Η υπόθεση Μπελούσι-Ζαχάβι είναι η σύγχρονη επανέκδοση της ιστορίας Τουρέ-Σέλουκ. Η αγορά ενός καλού παίκτη που το πόσο καλός είναι ακριβώς συνάγεται απ' το κριτήριο που δεν χάνει ποτέ: την εμμονή του ατζέντη να 'χει τον μισό (ποδοσφαιριστή) δικό του. Σημαίνει ότι (ο ατζέντης) βλέπει εξέλιξη, μπροστά. Και θα το σπρώξει με τον τρόπο του, να 'ναι η εξέλιξη όσο πιο θεαματική γίνεται. Απλή λογική κοινού συμφέροντος.
Η μοναδική διαφορά είναι ότι με τον Τουρέ, τότε, δεν το ξέραμε. Οτι το 50% ανήκει στον Σέλουκ. Δεν ήθελε ο Ολυμπιακός να το ξέρουμε. Η παλαιά σχολή διοίκησης. Ισως να μην είχαν, καν, πλήρη συναίσθηση του ανά χείρας θησαυρού. Οταν το πράγμα βρόμισε, διότι τούτο αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε, τότε η βρόμα πήρε διάσταση (αν όχι συνταρακτικής, πάντως οπωσδήποτε) αποκάλυψης.
Τώρα, με τη «νέα διακυβέρνηση» του πρωταθλητή, το πακέτο του deal είναι στο φως ευθύς εξαρχής. Μισό-μισό. Μισό εμείς, μισό ο Πίνι. Ωρες-ώρες, τόσο κυκεώνα που θυμίζουν κάποια deal ιδίως με Λατινοαμερικανούς, θαυμάζω το κουράγιο των Ιβιτς της πιάτσας να βρίσκουν τις άκρες στους δαιδάλους! Αλλά, πάλι, δεν ήταν βλάκες οι Ιταλοί, οι αυθεντίες του mercato, οι πρώτοι που επινόησαν, χρόνια τώρα, τις συνιδιοκτησίες. Επινόησαν κατ' ουσίαν το κόλπο, που έκανε τα ανέφικτα στη θεωρία deal εφικτά στην πράξη.
Η εκάστοτε ανάγκη της αγοράς ανοίγει, όπως και τα άλλα εδραιωμένα κόλπα με τα ποσοστά στις μεταπωλήσεις ή με τους δανεισμούς και τις οψιόν, τους μοντέρνους δρόμους. Τα καινούργια μυαλά τα καταφέρνουν, φύσει, καλύτερα σ' αυτούς. Επίσης ένδειξη μοντέρνου μυαλού, επί τη ευκαιρία του Μπελούσι, είναι ότι στην άφιξή του πήγαν μονάχα... καμιά εικοσαριά άτομα. Σε κατ' εξοχήν, με παρελθόντες όρους, «μεταγραφή αεροδρομίου». Μεγαλώνουμε. Μαθαίνουμε. Εκπολιτιζόμαστε! Εχει όσο να πεις, η όλη διαδικασία, το ενδιαφέρον της.
Ο Μπελούσι έχει δύο μήνες να παίξει (ανταγωνιστικό) ποδόσφαιρο, στη δε (ελληνική) σεζόν μένει, έως το νήμα, ένα τρίμηνο... όλο κι όλο. Οι εξ Αργεντινής έχουν φήμη βραδύκαυστης προσαρμοστικότητας, παίρνουν τον χρόνο τους ώσπου να μπουν στο νόημα. Η σύνθεση των δεδομένων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, εφέτος, θα δούμε απλώς σκηνές... απ' τα προσεχώς.
Το επόμενο (κόκκινο) τρίμηνο δεν είναι τα δύο ματς με την Τσέλσι. Αυτά θα απαιτήσουν δύο γερές 14άδες, μία στον Πειραιά, μία στο Λονδίνο, και δεν είναι καν καθοριστικά (ματς). Είναι, πιο πολύ, ματς-μπόνους για τον καλό όμιλο που έκανε, Σεπτέμβριο με Δεκέμβριο, ο Ολυμπιακός. Θα βρεθούν, οι 14άδες, για να 'ναι (ο Ολυμπιακός) άξιος αντίπαλος. Θα 'ταν τέτοιος, και δίχως τον Μπελούσι. Με τους Μπελούσι, η κατεύθυνση είναι να 'ναι απολύτως ανταγωνιστικός αντίπαλος σ' αυτά που ο πρωταθλητής, εδώ και χρόνια, έχει ξεχάσει ως (ενδιάμεσο) στάδιο. Τα προκριματικά... του επόμενου Τσάμπιονς Λιγκ!
Το επόμενο κόκκινο τρίμηνο είναι, πρωτίστως, τα 15 ματς του δεύτερου γύρου στο πρωτάθλημα (και τα όσα προκύψουν, στο μεταξύ, στο Κύπελλο). Εκεί, δεν θα αρκούν δύο γερές 14άδες. Εκεί, θέλει παραγεμισμένο ρόστερ. Δίχως αυτό, και παρά το γεγονός ότι εξέλιπε η επιβάρυνση του Τσάμπιονς Λιγκ, εδώ κι ένα μήνα ο Ολυμπιακός απομυζεί ξίγκι απ' τη μύγα. ΑΕΚ, Λάρισα, Ξάνθη, Ηρακλής. Βάσει απόδοσης, αν θέλετε βάσει παραγωγής έργου μες στις τέσσερις γραμμές, σ' αυτά τα τέσσερα ματς δεν άξιζαν περισσότερους από 4-5 πόντους. Μάζεψαν 10.
Η «υπεραξία», σύμφωνοι, είναι το μυστικό του πρωταθλητισμού. Ουδείς, ever, αναδείχθηκε πρωταθλητής μόνο με τους πόντους που δούλεψε. Αλλά και με τους επιπλέον που άρπαξε χάρη στη φανέλα, την προσωπικότητα, την ατομική κλάση, την τύχη ή το σφύριγμα στη στιγμή. Είναι, ωστόσο, ολοφάνερο πως ήδη ο Ολυμπιακός ό,τι ήταν να βγάλει μέσα απ' τη μύγα το έχει εξαντλήσει. Καιρός να αρχίσει να (ξανα)δουλεύει, είναι και πιο ασφαλές απ' το να το παίζει κορόνα-γράμματα κάθε φορά, για τους πόντους του.