Τι μου θυμίζει; Α, ναι. Στα 80s προσανατολίζει τη μνήμη του γράφοντος η «εξήγηση» του Γιάννη Βαρδινογιάννη, σύμφωνα με την οποία αδίκως προκάλεσε τόσα σχόλια η προτροπή του να καταστεί θύμα σοδομισμού ο κίναιδος ο Ολυμπιακός, διότι –λέει– αυτό ελέχθη σε στενό οικογενειακό κύκλο. Μάλιστα. Ωρα για ένα (υπερατλαντικό) ταξίδι στον χρόνο.
Σάββατο, 11 Αυγούστου 1984. Στο ράντσο του στη Σάντα Μπάρμπαρα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν δοκιμάζει την άρθρωσή του πριν από την τακτική σαββατιάτικη ομιλία του προς τον αμερικανικό λαό. Αγνοεί (;) ότι βρίσκεται «στον αέρα», με αποτέλεσμα εκατομμύρια συμπατριωτών του να ακούσουν τι επιθυμεί: να βομβαρδίσει αμέσως την «καταραμένη Σοβιετική Ενωση» και να την εξαλείψει «διά παντός από προσώπου Γης». Πολλοί Αμερικανοί μένουν άναυδοι. Οι Σοβιετικοί διαμαρτύρονται. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ απαντά: υπερβολικός ο θόρυβος, επρόκειτο για αστεϊσμό που απευθυνόταν σε στενό κύκλο κι ένα λάθος έφταιξε για όλα.
Την γκάφα (;) του Ρίγκαν και τη λεκτική επιθετικότητα του Γιάννη Βαρδινογιάννη συνδέει μια ουσιώδης ομοιότητα. Τις χωρίζει δε μια –λιγότερο σημαντική– διαφορά. Ποια είναι η διαφορά; Το… ερωτηματικό που αναγκαστικά έπεται των λέξεων «γκάφα» και «αγνοούσε», όταν μνημονεύεται το «διάγγελμα» Ρίγκαν. Ουδείς μπορεί να πει με κατηγορηματικότητα εάν επρόκειτο για ατύχημα. Η προεδρική «γκάφα», βλέπετε, έγινε σε βολικό timing. Μία ημέρα πριν τελειώσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Λος Αντζελες, οι οποίοι, σε συνάρτηση με το μποϊκοτάζ των Ανατολικών, είχαν τονώσει το «υπερ-πατριωτικό» κλίμα στις ΗΠΑ. Για την ακρίβεια: το τόνωσαν ακόμα περισσότερο, καθ' ότι η Αμερική βίωνε ήδη ημέρες «εθνικής έξαψης», στον απόηχο της στρατιωτικής εισβολής στη Γρενάδα. Προσθέστε ότι το «διάγγελμα» έγινε λίγες ημέρες πριν ανακοινωθούν οι υποψηφιότητες των Ρεπουμπλικανών εν όψει των εκλογών και θα κατανοήσετε για ποιους λόγους κυμάνθηκαν στο «φίφτι φίφτι» οι εικασίες περί «λάθους» ή «κόλπου».
Περιβάλλει το συμβάν εκείνο, λοιπόν, η πιθανότητα να νόμιζε –όντως– ο Ρίγκαν ότι τον άκουγαν μόνο δύο ηχολήπτες και ένας μπάτλερ. Αντιθέτως η ατάκα Τζίγκερ διέπεται από ακλόνητη βεβαιότητα: διατυπώθηκε για να μαθευτεί στα… πέρατα του κόσμου. Πρωτίστως του κόσμου του Παναθηναϊκού. Δεν είναι αφελής ο Γ. Βαρδινογιάννης. Δεν μπορεί να πίστεψε πως κάτι τέτοια παραμένουν σε «στενό κύκλο», όταν μάλιστα ο εν λόγω κύκλος είναι κρίκος σε μία σειρά εκδηλώσεων που χαίρουν δημοσιότητας. Η ομοιότητα; Σημαντική και πασιφανής: οι αποδέκτες της ατάκας Τζίγκερ κατοικοεδρεύουν εντός των τειχών της «πράσινης οικογένειας» κι όχι στον Πειραιά. Ακριβώς όπως οι αποδέκτες του (προγραμματισμένου ή ακούσιου) μηνύματος Ρίγκαν έγιναν οι συμπατριώτες του κι όχι οι Σοβιετικοί.
