Το δεύτερο πρωτάθλημα που οργανώνει η Σούπερ Λίγκα πλησιάζει στην εικοστή αγωνιστική, στα 2/3 της απόστασής του. Εχει γίνει φανερό, εδώ και καιρό, ότι το φετινό πρωτάθλημα είναι υπόθεση τριών ομάδων. Του παλιού ΠΟΚ, δηλαδή. Και φοβάμαι ότι θα είναι υπόθεση αυτών των τριών, για αρκετά χρόνια ακόμα με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τη θεαματικότητα, το επίπεδο ανταγωνισμού, την ποιότητα του ποδοσφαίρου και την εμπορικότητα του πρωταθλήματος.
Και οι τρεις βασικοί διεκδικητές θέλουν τον τίτλο, γιατί έτσι θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν μία ευκαιρία παραπάνω, ώστε να διεκδικήσουν την πρόκριση στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ. Μία πρόκριση που κυνηγούν όλοι, πρώτα για το χρήμα και κατόπιν για τη φήμη. Μάλιστα, από φέτος που έχουμε χάσει το δικαίωμα της απευθείας πρόκρισης στους ομίλους, η εξασφάλιση του τίτλου είναι ακόμα σπουδαιότερη υπόθεση. Και οι τρεις διεκδικητές έχουν τις ίδιες πιθανότητες και ο τίτλος θα κριθεί, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, στις λεπτομέρειες.
Το προβάδισμα το έχει εκείνος που θα κάνει τα λιγότερα λάθη. Και οι τρεις διεκδικητές κάνουν λάθη φέτος και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η βαθμολογική διαφορά τους είναι μικρή και η κορυφή έχει ενδιαφέρον. Αλλά μόνο για τους τρεις διεκδικητές. Οι υπόλοιποι είναι ακόμα μακριά από το επίπεδο της κορυφής. Εκτός από τους τρεις της κορυφής, μπορεί κάποιος να παρατηρήσει ότι στο ελληνικό πρωτάθλημα διαμορφώνονται δύο ακόμα ζώνες δυναμικότητας.
Η δεύτερη ζώνη δυναμικότητας περιλαμβάνει τις ομάδες που βρίσκονται από την 4η μέχρι και τη 10η θέση. Μία ζώνη στην οποία η δυναμικότητα των ομάδων δεν έχει μεγάλες διαφορές και συνήθως καθοριστικό ρόλο στην αγωνιστική παρουσία της καθεμιάς παίζουν τα οργανωτικά και οικονομικά δεδομένα της κάθε χρονιάς. Είναι σαφές ότι η οικονομική θέση κάποιων από αυτές μπορεί να βελτιωθεί στο μέλλον όπως του Αστέρα Τρίπολης, της Λάρισας και του Πανιωνίου, αν αποκτήσουν καινούργια γήπεδα. Μία εξέλιξη που θα τους επιτρέψει έναν καλύτερο οικονομικό σχεδιασμό και θα βοηθήσει στην αγωνιστική ενίσχυσή τους. Η βοήθεια, βέβαια, αυτή δεν θα είναι τέτοια που να τους επιτρέψει να μπουν σφήνα στην τριάδα των διεκδικητών του τίτλου.
Η τρίτη ζώνη περιλαμβάνει τις ομάδες που ο βασικός στόχος τους είναι να αποφύγουν τον υποβιβασμό. Είναι οι ασθενέστερες ομάδες του βαθμολογικού πίνακα και η κατάστασή τους μπορεί να αλλάξει μόνο αν περάσουν στα χέρια κάποιου ιδιοκτήτη με γερό πορτοφόλι, οργανωτικές ικανότητες και καλή γνώση του χώρου. Για μία χώρα όπως η Ελλάδα, στην οποία η υπερβολή είναι βασικό χαρακτηριστικό αξιολογήσεων και ενεργειών -για παράδειγμα, ο αριθμός των ΠΑΕ είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο γερμανικό- οι 16 ομάδες για τη Σούπερ Λίγκα είναι μεγάλος.
Το πρωτάθλημα για να γίνει ελκυστικό και ανταγωνιστικό είναι σαφές ότι πρέπει να διασφαλίσει όσο το δυνατόν μικρότερο άνοιγμα στην ψαλίδα της αγωνιστικής και της οικονομικής δυναμικότητας. Και αυτό δεν συμβαίνει και δεν φαίνεται να υπάρχει η βούληση από τη Σούπερ Λίγκα να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Οσο δεν υπάρχει κεντρική οικονομική διαχείριση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων, ώστε να μοιράζονται αναλογικά τα χρήματα, και όσο δεν έχει γίνει συνείδηση η σπουδαιότητα της οικονομικής διαφάνειας και η απουσία εξωθεσμικών κέντρων που θα επηρεάζουν τη διεξαγωγή του πρωταθλήματος, τότε θα παρακολουθούμε, όσοι το αντέχουμε, ένα «φτωχό» πρωτάθλημα πολύ περιορισμένων δυνατοτήτων.
