Δεν ξέρω πόσοι έχετε δει το βίντεο με τον τσαμπουκά ανάμεσα στον Κατσουράνη και τον Λουιζάο στο ματς της Μπενφίκα με τη Σετούμπαλ. Ο Κατσουράνης κάνει μια λάθος πάσα, ο Λουιζάο αναγκάζεται να κάνει εσκεμμένο φάουλ για να ανακόψει την αντεπίθεση της Σετούμπαλ, ο Λουιζάο τη λέει στον Κατσουράνη, ο Κατσουράνης απαντάει, πέφτουν δυο σπρωξίματα και ο Αντόνιο Καμάτσο τους κάνει και τους δύο αλλαγή. Μια σκηνή όχι πολύ συνηθισμένη ανάμεσα σε δύο συμπαίκτες, αλλά που σε σύγκριση με τον τσαμπουκά Ατματσίδη - Ρε είναι πταίσμα. Το θέμα, όμως, δεν είναι αν η σκηνή είναι συνηθισμένη ή αν η Μπενφίκα έχει δίκιο να διώξει τον Κατσουράνη, έναν παίκτη που δεν δίνει ποτέ δικαιώματα, αλλά η αντίδραση του τεχνικού τιμ της Εθνικής ομάδας.
Με δηλώσεις του, λοιπόν, στον πορτογαλικό Τύπο ο Γιάννης Τοπαλίδης, αφού δήλωσε ότι δεν επικοινώνησε με τον Οτο Ρεχάγκελ, που βρίσκεται στο Ισραήλ, είπε ότι η Μπενφίκα πρέπει να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στον Κώστα Κατσουράνη, που είναι υπόδειγμα επαγγελματία. Κατ' αρχάς και επειδή δεν βλέπω φούρνο γκρεμισμένο, ας μου επιτραπεί να πιστεύω ότι ο Τοπαλίδης δεν πήρε την πρωτοβουλία μόνος του… Δεύτερον, διακρίνω μια στάση δύο μέτρων και δύο σταθμών.
Στην αρχή της καριέρας του στην Εθνική ο Οτο Ρεχάγκελ είχε διώξει τον Γεωργάτο επειδή κάποια βρισιά είχε μουρμουρίσει στη συγκέντρωση για την τακτική. Αργότερα απομάκρυνε από την Εθνική τον Κωνσταντινίδη επειδή κάτι είχε μουρμουρίσει στα γερμανικά. Πώς, λοιπόν, ο Γερμανός, που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του και διώχνει παίκτες επειδή μουρμούρισαν, έχει την απαίτηση από ένα συνάδελφό του να κρατήσει παίκτες που πλακώθηκαν στη διάρκεια ενός αγώνα και με την ομάδα να παραπαίει;
Επίσης, είναι λογικό ο Ρεχάγκελ να ανησυχεί επειδή ο Κατσουράνης τιμωρήθηκε και δεν παίρνει τα απαραίτητα ματς για να διατηρήσει τη φόρμα του εν όψει του Euro. Από την άλλη, πριν από το Euro της Πορτογαλίας, όταν ο Νικοπολίδης είχε παροπλιστεί από τον Παναθηναϊκό και έμεινε ένα γύρο στον πάγκο, κανένας Τοπαλίδης δεν βγήκε να υποδείξει ποιους παίκτες έπρεπε να χρησιμοποιεί ο Σουμ.
Πριν ξαναρχίσουμε τη συζήτηση με τον Γιώργο Κιντή για τη μανία μου να τα βάζω με τον Ρεχάγκελ, να πω ότι τον θεωρώ αξιωματικά τον μεγαλύτερο προπονητή που είχε ποτέ η Εθνική. Αλλά ανάμεσα στην ικανότητα και τη δημιουργία μιας ιερής αγελάδας, που θα πρέπει όχι μόνο να μην την ακουμπάμε, αλλά ούτε καν την ουρά της, που ονομάζεται Τοπαλίδης, υπάρχει απόσταση. Στην ιστορία με τον Κατσουράνη ο Γερμανός ζητάει από τον Καμάτσο να κάνει κάτι που ο ίδιος δεν θα διανοείτο καν.