Πιστεύει κανείς ότι ο Γ. Βαρδινογιάννης θα έβαζε τέτοια πινελιά στη δημόσια εικόνα του, εάν δεν ένιωθε πιεσμένος απ' όσους «πράσινους» οπαδούς τού καταλογίζουν ελλιπή μαχητικότητα και ανεπαρκή «παναθηναϊκοφροσύνη», αντιδιαστέλλοντάς τον ενίοτε προς τους εκρηκτικούς Γιαννακοπουλαίους; Πολύ αμφιβάλλω. Ο ιδιοκτήτης της ΠΑΕ Παναθηναϊκός θυσιάζει την εικόνα του νηφάλιου παράγοντα –και μάλιστα στη θητεία του ως προέδρου της Super Leauge– προσδοκώντας κέρδη αμφίβολα. Γιατί αμφίβολα; Για κάμποσους «συγγενείς» λόγους.
Πρώτος λόγος: η προσχώρηση του Τζίγκερ –στιγμιαία ή μη, αυτό θα το δούμε– σε μεθοδολογικούς κώδικες, από τους οποίους έως τώρα τηρούσε αποστάσεις, ενδέχεται να εκληφθεί ως αδυναμία. Ισως και ως έμμεση παραδοχή ότι ακολουθούσε «λανθασμένη γραμμή». Σε αυτή την περίπτωση, πολλοί από τους εντός των τειχών δρώντες «αμφισβητίες» θα νιώσουν μάλλον δικαιωμένοι για ό,τι πρεσβεύουν, παρά… συγκινημένοι. Δεύτερος λόγος: ένας τόσο «άγριος» Τζίγκερ στερεί από τον εαυτό του το δικαίωμα να «αγριεύει» όταν έχει να αντιμετωπίσει μη αρεστές… «αγριάδες». Παράδειγμα: πόσο πειστικός θα ακουστεί ο Γ. Βαρδινογιάννης, εάν αύριο-μεθαύριο διακηρύξει ότι δεν έχουν θέση στο γήπεδο οι οπαδοί που μία ημέρα νωρίτερα καθύβρισαν τον Βύντρα; Μοιραία θα είναι κάπως ευάλωτος σε απαντήσεις του είδους: «Μπα, αυτός κοτζάμ πρόεδρος και λέει χειρότερα σε εκδήλωση-κυριλέ. Τον έπιασαν οι ευαισθησίες τώρα που τα βάλαμε με τον Βύντρα, εμείς από την κερκίδα;». Ναι, αυτό πιθανότατα θα πουν αύριο όσοι σήμερα καλούνται να εκτιμήσουν δεόντως το «οπαδικό ξέσπασμα» του ιδιοκτήτη της ΠΑΕ. Ποια θα είναι η ανταπάντηση; Οτι τα «ημέτερα παιδιά» διαθέτουν εγνωσμένο ανδρισμό εν αντιθέσει προς τον κίναιδο Ολυμπιακό; Δυσκολεύομαι να το φανταστώ.
