Σας έχω γράψει πριν από καιρό ότι μία από τις κατάρες του ποδοσφαίρου της Αργεντινής είναι το περίφημο σύστημα 4-2-2-2, με το οποίο αγωνίζεται και η εθνική ομάδα της. Το 4-2-2-2 είναι μια καινοτομία που εφάρμοσε ο Φραντσίσκο Ματουράνα πριν από μια δεκαπενταετία, αρχικά στις ομάδες που προπονούσε και στη συνέχεια στην εθνική Κολομβίας. Παίζοντας με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με τέσσερις αμυντικούς, δύο κόφτες, δύο ας πούμε «δεκάρια» και δύο επιθετικούς, η εθνική Κολομβίας το 1993 διέλυσε στο Μπουένος Αϊρες με 5-0 τους Αργεντινούς, που από τότε υιοθέτησαν το συγκεκριμένο σύστημα σαν ένα είδος εθνικής θρησκείας που έφερε στη χώρα ένας προφήτης από το εξωτερικό. Με τον καιρό η υιοθέτηση του συγκεκριμένου συστήματος αποδείχτηκε χρήσιμη και για τα ταμεία των ομάδων: τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια οι Αργεντινοί παράγουν συνεχώς «δεκάρια» και κόφτες επειδή οι πιο πολλές ομάδες τους έχουν τέσσερις συνολικά τέτοιους παίκτες στις ενδεκάδες τους.
Αγορά
Σκεφτείτε λίγο την παραγωγή των Αργεντινών τα τελευταία χρόνια και θα με καταλάβετε. Η Ευρώπη έχει γεμίσει από Αργεντινούς αμυντικούς χαφ και επιγόνους του Ντιέγκο Μαραντόνα. Το 90% των Αργεντινών μέσων που ήρθαν στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια παίζουν στον άξονα ή μπροστά από την άμυνα (Ντούσερ, Σιμεόνε, Λούτσο Γκονζάλες, Μασκεράνο, Καμπιάσο, Γκάγκο κ.ά.) ή πίσω από τους επιθετικούς (Μάξι Ροντρίγκες, Σαβιόλα, Ρικέλμε, Βερόν, Αϊμάρ κ.ά.). Για να βρεις Αργεντινό που παίζει στο πλάι, ή πρέπει να είναι κάποιος που έχει έρθει πολύ μικρός στην Ευρώπη (Μέσι) ή να είναι κάποια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, όπως ο πολύ καλός Γκαλέτι ή ο Ντ' Αλεσάντρο, που στην Αργεντινή έπαιζε στην επίθεση και στην Ευρώπη αριστερό χαφ, με μέτρια όμως αποτελέσματα. Νομίζω ότι οι Αργεντινοί κατάλαβαν πως η Ευρώπη ψάχνει κόφτες, «δεκάρια» και επιθετικούς και προσάρμοσαν την παραγωγή τους στις ανάγκες της παγκοσμιοποιημένης αγοράς.
Νούνιες
Ελα, όμως, που το παιχνίδι απαιτεί και κάποιοι να τρέχουν στο πλάι. Σε αυτή την περίπτωση στην Αργεντινή γίνεται το εξής παράδοξο: ή τις πλάγιες γραμμές τις καλύπτουν μπακ-χαφ που παίζουν πολύ πιο ψηλά από τα στόπερ της ομάδας (παίκτες όπως ο Σορίν π.χ. ή ο Μπουρντίσο) ή βγαίνουν προς το πλάι τα «δεκάρια» ή γυρνάει ο ένας από τους δύο επιθετικούς, δηλαδή ο πιο περιφερειακός, που μπορεί κατά περίσταση να γίνει και εξτρέμ. Συνήθως τη δουλειά την κάνει ο ένας από τους δύο δημιουργικούς μέσους που παίζουν πίσω από τους επιθετικούς: η δουλειά του είναι να δει προς τα πού αφήνει χώρους ο αντίπαλος και να κινηθεί αναλόγως. Αν δείτε τα δύο τελευταία ματς του Νούνιες, θα το καταλάβετε καλύτερα. Με την Ξάνθη, αν και «δεκάρι», βγήκε σε ρόλο δεξιού χαφ πολλές φορές και σε μία από αυτές έκανε στον Κοβάσεβιτς τη σέντρα από την οποία προήλθε το δεύτερο γκολ. Στο Καυταντζόγλειο, αντιθέτως, έπαιξε ως αριστερό χαφ στα δεξιά της άμυνας του Ηρακλή, όπου και πάλι βρήκε μια σέντρα για τον Ντάρκο. Ο Νούνιες δεν έχει εκρηκτικότητα και δεν έχει μάθει να πρεσάρει όταν δεν έχει την μπάλα, όμως καταλαβαίνει σε χρόνο ρεκόρ πού πονάει ο αντίπαλος και παίζει στην αδύναμη μεριά του: αυτό έκανε και στην Αργεντινή.
