Προσπαθούσα να μετρήσω τα μηδενικά στις περιουσίες των ιδιοκτητών των ομάδων που συναντήθηκαν το περασμένο Σάββατο στο «Στάμφορντ Μπριτζ». Της Τσέλσι και της ΚΠΡ. Από τη μία ο Αμπράμοβιτς με μια περιουσία που φτάνει τα 17 δισ. ευρώ και από την άλλη το μεγάλο αφεντικό της F1, ο Μπέρνι Εκλεστοουν, με περιουσία κοντά στα 5 δισ. ευρώ, αλλά και ο καινούργιος συνιδιοκτήτης της Ρέιντζερς, ο Ινδός Λάκσμι Μίταλ.
Ο μεγιστάνας του ατσαλιού, ο πέμπτος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο με περιουσία που φθάνει τα 34 δισ. ευρώ. Δύο χρόνια πριν ο Αμπράμοβιτς ξοδέψει 45 εκατομμύρια ευρώ για να φέρει στην Τσέλσι τον Σεβτσένκο, ο Μίταλ ξόδευε το ίδιο ποσό στον γάμο της κόρης του, που μόνο ο στολισμός με λουλούδια κόστισε 6 εκατομμύρια ευρώ! Με τόσα εκατομμύρια αναρωτήθηκα πώς στο καλό κουβεντιάζουμε για κρίση. Κι όμως. Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι οι ξένοι επιχειρηματίες, που έχουν αποκτήσει 11 ομάδες της Πρέμιερσιπ –ενώ άλλες τέσσερις μπορεί να αλλάξουν ιδιοκτήτη μέσα στη χρονιά–, οι ξένοι ποδοσφαιριστές, που έχουν πλημμυρίσει τις αγγλικές ομάδες και παίρνουν τις θέσεις των γηγενών, η αποτυχία της εθνικής Αγγλίας να προκριθεί στα τελικά του φετινού Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος και η έλλειψη Αγγλων προπονητών, που οδήγησαν στον πάγκο της εθνικής ομάδας έναν Ιταλό, είναι αποδείξεις μιας βαθιάς κρίσης. Από την άλλη, στους τρεις τελευταίους τελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ υπήρχαν αγγλικές ομάδες, ενώ και οι τέσσερις σύλλογοι από το νησί πέρασαν φέτος στη φάση των «16» του θεσμού.
Την ίδια στιγμή, σχεδόν 200 χώρες σε όλο τον κόσμο πλήρωσαν όλες μαζί 600 εκατομμύρια ευρώ για να βλέπουν παιχνίδια της Πρέμιερσιπ, στον κατάλογο με τις 20 πλουσιότερες ομάδες του κόσμου οι 8 είναι αγγλικές και οι μεγαλύτεροι μισθοί ποδοσφαιριστών πληρώνονται στην Πρέμιερσιπ, στην οποία αγωνίζονται οι περισσότεροι ξένοι ποδοσφαιριστές από κάθε άλλο πρωτάθλημα των έξι κορυφαίων ποδοσφαιρικών αγορών στην Ευρώπη. Προφανώς, αυτές οι δύο αντικρουόμενες εικόνες, που η μία ορίζει την κρίση και η άλλη την άνευ προηγουμένου οικονομική μεγέθυνση, συνιστούν ένα ποδοσφαιρικό –και όχι μόνο– παράδοξο. Ομως η αντίθεση μεταξύ των επιδόσεων της εθνικής ομάδας και των συλλόγων δεν είναι πρωτοφανής. Εχει ξανασυμβεί. Την περίοδο 1971-85 η εθνική ομάδα της Αγγλίας έμεινε έξω από δύο Παγκόσμια Κύπελλα και 3 Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, ενώ την ίδια περίοδο οι Αγγλοι κατέκτησαν επτά φορές το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Σημειώστε ακόμη ότι ενώ μόλις το 35% των ποδοσφαιριστών που αγωνίζονται σε ομάδες της Πρέμιερσιπ έχει δικαίωμα συμμετοχής στην