Τον τελευταίο καιρό το σύνολο των ειδήσεων που αφορούν τη Λίβερπουλ επικεντρώνεται γύρω από το ενδεχόμενο της αποχώρησης του Μπενίτεθ από τον πάγκο της ομάδας του μεγάλου λιμανιού.
Οι φίλοι και οι ιδιοκτήτες της ομάδας είναι δυσαρεστημένοι με τον Ισπανό προπονητή, ο οποίος όσο καιρό βρίσκεται στο «Ανφιλντ» δεν έχει καταφέρει να βάλει την ομάδα του σφήνα στην κυρίαρχη τριάδα της Πρέμιερσιπ που αποτελούν οι Τσέλσι, Αρσεναλ και Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ο μεγάλος καημός των φίλων της ομάδας, ένας καημός 18 χρόνων, είναι το πρωτάθλημα.
Και ο Μπενίτεθ στον ανταγωνισμό της Πρέμιερσιπ βρίσκεται πολύ πίσω. Αυτή η καθυστέρηση δεν έχει να κάνει τόσο με την ικανότητά του ως προπονητή, αφού ο ίδιος άνθρωπος είναι που έχει οδηγήσει τη Λίβερπουλ σε δύο τελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ, από τους οποίους έχει κατακτήσει τον έναν. Είναι δεδομένο ότι ο ανταγωνισμός της Πρέμιερσιπ, εκτός από τους αγωνιστικούς χώρους, γίνεται και στα πορτοφόλια. Και σ' αυτό το σημείο η Λίβερπουλ, εδώ και χρόνια, έχει μείνει αρκετά πιο πίσω από τους ανταγωνιστές της.
Ακόμα και η απόκτηση του Τόρες από τη Λίβερπουλ δεν ήταν θέμα οικονομικό, παρά το γεγονός ότι η Λίβερπουλ σπάνια ξόδευε τόσα πολλά όσα έδωσε για τον νεαρό Ισπανό. Ο Μπενίτεθ, όταν τον ρώτησαν πώς κατάφερε να αποκτήσει έναν ποδοσφαιριστή που κυνηγούσαν ομάδες με μεγαλύτερες οικονομικές δυνατότητες από την ομάδα του «Ανφιλντ», απαντούσε χαριτολογώντας ότι «ήρθε σε εμάς γιατί μιλάω καλύτερα ισπανικά από τους άλλους». Η καλή του σχέση με τον Τόρες και η ένταξή του στους «κόκκινους» δεν έφεραν τα κέρδη που περίμεναν και ο Μπενίτεθ και ο κόσμος.
Ο πρωταθλητισμός, τώρα πια, γίνεται με άλλους όρους, με τους οποίους τόσο η διοίκηση της ομάδας όσο και η τεχνική ηγεσία της δεν είναι εξοικειωμένες. Θυμάμαι ότι όταν οι δύο Αμερικανοκαναδοί ιδιοκτήτες Τζίλετ και Χικς αγόρασαν την ομάδα, μετά την εξαγορά της Γιουνάιτεντ από τον Γκλέιζερ, δημιουργήθηκε ένα κλίμα ενθουσιασμού στους φίλους της ομάδας, που περίμεναν ότι οι νέοι ιδιοκτήτες θα ξόδευαν αρκετά χρήματα, τόσο για ποδοσφαιριστές όσο και για την ανέγερση ενός νέου γηπέδου.
Μία προϋπόθεση απαραίτητη για να μπορέσει να ανταποκριθεί η ομάδα στις απαιτήσεις του οικονομικού ανταγωνισμού, αφού η Μάντσεστερ συγκεντρώνει έσοδα από ένα γήπεδο 75 χιλιάδων θέσεων και η Αρσεναλ από ένα σύγχρονο 60 χιλιάδων. Ακόμα και η Τσέλσι, εκτός από το πορτοφόλι του Αμπράμοβιτς, έχει ένα γήπεδο με περίπου 10 χιλιάδες περισσότερες θέσεις από το «Ανφιλντ». Το κόστος ενός τέτοιου σχεδίου ξεπερνάει τα 300 εκατομμύρια ευρώ αλλά, ως φαίνεται, οι ιδιοκτήτες της ομάδας δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε τέτοιες απαιτήσεις.
Οχι μόνο της κατασκευής του γηπέδου, αλλά και της γενικότερης οικονομικής διαχείρισης, στην οποία περιλαμβάνεται και η εξυπηρέτηση του χρέους των 350 εκατομμυρίων ευρώ, που δημιούργησαν οι σημερινοί ιδιοκτήτες, οι οποίοι δανείστηκαν για να αγοράσουν. Η οικονομική πραγματικότητα της Πρέμιερσιπ είναι πολύ δυσκολότερη απ' όσο οι Χικς και Τζίλετ είχαν υπολογίσει.
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο άρχισαν να εμφανίζονται πλέον στον αγγλικό οικονομικό Τύπο πληροφορίες για το ενδεχόμενο πώλησης της ομάδας. Επικρατέστερος αγοραστής εμφανίζεται η επενδυτική εταιρεία του εμίρη του Ντουμπάι, η DIC, που φέρεται διατεθειμένη να δώσει 500 εκατομμύρια ευρώ.
