Το ανησυχητικό δεν είναι οι κακές διαιτησίες των τελευταίων αγωνιστικών. Το ανησυχητικό είναι ότι όποιος διαιτητής κάνει λάθη εναντίον των μεγάλων πηγαίνει σπίτι του, αλλά όποιος τους αβαντάρει μεγάλη πόρτα διαβαίνει και μεγάλη τύχη έχει. Το ανησυχητικό δεν είναι ότι ο Γερμανάκος έδωσε το πέναλτι στον Καραγκούνη και ο Μαζαράκος στον Κοβάσεβιτς, το ανησυχητικό είναι ότι και οι δύο, σύμφωνα με τους παρατηρητές τους, αρίστευσαν, ενώ ο Τσίκινης, που έδωσε το παραμυθένιο πέναλτι εναντίον του Ολυμπιακού με την Ξάνθη, κούνησε μαντίλι. Οι παρατηρητές από κριτές των διαιτητών μεταβλήθηκαν σε παρατηρητές των συμφερόντων του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού, στέλνοντας το μήνυμα τι πρέπει να κάνει ο «καλός» διαιτητής που θέλει να επιζήσει. Και για να συμπληρωθεί η εικόνα, εκτός από τους ραγιάδες των μεγάλων, έχουμε και τους καβαλημένους.
Ο Κύρος Βασσάρας μπορεί να έχει μια δικαιολογία. Οντας ο μοναδικός πρώτης κλάσεως διαιτητής που αντιστάθηκε στην Παράγκα, ο Βασσάρας μοιάζει να σιχάθηκε το ελληνικό πρωτάθλημα. Τέλος πάντων, γι' αυτό ή για κάτι άλλο ο Βασσάρας αποφάσισε να σταματήσει να διαιτητεύει στην Ελλάδα. Αντε και ο Γιώργος Κασναφέρης να έχει τη δική του δικαιολογία. Η Γαβριέλα να ήταν η μαμά σου, κάποια στιγμή θα βαρεθείς να ακούς να τραγουδάνε το επάγγελμά της. Για τον Κασναφέρη η στιγμή ήταν το ματς στην Τούμπα. Παρέδωσε τη σφυρίχτρα στον τέταρτο διαιτητή, ευχαρίστησε τους οπαδούς για την αγάπη τους και for all means and purposes είναι εκτός ελληνικής διαιτησίας, μια και την επόμενη φορά αν πάρει ανάποδες, μπορεί να διακόψει το ματς λέγοντας «ήθελα να τιμήσω τους δικούς μου». Από εκεί και πέρα, ακολουθούν διαιτητές που δεν σφυρίζουν δύσκολα ματς για να προφυλαχθούν, όπως ο Κουκουλάκης, διαιτητές που σφυρίζουν δύσκολα ματς και πρέπει να προφυλασσόμαστε όλοι από αυτούς, όπως ο Μαζαράκος, καλοί, κακοί και αόμματοι και ο εκλεκτός superstar της ΕΠΟ. Ο ακαταμάχητος Αναστάσιος Κάκος.
Το ότι ο Κάκος ήταν αθλητής του στίβου, έπαιξε ποδόσφαιρο, έχει ωραίο παράστημα, γουστάρει τα μπουζούκια και τιμά τον Ψυχομάνη, τον Γκαγκάτση και το προεδρείο της ΕΠΟ δεν σημαίνει ότι έχει cart blanche να αποφασίζει ό,τι γουστάρει. Στο ματς του ΠΑΟΚ με την Ξάνθη ο Κάκος έδωσε ένα πέναλτι υπέρ του ΠΑΟΚ που γέλασε η Ανω και η Κάτω Τούμπα. Στο ματς του Εργοτέλη με τον ΟΦΗ χάρη στον Κάκο μπορέσαμε να μάθουμε ότι στη Νιγηρία και τα Καμίνια το πέναλτι προφέρεται «πενάλτι». Στη συνέντευξη Τύπου μετά το ματς μέχρι και πέντε φορές φώναξε τη λέξη «πενάλτι» ο Ογκουνσότο για να περιγράψει τη φάση που ο Ισά μπροστά στα μάτια του Κάκου του τραβάει τη φανέλα, μέχρι να μάθει το πανελλήνιο ότι ο Νιγηριανός προτιμάει το μπλε στα εσώρουχα.