Το μεγαλύτερο «σχολείο» για το πώς βλέπουν οι Ελληνες τα περιουσιακά στοιχεία τους είναι η αγορά των ακινήτων. Με μέσο μισθό τα 1.000 –ας πούμε– ευρώ, ο Ελληνας ιδιοκτήτης σπιτιού το πουλάει σε τιμές που αν το αγόραζε ο ίδιος, για να το ξεχρεώσει θα χρειαζόταν τη μισή ζωή του να κλειστεί μέσα στο σπίτι για να μην έχει έξοδα. Εκτός, όμως, των σπιτιών, το πώς αποτιμούν οι Ελληνες την περιουσία τους το βλέπεις σε κάθε αντικείμενο που θέλουν να πουλήσουν. Από τα αυτοκίνητα μέχρι τα παλιά τους CD, βλέπεις τους Ελληνες να βάζουν τιμές που ούτε οι ίδιοι θα έδιναν ούτε, φυσικά, βρίσκεται κάποιος να τα δώσει αυτά τα λεφτά. Αν με το φτωχό μου το μυαλό μπορούσα να έχω άποψη για το ιδιότυπο αυτό ελληνικό φαινόμενο, το μόνο που θα έλεγα είναι ότι συμβαδίζει με το γενικότερο εμπορικό ήθος μας. Οι περισσότεροι Ελληνες πωλητές δεν ψάχνουν για αγοραστές, αλλά για κορόιδα. Επειδή, λοιπόν, έχουμε γεμίσει στους ξύπνιους, η αγορά του μεταχειρισμένου οτιδήποτε στην Ελλάδα είναι νεκρή, οι πωλητές κάθονται πάνω στα αντικείμενά τους και παρηγοριούνται ότι τόσο αξίζουν επειδή και ο διπλανός τους σε κάποια ανάλογη τιμή τα πουλάει. Φυσικά, από τον κανόνα ότι οι Ελληνες πωλητές ψάχνουν όχι για αγοραστές, αλλά για αμερικανάκια, δεν θα μπορούσε να γλιτώσει το ποδόσφαιρο.
Ο παραλογισμός των τρελών τιμών ξεκίνησε πριν από μια δεκαετία. Οταν ο Ολυμπιακός έβαζε ρήτρα πέντε δισεκατομμύρια δραχμές για τη μεταγραφή του Οφορίκουε και ο Παναθηναϊκός ακολουθούσε με ένα ανάλογο ποσό για τη ρήτρα του Μπόατενγκ. Ο κύκλος του παραλογισμού με τις ρήτρες πρέπει να έκλεισε με τη ρήτρα του συμβολαίου του Σωτήρη Νίνη. Με 14 εκατομμύρια στο συμβόλαιό του, πρέπει να έχει τη μεγαλύτερη ρήτρα παίκτη που ενώ είναι υγιής βλέπει τα ματς από την κερκίδα. Οι ρήτρες, όμως, ποτέ δεν ήταν κάτι το σοβαρό, μια και ελάχιστες φορές έχουν ενεργοποιηθεί. Αντίθετα, οι τιμές πώλησης είναι κάτι σοβαρότερο. Ιδιαίτερα όταν αποτελούν απαντήσεις σε προσφορές.
Ο πρώτος διδάξας στις τρελές τιμές για την πώληση παικτών της ομάδας του ήταν ο Θωμάς Μητρόπουλος. Με συμβόλαια που έμοιαζαν με αποδείξεις χαλασμένης αριθμομηχανής, 1+1+1+1+1, και αποδοχές που δεν ξεπέρναγαν τις απολαβές ενός καλοπληρωμένου υπαλλήλου, οι παίκτες του Αιγάλεω ήξεραν ότι για να φύγουν από την ομάδα τους έπρεπε να εμφανιστεί κάποιος που να ήταν είτε απελπισμένος είτε τρελός. Το αποτέλεσμα ήταν λογικό. Με μία από τις καλύτερες φουρνιές της δεκαετίας του '90, το Αιγάλεω όχι μόνο δεν μπορούσε να πουλήσει ποδοσφαιριστές, αλλά δημιούργησε τη φήμη ότι είναι νεκροταφείο ταλέντων.
Με το κλείσιμο του Alpha Digital και το τέλος των συνδρομητικών πολέμων, που είχαν δημιουργήσει μια προσωρινή περίοδο παχιών αγελάδων στο ποδόσφαιρο, η ελληνική αγορά έμοιαζε να εκλογικεύεται. Από τα τρία εκατομμύρια της μεταγραφής του Σαλπιγγίδη μέχρι και το ένα της μεταγραφής του Τοροσίδη τα ποσά ήταν ανάλογα με την αξία των παικτών και τη δυναμική προβολής του ελληνικού πρωταθλήματος. Τη λογική στις τιμές ήρθε να τη διαλύσει η μεταγραφή του Νέρι Καστίγιο.
Επιφανειακά, λογικά οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ σκέφτηκαν ότι αν ο Ολυμπιακός μπόρεσε να πουλήσει τον ικανό αλλά με προβληματικό χαρακτήρα και μηδαμινή παρουσία στο Τσάμπιονς Λιγκ Νέρι Καστίγιο για 15 εκατομμύρια, κάτι ανάλογο θα στοιχίζουν και οι δικοί τους. Δεν ξέρω, αλλά δεν αποκλείω η μεταγραφή του Καστίγιο να είχε σχέση με τις υπόλοιπες δραστηριότητες του Σωκράτη Κόκκαλη στη Ρωσία. Ομως ακόμα κι αν την τιμή δεν την επηρέασαν άλλες επιχειρηματικές σχέσεις, την επηρέασε η χώρα. Κάθε μεταγραφή καλού παίκτη στη Ρωσία στοιχίζει πολλαπλάσια χρήματα από το αν γίνει στην Ιταλία ή την Αγγλία. Την παράμετρο, όμως, της χώρας πολύ βολικά προτίμησαν να την αγνοήσουν οι ιδιοκτήτες των υπόλοιπων ομάδων.