Οι συζητήσεις έχουν ήδη ξεκινήσει και είναι πιθανό να ολοκληρωθούν μέχρι το τέλος του μήνα. Και αν η συναλλαγή ολοκληρωθεί, οι Χικς και Τζίλετ θα έχουν αποκομίσει από 75 εκατομμύρια ευρώ κέρδος ο καθένας. Η Λίβερπουλ όμως τι θα έχει κερδίσει;
Μετά το ντέρμπι
Ωραίο ποδόσφαιρο είδαμε. Πολλές και καλές φάσεις. Πολύ καλή ατμόσφαιρα, παρά την αφελή δήλωση του Γιάννη Βαρδινογιάννη που μπορεί να είχε δυναμιτίσει την ατμόσφαιρα. Κακή διαιτησία για ένα ακόμα παιχνίδι, αλλά φαντάζομαι ότι αυτή είναι μία μόνιμη πληγή του ελληνικού πρωταθλήματος.
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες επισημάνσεις που έγιναν για το ντέρμπι, σε συνδυασμό με το θέαμα, είναι αυτή που σημειώνει ότι έλειπαν και από τις δύο ομάδες τα αμυντικά χαφ που μπορούν να στραγγαλίσουν το παιχνίδι. Που κυριαρχούν στον χώρο του κέντρου και μπορούν να καταστρέψουν την ανάπτυξη του παιχνιδιού. Αυτό, πάντως, είχε διαφορετική επίπτωση στον τρόπο παιχνιδιού της κάθε ομάδας.
Στον ΠΑΟ, οι Τζιόλης και Σιμάο δεν χρειάστηκε να δείξουν προσόντα ανασταλτικού μέσου, αλλά να συνεισφέρουν περισσότερο στην ανάπτυξη του παιχνιδιού, πράγμα που έκαναν εκμεταλλευόμενοι την τρύπα των «κόκκινων» στα χαφ. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σε όλο το δεύτερο ημίχρονο οι επιθέσεις του ΠΑΟ γίνονταν όλες κατά μέτωπον, χωρίς κανείς στον χώρο του κέντρου να μπορεί να μπλοκάρει το παιχνίδι.
Αυτό είχε αποτέλεσμα να μεγαλώσει και η πίεση στην αμυντική γραμμή του Ολυμπιακού, που έδειξε ότι είναι -ή τουλάχιστον ήταν στο προχθεσινό παιχνίδι- ιδιαίτερα προβληματική. Το προχθεσινό ντέρμπι, σε ό,τι αφορά τον ΠΑΟ, έβγαλε την εικόνα του «έτσι μπορώ να παίξω». Από την άλλη, οι «ερυθρόλευκοι» έβγαλαν την εικόνα του «τόσο μπορώ, τόσο παίζω».
Και αυτή η εικόνα αναδεικνύει το φετινό μεγάλο πρόβλημα της ομάδας, που έχει μάλλον διττό χαρακτήρα. Αφενός μεν δεν είναι επαρκές σε εναλλακτικές λύσεις το ρόστερ της ομάδας, αφετέρου, ή μάλλον εξαιτίας αυτού, οι υπάρχοντες ποδοσφαιριστές επιχειρείται να καλύψουν περισσότερες της μιας θέσεις, χωρίς όμως να παίζουν καλά αυτές τις θέσεις.
Το ερώτημα είναι αν στον Ολυμπιακό πιστεύουν ότι με αυτή την εικόνα θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στις αγωνιστικές προκλήσεις της χρονιάς. Η γνώμη μου είναι πως όχι. Και αυτή η επιλογή θα έχει κόστος. Το έχουν υπολογίσει εκεί στον Πειραιά;
Ολα τα συνηθίζει κανείς
Το χειρότερο, με την υπόθεση Ζαχόπουλου, δεν είναι ότι ανακαλύπτουμε καθημερινά -όσοι θέλουμε να το δούμε- την έκταση της χειραγώγησης της κοινής γνώμης. Δεν είναι επίσης ότι ανακαλύπτουμε καθημερινά ότι ο ξεπεσμός αυτού που από κάποιους ορίζεται -καθ' υπερβολή- ως δημοσιογραφία δεν έχει πάτο στην κατρακύλα. Το χειρότερο είναι ότι εθιζόμαστε σε μία νοσηρή, αισχρή, ανήθικη, εμπορευματική και εν τέλει χυδαία αντίληψη για την πολιτική και την ενημέρωση. Και αυτός ο εθισμός γίνεται με την ευθύνη, εκτός των ΜΜΕ, και των δύο εκπροσώπων του δικομματισμού, που θεωρούν ότι μία τέτοια αντίληψη και ένα τέτοιο κλίμα εξυπηρετούν τις επιδιώξεις τους. Εχουμε φτάσει στο σημείο το αυτονόητο, η μη δημοσίευση των φωτογραφιών, να θεωρείται παράσημο αξιέπαινης συμπεριφοράς. Οπως κάποτε με τον «αυριανισμό», που δημιούργησε πρότυπα συμπεριφοράς, φοβούμαι πως και τώρα θα έχουμε την επανάληψη ενός φαινομένου ακόμα χειρότερου, που κολακεύει τα χειρότερα ένστικτα, αλλά τελικά το συνηθίζεις.