Ηθελα να περάσει λίγος καιρός για να χωνέψω την ήττα από τη Ρεάλ στο «Καμπ Νόου». Καταλαβαίνω ότι αυτά τα πράγματα στο ποδόσφαιρο είναι δανεικά. Είχα κερδίσει στο «Μπερναμπέου» και τώρα ήρθε η σειρά τους. Στη βαθμολογία, η Μπάρτσα –μία ομάδα που αγαπώ εδώ και χρόνια– βρίσκεται επτά βαθμούς πίσω από τη Ρεάλ. Που ποτέ δεν συμπάθησα. Φέτος, όμως, είναι καλύτεροι από μας. Πιο ουσιαστικοί. Πιο ομάδα. Δεν παίζουν πολύ θεαματικό ή ελκυστικό ποδόσφαιρο. Εχουν παίξει και καλύτερη μπάλα παλιότερα.

Ομως έχουν μία συνοχή που δεν έχει η Μπάρτσα. Μία συνοχή που ράγισε μετά τον τελικό του Παρισιού και άρχισε να απλώνεται σε όλη την κρυστάλλινη επιφάνεια της ομάδας. Αρχίζω να πιστεύω ότι η αρρώστια των «galacticos», που είχε φάει τα σωθικά της Ρεάλ σαν ένας ιός που μεταλλάσσεται, μπήκε στο κορμί της Μπάρτσα και τη δηλητηρίασε.

Ισως ο ισχυρισμός μου να είναι τραβηγμένος, αλλά πιστεύω πως στο Παρίσι κόντρα στην Αρσεναλ η Μπάρτσα έφτασε στην κορυφή μιας πορείας. Από εκεί και ύστερα άρχισε μία αργή καθοδική πορεία που, φυσικά, μπορεί να αναστραφεί, αν έχουν κατανοήσει στην ομάδα της Καταλωνίας τις αιτίες που την προκάλεσαν. Θυμάμαι τι λεγόταν και τι γραφόταν την αρχή της χρονιάς για την ομάδα. Μιλούσα και με κάποιους φίλους στη Βαρκελώνη. Ολοι –ή τουλάχιστον οι περισσότεροι φίλοι της ομάδας– πίστευαν ότι φέτος θα μιλούσαμε για τους «fantastic four», για την ονειρεμένη τετράδα των Ροναλντίνιο, Ανρί, Ετό και Μέσι. Μία τετράδα που δεν την είδαμε και φοβάμαι ότι δεν πρόκειται να τη δούμε πια σε πλήρη ανάπτυξη. Στην ομάδα μαζεύτηκαν πολλά αστέρια, που δεν είχαν βασική τους προτεραιότητα να παίξουν ποδόσφαιρο. Σεν αυτή την παρατήρηση ας προσθέσει κάποιος το γεγονός του παρατεταμένου ντεφορμαρίσματος του Ροναλντίνιο και την επίπτωσή του στη συνολική αγωνιστική παρουσία της ομάδας, όπως επίσης και την αδυναμία του Ράικαρντ να διορθώσει κάποιες δυσλειτουργίες της ομάδας, ψυχολογικού κυρίως χαρακτήρα.

Το πρόβλημα με τον Ροναλντίνιο είναι σοβαρό. Ο Βραζιλιάνος αποτέλεσε τον «franchise player», τον παίκτη γύρω από τον οποίο μπορεί να χτιστεί μία ομάδα, τον παίκτη που μπορεί να εμπνεύσει, να τραβήξει την προσοχή του κόσμου και των ΜΜΕ, να ηγηθεί μιας σταυροφορίας. Ηταν η πιο σοφή κίνηση που μπορούσε να κάνει η διοίκηση του Λαπόρτα, όταν ανέλαβε σε μία άσχημη στιγμή την ομάδα. Τόσο αγωνιστικά όσο και οικονομικά. Τότε θυμίζω ότι η ομάδα είχε χρέη που έφθαναν τα 150 εκατομμύρια ευρώ.

Η επιλογή του «Ρόνι» απέδωσε. Και μάλιστα πέρα από κάθε προσδοκία. Και για την ομάδα και για τον εαυτό του. Ομως, σκέφτομαι ότι στις αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου, για παράδειγμα, ο Ροναλντίνιο που δεν είχε πρόβλημα τραυματισμού, είχε καθίσει στον πάγκο δύο φορές μέσα σε τέσσερις μέρες, στα παιχνίδια με τη Λιόν και την Εσπανιόλ.

Σε όλη τη διάρκεια των προηγούμενων τεσσάρων χρόνων παρουσίας του στην Μπάρτσα, σε 215 παιχνίδια αν τα στοιχεία μου είναι σωστά, ο Ροναλντίνιο είχε αντικατασταθεί στη βασική 11άδα μόλις τρεις φορές.

Ο Ράικαρντ, φαντάζομαι σε συνεργασία με τη διοίκηση, κάνει σαφές με τον τρόπο του στον Βραζιλιάνο ότι, εφόσον δεν θέλει ή δεν μπορεί να είναι αγωνιστικά εκείνος που ήταν πριν από δύο χρόνια, τότε εκτός από τον πάγκο, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά. Ακόμη και η αποχώρηση από την Μπαρτσελόνα, ενδεχόμενο που φαίνεται ότι μπορεί να υλοποιηθεί φέτος το καλοκαίρι. Και μετά τον Βραζιλιάνο τι;

Προφανώς ένα μεταβατικό στάδιο που οι νέοι ποδοσφαιριστές της ομάδας –με τη βοήθεια κάποιων «παλιών»– θα μπορέσουν να ξανακτίσουν ένα ανταγωνιστικό σύνολο. Με τον ίδιο προπονητή άραγε; Ε, το καλοκαίρι δεν είναι μακριά. Θα το ανακαλύψουμε.