Με τις διοικήσεις του Πανιωνίου και του ΠΑΟΚ να ζητάνε τρία και πέντε εκατομμύρια για τις μεταγραφές του Σπυρόπουλου και του Χριστοδουλόπουλου αντίστοιχα, το ελληνικό ποδόσφαιρο επανήλθε στην παράνοια. Οι τιμές, όμως, πώλησης του Σπυρόπουλου και του Χριστοδουλόπουλου που δόθηκαν ήταν περισσότερο τρικ επικοινωνίας, παρά ρεαλιστικά ποσά. Δόθηκαν για να στείλουν το μήνυμα στους οπαδούς ότι ο Κώστας Τσακίρης και ο Θοδωρής Ζαγοράκης δεν είναι Μπέος και Γούμενος και για να πουλήσουν παίκτη της αγαπημένης ομάδας τους ο αγοραστής θα πρέπει να ξηλωθεί. Τώρα το γιατί δεν έλεγαν απλά «οι παίκτες δεν πουλιούνται» έχει λόγους. Διότι αν το έλεγαν, σε περίπτωση που τους πούλαγαν θα φαινόταν σαν να μην κρατάνε τον λόγο τους. Με τις τιμές πώλησης, έστω και «κουφές», υπάρχει σήμερα η δυνατότητα να πουληθούν, απλά φέρνοντας τις τιμές σε λογικά μέτρα. Στην περίπτωση του Σπυρόπουλου ο Πανιώνιος ακούγεται ότι περιμένει να ακούσει νέα προσφορά. Αλλά με τον Ολυμπιακό καλυμμένο στα αριστερά, επταψήφια προσφορά, έστω και με τον άσο στη θέση του πέντε σαν πρώτο αριθμό, είναι απίθανο να γίνει.
Στον Παναθηναϊκό, που δεν έχει πρόβλημα να πουλήσει, οι ιστορίες των μεταγραφών είναι δύσκολο να κατανοηθούν. Η προσφορά της Χέρτα για τον Λουκά Βύντρα, που πλησίαζε το ενάμισι εκατομμύριο, ήταν εξαιρετική, αλλά υποτίθεται ότι ο Παναθηναϊκός δεν τον έδινε επειδή δεν έχει αρκετά ακραία μπακ. Θα τον έδινε αν η προσφορά ήταν μεγαλύτερη, έτσι ώστε να μπορέσει να τον αντικαταστήσει με άλλο μπακ ανάλογης αξίας. Σήμερα η διάθεση να τον δώσει παραμένει, αλλά προσφορά δεν υπάρχει. Υπάρχει, όμως, για τον Βαγγέλη Μάντζιο, που όμως η προσφορά της Αϊντραχτ συμφέρει τον παίκτη, αλλά όχι την ΠΑΕ και η προσφορά της Αταλάντα την ΠΑΕ αλλά όχι τον παίκτη. Το μεγάλο ερώτημα, όμως, είναι πόσο στοιχίζουν πραγματικά οι παίκτες. Και η απάντηση είναι η εξής: «Οσα θα έδινε σήμερα ο Παναθηναϊκός για να τους αγοράσει συν ένα λογικό κέρδος».
Ο Βύντρα και ο Μάντζιος δεν στοιχίζουν φυσικά όσα έδωσε ο Παναθηναϊκός στον Πανηλειακό και τον Πανιώνιο αντίστοιχα για να τους αποκτήσει, διότι εν τω μεταξύ ας πούμε ότι του βγήκαν. Στοιχίζουν όσα θα έδινε για να τους πάρει από μια άλλη ομάδα, όσα τέλος πάντων θα δώσει για να αγοράσει ισάξιους αντικαταστάτες τους, συν ένα –ας πούμε– 30% για κέρδος του πωλητή. Εάν σήμερα ο Παναθηναϊκός θα έδινε ένα εκατομμύριο ευρώ για να πάρει τον Βύντρα και ενάμισι για τον Μάντζιο, οι τιμές είναι σωστές. Αν όχι, ψάχνει για αμερικανάκια ή για Ρώσους που αγοράζουνε Καστίγιο. Εφόσον δεν μιλάμε για Ρέαλ ή Τσέλσι, που τα μέτρα είναι άλλα, εφόσον μιλάμε για Αϊντραχτ και Χέρτα, που τα οικονομικά τους δεν διαφέρουν τόσο πολύ από του Παναθηναϊκού, στα δύο και τα δυόμισι εκατομμύρια οι μεταγραφές δύσκολα θα γίνουν.