Το ζητούμενο δεν είναι οι αλάνθαστοι διαιτητές. Τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Το ζητούμενο είναι να μην είναι ραγιάδες ή νούμερα. Τέτοιο πράγμα υπάρχει. Φτάνει κάποιος να έχει τη διάθεση και κυρίως τους λόγους για να το ψάξει.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα στη ζωή μου κάποιους αθλητές. Το μεγάλο γαλλικό δίδυμο των μεγάλων αποστάσεων, Ζαζί και Μιμούν, όταν τη δεκαετία του '50 είχαν αγωνιστεί στο Καλλιμάρμαρο. Τον Πελέ στα ασπρόμαυρα κινηματογραφικά επίκαιρα να σκοράρει εναντίον της Σουηδίας. Τον Ροντ Λέιβερ στα τέλη της δεκαετίας του '60, να διαλύει το ηθικό κάθε αντίπαλου τενίστα γυρίζοντας μπάλες από εκεί που άλλοι θα τις κοιτούσαν. Τον Βέλιμιρ Ζάετς να κατεβάζει την μπάλα σαν Βαλκάνιος Μπεκενμπάουερ στο Ευρωπαϊκό του 1988. Τον Τεόφιλο Στίβενσον να διαλύει τον Ντουέιν Μπόμπικ, τον Ιαν Θορπ να κυνηγάει το ρεκόρ του Μαρκ Σπιτς στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ και πιο πρόσφατα τον Σωτήρη Νίνη να φέρνει μια φρεσκάδα στο ελληνικό ποδόσφαιρο που μοιάζει να μην αντέχει. Αν μου έλεγαν ποια πρώτη εμφάνιση θα ήθελα να έχω παρακολουθήσει αλλά δεν μπόρεσα, θα απαντούσα την πρώτη του Βασίλη Χατζηπαναγή, τον Δεκέμβριο του 1975, στο ματς εναντίον της Βέροιας. Και αν με ρωτούσαν ποια πρώτη εμφάνιση μπορεί να ανήκει σε αυτές που θα υπάρξουν σε ένα μελλοντικό all time best, είναι η προχθεσινή του Φερνάντο Μπελούτσι.
Είναι ελάχιστες οι φορές που ένας παίκτης μπαίνοντας αλλαγή στην πρώτη του εμφάνιση σε μια ομάδα έχει αλλάξει τόσο ριζικά τον χαρακτήρα της όσο ο Μπελούτσι άλλαξε τον προχθεσινό Ολυμπιακό. Ο λόγος είναι προφανής. Υπάρχουν παίκτες που με την μπάλα στα πόδια μπορούν να γίνονται επικίνδυνοι. Οι μεγάλοι, όμως, πασαδόροι κάνουν τους συμπαίκτες τους επικίνδυνους και όποιος είχε αμφιβολίες για το πόσο σημαντική είναι η παρουσία ενός ποιοτικού πασαδόρου στα χαφ του Ολυμπιακού, δεν έχει παρά να σκεφτεί τον Ολυμπιακό με ή χωρίς Μπελούτσι και το πώς με την είσοδο του Αργεντινού η μέχρι εκείνη τη στιγμή συμπαγής άμυνα του Αρη έγινε έμενταλ εισαγωγής. Μέχρι και 20 χιλιάδες λέξεις για «ματ του Μπάγεβιτς στον Λεμονή» και «μαθήματα προπονητικής από τον Σέρβο στον "sir Takis"» πρέπει να πετάχτηκαν στα σκουπίδια με την είσοδο του Μπελούτσι και του Λεντέσμα, που εκτός της απόδοσής τους ανέβασαν και τον Στολτίδη.