Η «ισότητα» των αγορών
Τον περασμένο Νοέμβριο, όταν είχαν αρχίσει να γίνονται φανερές οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης, που ξεκίνησε με το σκάσιμο της «φούσκας» των αμερικανικών ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας δήλωσε ότι η χώρα μας είναι οχυρωμένη και δεν έχει να φοβάται ότι μπορεί να πληγεί από την κρίση που είχε πάρει παγκόσμιο χαρακτήρα.
Επρόκειτο, φυσικά, για μία ακόμα δήλωση μπαλαφάρα, για ένα ψέμα που είπε ο Αλογογκούφης για να καθησυχάσει την αγορά και το χρηματιστήριο. Το σύστημα των ελεύθερων αγορών χωρίς σύνορα και περιορισμούς στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, πέρα από τα αμύθητα πλούτη που εξασφαλίζει σε ελάχιστους, αποδεικνύεται ένα ιδανικό γήπεδο για κερδοσκόπους και επιπλέον καλός αγωγός για την ταχύτατη διάδοση όλων των ιών της απληστίας που ταρακουνάνε το σύστημα. Στην Ελλάδα, η κρίση έπληξε πρώτα τις τράπεζες και τα επιτόκια και στη συνέχεια το χρηματιστήριο.
Από αυτή την κρίση εκτιμάται ότι οι ζημιές θα φτάσουν τα 400 δισ. δολάρια, ποσό που είναι το μεγαλύτερο από την εποχή του κραχ του '29. Εκείνο που έχει γίνει φανερό είναι ότι οι χώρες και οι πολίτες δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να προστατευθούν από τις κρίσεις του συστήματος, που οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην απουσία ελέγχων και νόμων και κυρίως στα παιχνίδια των κερδοσκόπων. Οι τελευταίοι επιδιώκουν να έχουν κέρδη χωρίς ή με το μικρότερο δυνατό κόστος και αποφεύγοντας να τοποθετήσουν κεφάλαια στην παραγωγική οικονομική διαδικασία, επικεντρώνοντας τη δραστηριότητά τους στα χρηματιστήρια που διακινείται ο συντριπτικός όγκος των κεφαλαίων καθημερινά.
Ενα κεφάλαιο άυλο, που είναι απλώς νούμερα σε οθόνες υπολογιστών, που κανείς δεν γνωρίζει από πού έρχεται και πού πάει τις περισσότερες φορές. Αυτή η τελευταία κρίση, που είναι η δεύτερη μεγάλη κρίση μέσα σε μία εξαετία μετά την κατάρρευση των εταιρειών .com το 2001 δείχνει, για πολλούς ότι το άναρχο και χωρίς έλεγχο αυτό σύστημα της παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας έχει φθάσει τα όριά του. Εχει μεταβληθεί σε ένα ληστρικό πλέον σύστημα που αν δεν αλλάξει εκ βάθρων, θα οδηγήσει στην καταστροφή του πλανήτη. Μία καταστροφή της οποίας τα πρώτα σημάδια είναι πολύ έντονα για να τα αγνοήσουμε.
Ενας διαφορετικός ιεράρχης
Είναι σαφές ότι η ιστορική αξιολόγηση της συνεισφοράς του αρχιεπισκόπου θα πραγματοποιηθεί εν ευθέτω χρόνω. Δεν μπορεί να αρνηθεί κάποιος ότι κατά τη δεκαετή περίοδο που βρέθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο συνέβησαν πρωτοφανή πράγματα. Από τα ιερά συλλαλητήρια για τις ταυτότητες μέχρι τα σεξουαλικά και οικονομικά σκάνδαλα μέσα στους κόλπους της ιεραρχίας. Το κορυφαίο ίσως χαρακτηριστικό της αρχιεπισκοπικής δράσης του ήταν η παρουσία της εκκλησίας στο καθημερινό πολιτικό γίγνεσθαι (χάρη και στις μιντιακές ικανότητές του) με παρεμβατική διάθεση σε ζητήματα παιδείας και εξωτερικής πολιτικής -με απόψεις κάθε άλλο παρά προοδευτικές- το άνοιγμα των ιερών ναών στην τηλεόραση και η ιδιαίτερη φροντίδα του για τη βελτίωση των οικονομικών δεδομένων και περιουσιακών στοιχείων της εκκλησίας. Η διαμόρφωση κοσμικού χαρακτήρα της εκκλησίας που επιχείρησε ο μακαριστός Χριστόδουλος μπορεί να θεωρηθεί μία προσπάθεια εκσυγχρονισμού, που όμως περιόρισε αισθητά την πνευματικότητα της εκκλησίας. Η ισχυρή προσωπικότητά του φάνηκε ιδιαίτερα στο τελευταίο διάστημα της δοκιμασίας του, που την αντιμετώπισε με θάρρος, αξιοπρέπεια και γενναιότητα.