Οι ιδιωτικοποιήσεις και το κράτος-επιχειρηματίας

Αν θυμάμαι καλά, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας είχε δηλώσει στις 17/12 σε συνέντευξή του στο «ΒΗΜΑ της Κυριακής» ότι οι αποκρατικοποιήσεις που έχουν γίνει από τη δεκαετία του '90 και μετά, συγκεκριμένα από την ΑΓΕΤ Ηρακλής και έπειτα, ήταν αποκρατικοποιήσεις κερδοφόρων εταιρειών, που έγιναν προκειμένου να πάψει το κράτος να κάνει τον επιχειρηματία. Το ίδιο ακριβώς είχε ισχυριστεί και ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Σημίτης στη Βουλή, όταν είχε συζητηθεί η αποκρατικοποίηση των καταστημάτων που πωλούσαν είδη αφορολόγητων ειδών στα αεροδρόμια. «Το κράτος δεν μπορεί να κάνει τον επιχειρηματία και να πουλάει τσιγάρα και κολόνιες».

Ωραία! Το κράτος δεν μπορεί. Για ποιο λόγο δεν μπορεί, όμως; Ούτε ο Αλογοσκούφης ούτε ο Σημίτης -ενός ΠΑΣΟΚ που έχει ταχθεί υπέρ των αποκρατικοποιήσεων- εξήγησαν ποτέ την αδυναμία αυτή του κράτους. Ο πατέρας τού νεοφιλελευθερισμού και ιδρυτής της περίφημης σχολής του Σικάγου, ο Μίλτον Φρίντμαν, υποστήριζε ότι το κράτος έπρεπε να έχει μόνο την ευθύνη για τον στρατό και την αστυνομία. Ολα τα άλλα έπρεπε να είναι δουλειά των ιδιωτών. Παιδεία, Υγεία, Ασφάλιση, όλα. Θα υπήρχε και ανταγωνισμός και εμείς θα αγοράζαμε. Και αν δεν είχαμε χρήματα, θα πηγαίναμε στις τράπεζες και θα δανειζόμασταν, για να κινείται και η αγορά.

Ε, η εποχή ευνοεί –ή τουλάχιστον ευνοούσε– τη διάχυση και αναπαραγωγή συνθημάτων για «λιγότερο κράτος». Τα έχει υιοθετήσει και η σημερινή κυβέρνηση που θεωρεί ότι οι αποκρατικοποιήσεις είναι η αιχμή του δόρατος των μεταρρυθμίσεων. Και γιατί, ρε γαμώτο, το κράτος που –για λόγους που δεν γνωρίζουμε– δεν μπορεί να κάνει τον επιχειρηματία, ξεπουλάει κερδοφόρους τομείς του Ελληνικού Δημοσίου; Γιατί δεν θέλει να τροφοδοτεί με αυτά τα κέρδη τον προϋπολογισμό; Στον διαγωνισμό για την ιδιωτικοποίηση των κερδοφόρων λιμανιών, τρεις από τις επικρατέστερες εταιρείες είναι κρατικές.

Αλλού δηλαδή το κράτος μπορεί να κάνει τον επιχειρηματία και να διαχειρίζεται κερδοφόρες επιχειρήσεις. Εδώ γιατί δεν μπορεί; Δύο λόγοι μού έρχονται στον νου. Ο πρώτος έχει να κάνει με την ανικανότητα της κυβέρνησης. Ο δεύτερος με το ενδεχόμενο η κυβερνητική παράταξη να παραχωρεί τους κερδοφόρους τομείς του Δημοσίου, εκεί όπου είχε δεσμευθεί. Τι από τα δύο συμβαίνει;

Ανεξάρτητη διαιτησία. Γίνεται;

Αν θέλουμε -φίλαθλοι, δημοσιογράφοι, παράγοντες και ποδοσφαιριστές- ανεξάρτητη διαιτησία, γίνεται. Μία διαιτησία που να μη βρίσκεται στον έλεγχο ούτε της ΕΠΟ, ούτε της Super League, ούτε του κράτους. Στελεχωμένη από ανθρώπους που θα έχουν τελειώσει τα ΤΕΦΑΑ και θα έχουν επιλέξει τον δρόμο της επαγγελματικής διαιτησίας. Εύκολα μπορούμε να το φτιάξουμε το πλαίσιο λειτουργίας. Αρκεί να το θέλουμε. Να θέλουμε δηλαδή να εξαλείψουμε την εύνοια και όχι να πετύχουμε την ισότητα στην εύνοια. Να θέλουμε να προστατέψουμε το παιχνίδι και όχι τα προσωπικά ή οπαδικά συμφέροντά μας. Να θέλουμε να γίνουμε ωριμότεροι αποδεχόμενοι την ανωτερότητα του άλλου και όχι να παραμένουμε κακομαθημένα παιδάκια ψάχνοντας κάποιον να του φορτώσουμε τις ευθύνες μιας ήττας. Να θέλουμε ένα παιχνίδι με ξεκάθαρους όρους που θα ισχύουν για όλους. Να θέλουμε κάτι που να μας αξίζει και όχι το θλιβερό ρούχο μιας μιζέριας που επαναλαμβάνεται κάθε Σαββατοκύριακο. Θέλουμε;

ON DEMAND: Όλα τα ρεπορτάζ στο επίσημο κανάλι του bwinΣΠΟΡ FM στο youtube