Με τον Μπελούτσι δεξιά, τον Στολτίδη αριστερά και τον Λεντέσμα στο κέντρο, ο Ολυμπιακός αποκτά την ποιοτικότερη γραμμή μέσων του 4-3-3 ή του 4-5-1, που από πλευράς ΑΕΚ μπορεί να ισορροπηθεί μόνο από μια εμφάνιση του Ριβάλντο επιπέδου Μουντιάλ 2002 και από πλευράς Παναθηναϊκού από ένα come back καλύτερο από το πρώτο come του Εζεκίελ Γκονζάλες.
Το ερώτημα για τον Ολυμπιακό είναι πόσα καλά ματς έχει η πρώτη του ενδεκάδα. Χονδρικά και σε περίπτωση που συνεχίσει να ενδιαφέρεται για το Κύπελλο, χρειάζεται οκτώ καλές εμφανίσεις στην Ελλάδα και δύο σπουδαίες στην Ευρώπη, έτσι ώστε ακόμα κι αν δεν προκριθεί με την Τσέλσι, να μη διαλυθεί από κάποια συντριπτική ήττα. Χρειάζεται ένα σερί νικών μέχρι και το ματς με την ΑΕΚ, μια και λόγω επιπέδου αν βρίσκεται μπροστά τρία ματς πριν από το τέλος, δύσκολα θα χάσει το πρωτάθλημα. Θεωρητικά δέκα καλά ματς είναι δυνατά. Στην πράξη, όμως, τα δύο ματς με την Τσέλσι θα απορροφήσουν τόση ενέργεια, που τα δέκα είναι πολλά. Γεγονός που κάνει την ΑΕΚ να παραμένει το φαβορί για την κατάκτηση του τίτλου. Sorry, όμως, Γιώργο Χελάκη, όχι πια «μεγάλο». Οχι λόγω Ολυμπιακού, αλλά επειδή ο Παναθηναϊκός μοιάζει να βρίσκει αγωνιστικό χαρακτήρα.
Ο αγωνιστικός χαρακτήρας του Παναθηναϊκού είναι αυτός που πάντα επιθυμούσε ο ιδιοκτήτης του. Μια ομάδα από εργάτες που μπορεί να σκάσει κάθε αντίπαλο στο πρεσάρισμα, που μπορεί να τον τρέξει στην αντεπίθεση, αλλά δεν έχει για την ώρα την ποιότητα στα χαφ για να μπορέσει να τον διαλύσει, αν τολμήσει να κλειστεί. Το «για την ώρα» γράφεται διότι η επιστροφή του Γκονζάλες σε πλήρη ετοιμότητα είναι κοντά. Για να πάρει το πρωτάθλημα ο Παναθηναϊκός χρειάζεται τον Γκονζάλες ή τον Καραγκούνη και σε ιδανικές συνθήκες και τους δύο. Ο Αντρέας Ιβανσιτς είναι το ίδιο ή και περισσότερο ποιοτικός, αλλά το φόρτε του είναι οι ανοιχτές άμυνες, και ο Μάτος είναι πολύτιμος, αλλά ρολίστας. Για τον Παναθηναϊκό τα επόμενα τρία ματς, με Αστέρα και Βέροια εντός και Ατρόμητο εκτός, είναι καθοριστικά. Αν πετύχει τρεις νίκες, η πίεση περνάει στην ΑΕΚ, που αν έχει και τον Ολυμπιακό κοντά νομίζω ότι θα λαλήσει.