Τρίτος λόγος – ο σημαντικότερος: είναι παραπλανητικό να κρίνει κανείς τον κόσμο ως άθροισμα «μικρόκοσμων» και να τον ακτινογραφεί βασιζόμενος σε κλισέ. Οσο αποτελεί κλισέ (και είναι ανάθεμά το, αφόρητο μάλιστα!) η αντίληψη πως όλοι οι οργανωμένοι είναι διαμορφωμένοι ή εν δυνάμει εγκληματίες, άλλο τόσο συνιστά χονδροειδή απλούστευση το εξής σχήμα: «οι σκληροπυρηνικοί οργανωμένοι αντιπολιτεύονται τον Τζίγκερ. Eάν λοιπόν αυτός αποφασίσει να υπερκεράσει σε φραστική επιθετικότητα τον Σωκράτη Κόκκαλη του 2003, θα τους εξευμενίσει». Μπα; Εστω και με αντίτιμο να δυσαρεστήσει πολλές χιλιάδες από τους υπόλοιπους, οι οποίοι (θεωρητικώς, τουλάχιστον) απαρτίζουν και το target group της διοίκησης;
Σε τελική ανάλυση, ποιος είπε ότι οι φίλοι του ΠΑΟ βρίσκονται σε «κουτιά», διαχωρισμένοι έτσι όπως διατείνεται η τρέχουσα φιλολογία; Στις τάξεις των –καθ' υπερβολή ή συγκρατημένα– «γκρινιάρηδων» κυριαρχεί η «παράταξη» όσων κρίνουν τη διοίκηση με γνώμονα τα αποτελέσματα της ομάδας, τις εμφανίσεις της, τις μεταγραφές της. Οχι (με κριτήριο) το κατά πόσο ο Τζίγκερ αναγκάζει τον Σωκράτη να αναρωτηθεί, έπειτα από πέντε χρόνια, μήπως οι «κότες» και οι «πελάτες» έρχονται πλέον δεύτεροι και καταϊδρωμένοι στην κούρσα των λεκτικών προεδρικών «κουτσαβακισμών». Την εν λόγω μεγάλη «παράταξη» απαρτίζουν οπαδοί προερχόμενοι από διάφορα «υποσύνολα»: οργανωμένοι και ανοργάνωτοι, οικογενειάρχες και εργένηδες, καλοί οικογενειάρχες και «ψιλο-ρεμάλια», ευκατάστατοι και οικονομικά αδύναμοι. Αυτούς δεν θα τους κερδίσει ο Τζίγκερ, παρά μόνο η καλή εικόνα της ομάδας του. Τα υπόλοιπα είναι «εφέ». Εκτός θέματος. Εστω κι αν στις παραμονές του επόμενου ντέρμπι των «αιωνίων» ο Γ. Βαρδινογιάννης μοιράσει προφυλακτικά στους παίκτες του ΠΑΟ, για να συμβολίσει την ετοιμότητά τους να εκπληρώσουν το χρέος τους.
Το κακό με την ατάκα Τζίγκερ δεν είναι ότι θα κομίσει αναπόφευκτα βία, όπως ακριβώς το «διάγγελμα» Ρίγκαν δεν θα προκαλούσε πυρηνικό πόλεμο. Σε τελική ανάλυση οι συμμορίες α λα Λαυρίου δεν χρειάζονται προεδρικές αφορμές, ούτε κάποιο ειδικό casus belli για να οργανώσουν νέες μάχες. Αν μπορούν, θα το κάνουν. Είναι «θέμα αρχής». Το κακό με την ατάκα Τζίγκερ είναι ότι καθιστά ακόμα πιο αρρωστημένο το κλίμα μέσα στο οποίο κινείται το ποδόσφαιρο. Διότι, πώς να το κάνουμε, άλλο είναι να κραυγάζει κάτι η κερκίδα κι άλλο να το υιοθετεί ο πρόεδρος μιας ΠΑΕ. Εκτός αν πιστεύει κανείς ότι η «απειλή» Ρίγκαν το 1984 θα είχε την ίδια σοβαρότητα κι εμβέλεια στα χείλη κάποιων αναψοκοκκινισμένων Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων, από την Αλαμπάμα.
ΥΓ.: Με το θέμα αυτό ο έντυπος Τύπος «εκδικήθηκε» τον ηλεκτρονικό! Βάζει τις επίμαχες λέξεις με «τελίτσες» και ξεμπερδεύει. Τα κανάλια έλεγαν πως ο Γ. Βαρδινογιάννης «ζήτησε επιτακτικά νίκη» στο Καραϊσκάκη κι άντε μετά ο τηλεθεατής να καταλάβει γιατί αυτό το αίτημα επέσυρε εισαγγελική παρέμβαση…