Πολλά
Ο Μπελούτσι στη Ρίβερ έκανε κάτι ανάλογο: έπαιζε πίσω από τους επιθετικούς, δεν ήταν «δεκάρι», αλλά έκανε σχεδόν όλα όσα πρέπει να κάνει ένας μέσος που δεν λογίζεται ούτε ως κόφτης ούτε ως οργανωτής. Κυνηγούσε, έβγαινε στο πλάι (συνήθως προς τα δεξιά), έπαιζε σαν κρυφό φορ, πάσαρε κάθετα (άλλωστε, στο πλάι σπανίως υπάρχουν παίκτες) και σούταρε από μακριά. Η θέση του δεν έχει όνομα, η προσφορά του, όμως, ήταν τεράστια. Βλέποντας κάποια παιχνίδια του, μου θύμισε αρκετά, όχι για το στυλ, αλλά για την επιλογή του χώρου δράσης και το ψυχωμένο σοφιστικέ παιχνίδι του, τον μεγάλο Πάβελ Νέντβεντ. Δεν κυνηγάει όπως ο Τσέχος, δεν «πεθαίνει» για να κάνει μια χαμένη μπάλα χρήσιμη, αλλά έχει την ίδια πληθωρικότητα, την ίδια βαριά παρουσία. Τώρα που το λέω, σκέφτομαι τι θα λέμε στα παιδιά μας ότι ήταν ο Νέντβεντ όταν κόψει το ποδόσφαιρο. «Δεκάρι»; Με τίποτα. Κόφτης; Οχι, διότι έπαιζε πολύ πιο μπροστά. Ακραίος; Σχεδόν ποτέ, διότι δεν έπαιζε στη γραμμή, αλλά ακόμα κι όταν ξεκινούσε από εκεί έκοβε συνεχώς διαγώνια. «Νεροκουβαλητής» του «δεκαριού»; Δεν μπορείς να το πεις, διότι έπαιρνε και οργανωτικές πρωτοβουλίες. Σταρ; Οχι ακριβώς. Τι είναι; Η απλή απάντηση είναι «παικταράς με όλη τη σημασία της λέξης». Ή, όπως έχει πει και ο Ρομπέρτο Μαντσίνι: «Ενας ιδανικός συμπαίκτης».
Προπονητές
Κάτι τέτοιο είναι και ο Μπελούτσι. Γιατί δεν τον πήρε μια πλούσια ευρωπαϊκή ομάδα; Ο βασικός λόγος είναι ότι για να τον επιλέξει ένας προπονητής χρειάζεται δύο πράγματα: να έχει στο μυαλό του έναν τρόπο για το πώς θα τον χρησιμοποιήσει ή να έχει τη διάθεση να του διδάξει έναν ευρωπαϊκό ρόλο, τιθασεύοντας κατά κάποιον τρόπο την πληθωρικότητά του. Το πρώτο είναι δύσκολο, διότι οι Ευρωπαίοι προπονητές ψάχνουν παίκτες που να γνωρίζουν τους συνηθισμένους ρόλους, και το δεύτερο ακόμα πιο δύσκολο, διότι χρόνο για να «χτίσει» δεν έχει κανένας.
