Η επίμαχη δήλωση Τζίγκερ, λοιπόν. Για αρχή, ενώ πασχίζουμε να μαθαίνουμε πώς προφέρονται σωστά οι ξένες λέξεις, ιδίως τα ονόματα των προπονητών και των ποδοσφαιριστών, την ίδια στιγμή ελλοχεύει ο κίνδυνος να (ξε)χάσουμε την έννοια των ελληνικών! Λέξεων. Η σημιτική φρικαλεότητα «να βελτιώσουμε τα λάθη». Δηλαδή, να κάνουμε καλύτερα λάθη. Ας προσπαθήσουμε να το(ν) αντιμετωπίσουμε.
Ο Τζίγκερ δεν έκανε, στην εορταστική εκδήλωση του Παναθηναϊκού, καμία «δήλωση». Δήλωση κάνουμε στην εφορία (για το εισόδημα), στην εισαγγελία (για το πόθεν έσχες), ενώπιον του παλαιού «νόμου 105» (ότι γράφουμε τα αληθή), στα Μέσα Ενημέρωσης (επί παντός). Δήλωση, συνεπώς, ο Τζίγκερ έκανε το επόμενο μεσημέρι. Με κάμερες και μικρόφωνα. Αυτό, ναι, ήταν δήλωση. Εκείνο, της προηγούμενης βραδιάς, ήταν μια κουβέντα. Μία ατάκα. Μία αποστροφή λόγου. Αν θέλετε, μία σαχλαμάρα.
Για τα δικά μου ανακλαστικά, όλα κρίνονται «στις συνθήκες». Σήκωναν, οι... κλιματικές συνθήκες στην ομήγυρη, ελευθεριότητα; Ηταν, γενικώς, περιβάλλον χαλαρότητας; Οι απαντήσεις έρχονται, προφανώς, καταφατικές. Οπότε, ομολογώ, δυσκολεύομαι να σκανδαλιστώ! Για τα δικά μου ανακλαστικά, επίσης, πολλά κρίνονται «στο στυλ». Οχι τόσο τι είπε, όσο πώς το είπε. Με ποιο ύφος...
Εβγαζε ο Τζίγκερ, την κρίσιμη στιγμή της ατάκας στους ποδοσφαιριστές, φλόγες απ' τα μάτια; Καπνούς απ' τ' αυτιά; Αφρούς απ' το στόμα; Χτυπούσε χέρια στο τραπέζι και πόδια στην καρέκλα; Είχαν πεταχτεί έξω οι φλέβες του; Οι απαντήσεις έρχονται, προφανώς, αρνητικές. Είπε, όλη κι όλη, μια μαλακιούλα... να ευθυμήσουμε. Οπότε, πάλι, δυσκολεύομαι να σκανδαλιστώ. Ως δημοσιογράφος, δε, με τίποτα!
Εάν ο αναγνώστης, ο ακροατής, ο τηλεθεατής, ο επισκέπτης του Διαδικτύου μπορούσε να έχει πρόσβαση στις (αμέτρητες) μαλακιούλες που καθημερινά λέμε μεταξύ μας στη δουλειά (για τον Ολυμπιακό, για τον Παναθηναϊκό, για την ΑΕΚ, για τον Γκαγκάτση, για τον Ρεχάγκελ, για τον Κόκκαλη, για τον Βαρδινογιάννη, για τον Ζαγοράκη, για τον Νικολαΐδη, για τους Γιαννακόπουλους, για τον Ριβάλντο...), ακόμη καλύτερα εάν έβλεπε την άλλη μέρα το πρωί δημοσιευμένες ατάκες από ένα πάρτι των δημοσιογράφων της «SportDay», αυτό του Τζίγκερ θα 'ταν ό,τι πράγματι, σε διαστάσεις, είναι. Μια παρόλα.
Μπορώ να δεχθώ (την ψυχρή εκτίμηση) πως η παρόλα δεν ταιριάζει στο προφίλ του Τζίγκερ. Ορθόν. Είναι σαν να φαντάζεσαι τον Γιώργο Γεωργίου κοστουμαρισμένο και γραβατωμένο, να ομιλεί την politically correct γλώσσα του ποδοσφαίρου. Δεν δένει. Το παρατηρώ, καταγράφω το αταίριαστον, προχωρώ παρακάτω. Ούτε το ψυχογράφημα (του Τζίγκερ) θα καθήσω να χάσω χρόνο για να κάνω. Ούτε, ένας λόγος παραπάνω, θα τη δώσω για εκ προοιμίου ελαφρυντικό οποιασδήποτε απάντησης-κουταμάρας.
Χάρηκα που ο Ολυμπιακός (ο νέος Ολυμπιακός, όχι ο Σάββας ή ο Μπαρμπής...) δεν έπεσε σε τόσο εύκολη παγίδα. Και να 'θελε να πέσει, μεταξύ μας, τι θα μπορούσε να κάνει για αντίποινα; Να στήσει στο πόδι μια «οικογενειακή εκδήλωση» και, από μικροφώνου, ο Πέτρος να τραγουδάει για τον... ομοφυλόφιλο Παναθηναϊκό; Αυταπόδεικτον το καταγέλαστον. Κυρίως, τι έχει ανάγκη (ο σημερινός Ολυμπιακός) να κάνει για αντίποινα; Να μετατρέψει, εν μια νυκτί, το Καραϊσκάκη 2008 σε Ριζούπολη 2003; Για ποιο, απέναντι στην καταφανή ζημία, απτό κέρδος;
Παρόλα ήταν, πτερόεσσα, και την πήρε ο αέρας. Δεν πρόκειται, είναι το μόνο βέβαιο, να καθορίσει το ντέρμπι. Το ντέρμπι το καθορίζουν τα ανθρώπων έργα. Οχι τα λόγια. Επίσης, βέβαιο μοιάζει ότι το ποιοι θα καθορίσουν το ντέρμπι είναι παντελώς αστάθμητο. Πέρυσι π.χ., ήταν (στον πρώτο γύρο) ο Βίκτορ και (στον δεύτερο) ο Εμπέντε, ή (στην αρνητική διατύπωση) ο Κωστούλας κι ο Ανατολάκης. Οπως και να 'χει, φιγούρες που φαντάζουν, κιόλας, απομακρυσμένες απ' το «κοκκινοπράσινο» προσκήνιο.
Ο χρόνος, στο ποδόσφαιρο όπως και στη ζωή, κυλά ιλιγγιωδώς. Πέρυσι, στο Καραϊσκάκη, ήταν βασικοί ο Μάριτς, ο Οκκάς, ο Μπόβιο, ο Νίνης και στον πάγκο (του νικητή) καθόταν ο Βίκτορ Μουνιόθ. Αρχές Σεπτεμβρίου πάλι, στην πρεμιέρα αυτού του πρωταθλήματος, ήταν ενδεκαδάτοι ο Ενακαρχίρε και ο Ντομί. Θαρρείς ότι συνέβαιναν... προ ετών. Κι όμως, είναι μονάχα προ μηνών.