Παρά τα όσα γράφονται, κάθε ομάδα παρακολουθεί τα αποτελέσματα της άλλης. Το χειρότερο δεν είναι αν ο αντίπαλος «καθαρίζει» τα παιχνίδια, αλλά αν τα «καθαρίζει» τη στιγμή που έμοιαζαν χαμένα. Στην ΑΕΚ οι παίκτες θα έπρεπε να έχουν σιδερένια νεύρα για να αντέξουν τις νίκες του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού επί της Καλαμαριάς και του Αρη αντίστοιχα. Οχι μόνο επειδή σημειώθηκαν στο τέλος των αγώνων, αλλά επειδή ήρθαν από δύο ανύπαρκτα πέναλτι. Ακόμα και μια συνηθισμένη ομάδα σε τέτοιες περιπτώσεις αρχίζει να σκέφτεται ότι ο αγώνας της μπορεί να αποδειχθεί μάταιος λόγω της διαιτησίας. Πόσω μάλλον η ΑΕΚ, που προτού γίνουν οι δύο αγώνες είχαν αρχίσει οι δηλώσεις περί «χεσμένων» διαιτητών και καλικατζάρων. Επίσης, η ΑΕΚ παίζει με ένα επιπλέον βάρος. Της ομάδας της μιας χρήσης, που αυτοσκοπός της είναι η κατάκτηση του φετινού πρωταθλήματος.
Είναι δύσκολο η με εξάμηνο δανεισμό μεταγραφή του Μοχάμεντ Καλόν να ενταχθεί στο μόλις πριν από δύο χρόνια εξαγγελθέν σχέδιο της ΑΕΚ για μια ομάδα από πιτσιρικάδες κάτω των 21. Η νοοτροπία της φετινής ΑΕΚ δεν έχει σχέση με ηλικία και με θέαμα, αλλά μόνο με την κατάκτηση του τίτλου. «Φέρ' τον, φθηνός είναι και αν σκοράρει και πάρουμε το πρωτάθλημα, του χρόνου βλέπουμε». Μεροδούλι, μεροφάι και ο Τσεβάς του προχθές είναι Χετεμάι του χθες και Παυλής του σήμερα, με τους παίκτες της ΑΕΚ να μετατρέπονται από ρόστερ σε κωμόπολη. Η ΑΕΚ παραμένει το φαβορί, αλλά αν ρωτήσεις και τον φανατικότερο οπαδό της αν το πρωτάθλημα πρέπει να κριθεί στα ντέρμπι τι νομίζει ότι θα γίνει, μπορεί και να κλάψει. Για να κερδίσει το πρωτάθλημα η ΑΕΚ χρειάζεται να νικήσει τη Λάρισα στον επόμενο εκτός έδρας αγώνα και να πάρει το ένα από τα δύο ντέρμπι. Το πρώτο γίνεται. Το δεύτερο, όμως, το ντέρμπι εναντίον του Παναθηναϊκού, είναι το δύσκολο και αν η ΑΕΚ το χάσει και πρέπει οπωσδήποτε να κερδίσει το ματς με τον Ολυμπιακό, το πρώτο ανάποδο σφύριγμα κινδυνεύει να τη διαλύσει.
Κλείνοντας το κομμάτι όπως το άρχισα, αν υπάρχει κάτι για το οποίο στενοχωριέμαι, είναι ότι δεν βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη για να παρακολουθώ τον ΠΑΟΚ. Κάτι ανάμεσα σε συγκίνηση, λαϊκή διακυβέρνηση και καρακιτσαριό, ο φετινός ΠΑΟΚ με την προσπάθειά του να μιμηθεί το πρότυπο της τεχνοκρατικής ΑΕΚ μάλλον διακωμωδεί το μοντέλο. Οσοι, λοιπόν, γουστάρετε ΠΑΟΚ αλλά δεν μπορείτε να τον ζήσετε από κοντά, βολευτείτε με αυτό το απόσπασμα της «Ελληνοφρένειας», το οποίο θα βρείτε στο http://www.youtube.com/watch?v=uSjPy5S_F48, με τον ακαταμάχητο Ζουράρι να ανακηρύσσει τον Ζαγοράκη πρωθυπουργό.