Χρόνος
Ελπίζω ο Τάκης Λεμονής να αφιερώσει στον Φερνάντο Μπελούτσι την προσοχή που η περίσταση απαιτεί. Θα κερδίσει ένα σπουδαίο παίκτη…
«Ο Τσε αυτοκτόνησε»
Μου το επισήμανε ένας φίλος όταν μιλούσαμε για την ιστορία της απόπειρας της αυτοκτονίας του Ζαχόπουλου και έχει απόλυτο δίκιο: όλα τα έχει γράψει ο Πέτρος Μάρκαρης! Αν δεν έχετε διαβάσει τα τέσσερα βιβλία του καλύτερου Ελληνα συγγραφέα του καιρού μας, χάνετε: σας τα συνιστώ –πρόκειται για αστυνομική λογοτεχνία επιπέδου. Στο τρίτο από αυτό, που έχει τον υπέροχο τίτλο «Ο Τσε αυτοκτόνησε», ο Μάρκαρης αφηγείται μια ιστορία που ξεκινά με αυτοκτονίες πολιτικών, επιχειρηματιών και δημοσιογράφων και βάζει το εξαιρετικό δίλημμα για το αν η Αστυνομία έχει το δικαίωμα να ερευνήσει μια αυτοκτονία στην οποία απουσιάζει κάποιο είδος ένδειξης ότι το θύμα εκβιάστηκε. Ο Μάρκαρης βάζει τον αγαπημένο του ήρωα, τον αστυνόμο Κώστα Χαρήτο, να περιπλανηθεί στον κόσμο της ελληνικής νομενκλατούρας, περιγράφει εξαιρετικά την πολιτική σόου μπιζ, σαρκάζει την Αριστερά της επιχειρηματικότητας και τη Δεξιά της διαπλοκής. Κυρίως, κάνει κάτι που όταν διάβασα το βιβλίο πριν από καιρό δεν το είχα καταλάβει: μας προετοιμάζει για ιστορίες σαν αυτές του Ζαχόπουλου, ανθρώπινες τραγωδίες που τα ΜΜΕ λατρεύουν διότι τα βοηθούν να καλύπτουν την προηγούμενη σιωπή τους.
Η σιωπή είναι και το αντικείμενο του μυθιστορήματος (;) του Μάρκαρη. Ο Μάρκαρης θυμίζει ότι η διαφθορά στην Ελλάδα γιγαντώνεται από τη σιωπή εκείνων που δεν ελέγχουν, δεν επιπλήττουν, δεν ρωτούν και δεν ενοχλούν. Στο καλογραμμένο αστυνομικό του μυθιστόρημα περιγράφει έναν κόσμο που στρουθοκαμηλίζει, περνώντας τις πορδές του ως πράξεις πολιτικής αντίστασης, και επισημαίνει ότι η σιωπή είναι η καλύτερη φίλη της διαφθοράς. Παρακολουθώντας την ιστορία του Ζαχόπουλου και την κάλυψή της, ομολογώ ότι ο εξαιρετικός αυτός συγγραφέας είναι κυρίως ένας διορατικός άνθρωπος: μας δείχνει τον κόσμο στον οποίο ζούμε ακριβώς πριν αυτός γίνει ρεπορτάζ ή πρωτοσέλιδο.
Ομολογώ ότι έχω λατρέψει την ιστορία του Ζαχόπουλου και επειδή είμαι καταναλωτής αστυνομικών. Ζηλεύω π.χ. τον Γιάννη τον Πρετεντέρη όταν ρωτάει για τον ρόλο του Αδριανού ή του Αγγέλου, «πεθαίνω» με τη Γιάννα Παπαδάκου όταν εξηγεί τη σχέση του αυτόχειρα με την 35χρονη. Αλλά αναρωτιέμαι: βρε παιδιά, για να τα μάθουμε αυτά, έπρεπε να πέσει κάποιος απ' το μπαλκόνι; Αν δεν έπεφτε στο Υπουργείο Πολιτισμού θα εξακολουθούσαν να είναι όλα αγγελικά πλασμένα;
Μεγαλοψυχία
Δάκρυα συγκίνησης έτρεξαν από τα μάτια μου όταν έμαθα ότι ο Γιώργος Μποροβήλος θα είναι αντιπρόεδρος της Σούπερ Λίγκας με πρόεδρο τον Γιάννη Βαρδινογιάννη. Είχα να νιώσω κάτι τέτοιο από τον καιρό που ο στρατηγός Τσακαλώτος συναντήθηκε με τον Μάρκο Βαφειάδη για να βάλουν και τυπικά τέλος στον εμφύλιο έπειτα από καμιά σαρανταριά χρόνια. Του Τζίγκερ, για να αγκαλιάσει τον «Μποροθρύλο», τον διαιτητή του ντέρμπι της Ριζούπολης, τον άνθρωπο που στο τέλος εκείνου του παιχνιδιού ήθελε να πετάξει τη φανέλα του στον κόσμο που τον χειροκροτούσε, του πήρε λιγότερο.