα, είναι ο μεγαλύτερος επικριτής αυτών των εταιρειών διαχείρισης κεφαλαίων, που τις κατηγορεί ότι αγοράζουν επιχειρήσεις με δανεικά, πράγμα που αποβαίνει σε βάρος των εργαζομένων.
Τα στοιχεία της TUC δείχνουν ότι οι εργαζόμενοι στις εξαγορασθείσες επιχειρήσεις χρησιμοποιούνται «ως η φθηνότερη μάρκα στο τραπέζι της ρουλέτας της καπιταλιστικής οικονομίας». Τα συνδικάτα παραπονιούνται ότι σε επιχειρήσεις που εξαγοράστηκαν από private equity υπήρξαν περικοπές θέσεων εργασίας και επιδείνωση των συνθηκών. Η μελέτη της TUC αναφέρει ότι στη Βρετανία και την Ολλανδία ο αριθμός των επιχειρήσεων που αναγνωρίζουν την ύπαρξη συνδικάτων μειώθηκε μετά την εξαγορά τους από 34% σε 29%. Το 40% επίσης των μάνατζερ των εν λόγω επιχειρήσεων δηλώνει ότι είναι εχθρικό απέναντι στα συνδικάτα.
Η εξαγορά ωστόσο επιχειρήσεων με υψηλά ποσοστά δανεισμού, σε εποχή που τα επιτόκια αυξάνονται και το χρήμα στενεύει, εγκυμονεί τον κίνδυνο ανώμαλης προσγείωσης. Πόσω μάλλον όταν οι εταιρείες private equity δρουν σε καθεστώς αδιαφάνειας και ανεπαρκούς εποπτείας, στηριζόμενες σε κεφάλαια τραπεζών, συνταξιοδοτικών ταμείων κ.λπ.
Η τηλεοπτική υπερβολή
Αν επρόκειτο για ένα γεγονός που η διάρκειά του δεν θα ξεπερνούσε τη μία ημέρα, πιθανόν οι υπερβολές να ήταν και ανεκτές. Ομως, το τετραήμερο πένθος για τον θάνατο του αρχιεπισκόπου θα μας εξαντλήσει από τις τηλεοπτικές υπερβολές των καναλιών, που στο τέλος καταντούν να απογυμνώνουν την τραγική διάσταση του γεγονότος και να το εξωθούν στη σφαίρα του γελοίου. Τηλεκουτσομπόλες, που παίρνουν πένθιμο ύφος λες και παίζουν σε λατινοαμερικανικό μελό, προσπαθούν να μιλήσουν για κάτι που αγνοούν με μία υποκρισία που συγγενεύει με την ελαφρότητα. Αλλά και οι θεωρούμενες σοβαρές δημοσιογραφικές εκπομπές, όπου ο καθένας βγάζει τη δική του συνέντευξη με τον μακαριστό αρχιεπίσκοπο για να υπογραμμίσει τον δημοσιογραφικό ναρκισσισμό του, δεν συμβάλλουν στην αποτίμηση της πολιτείας του αρχιεπισκόπου, παρά εκφυλίζονται σε μία υπερβολή που συναντά το άλλο άκρο της. Τέτοια αντιμετώπιση δεν αξίζει σε κανέναν.