εθνική, στη δεκαετία του '70 συνέβαινε το αντίθετο. Τότε η μεγάλη ανησυχία αφορούσε τη φυγή των Αγγλων ποδοσφαιριστών στο εξωτερικό. Σε ό,τι αφορά τους νέους Αγγλους ποδοσφαιριστές, μια απάντηση λέει ότι αφού δεν μπορούν να παίξουν στην Αγγλία, θα μπορούσαν να πάνε στο εξωτερικό. Μην ξεχνάμε ότι οι Αγγλοι δίνουν μεγάλη σημασία στις υποδομές. Οι 19 από τις 20 ομάδες της Πρέμιερσιπ έχουν δικές τους ακαδημίες, από τις οποίες βγαίνουν ή έχουν βγει εξαίρετοι ποδοσφαιριστές. Το όλο ζήτημα πρέπει να το δει κάποιος διαφορετικά. Τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε ότι το ποδόσφαιρο μιας χώρας βρίσκεται σε κρίση; Πώς την ορίζουμε; Από την επιτυχία ή την αποτυχία της εθνικής ομάδας ή μήπως των συλλόγων; Η Βρετανία έχει πάρα πολλές ιδιαιτερότητες, όπως είναι ας πούμε ο χωρισμός σε Σκωτία και Ουαλία. Το σημείο στο οποίο πρέπει να επικεντρωθούμε έχει να κάνει –νομίζω– με τον ορισμό της έννοιας της ποδοσφαιρικής ανάπτυξης. Πότε ακριβώς συμβαίνει; Οταν κάποιες ομάδες κερδίζουν πολλά πουλώντας περισσότερα ή όταν το παιχνίδι γίνεται πιο ελεύθερο, πιο θεαματικό, πιο συμμετοχικό και αφήνει χώρο για όλους και όχι μόνο για τους πλούσιους;
Ακόμα περισσότερα κέρδη για τη Γιουνάιτεντ
Οταν η οικογένεια Γκλέιζερ ολοκλήρωνε τη μεγάλη οικονομική απόβαση στο νησί αγοράζοντας την πλουσιότερη ομάδα της Αγγλίας, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, πολλοί εξέφρασαν έντονο προβληματισμό και φόβους για την επιτυχία του εγχειρήματος. Ενός εγχειρήματος που ουσιαστικά αποτέλεσε την πρώτη ένδειξη ενός μεγάλου κύματος εξαγορών των αγγλικών συλλόγων από κεφαλαιούχους εκτός Αγγλίας.
Ο φόβος των περισσότερων –που, όμως, υποστήριζαν τη διεύρυνση και την τόνωση των εμπορικών χαρακτηριστικών των ομάδων– ήταν ένας «αμυντικός» φόβος. Μήπως αλλάξουν τα χαρακτηριστικά των ομάδων που περνούσαν σε ξένους κεφαλαιούχους. Χαρακτηριστικά τα οποία, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, η εμπορευματοποίηση θα τα άλλαζε έτσι κι αλλιώς και όχι η υπηκοότητα του ιδιοκτήτη. Ο οικονομικός φόβος της εξαγοράς της Γιουνάιτεντ από τους Αμερικανούς αφορούσε τη δυνατότητα της ομάδας–επιχείρησης να ανταποκριθεί στις εμπορικές και αγωνιστικές φιλοδοξίες της κάτω από τη διοίκηση των Αμερικανών.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το συνολικό κόστος της εξαγοράς έφθασε το 1,25 δισ. ευρώ, χρήματα από τα οποία η οικογένεια Γκλέιζερ κατέβαλε τα μισά. Τα υπόλοιπα προήλθαν από τραπεζικό δανεισμό με εγγύηση το γήπεδο και τα έσοδα της ομάδας από τα εισιτήρια. Η αποπληρωμή θα ολοκληρωνόταν σε μια δεκαπενταετία, όμως το ετήσιο κόστος αποπληρωμής υπήρχε φόβος ότι θα περιόριζε την κερδοφορία της ομάδας και πιθανόν να τη μεταμόρφωνε σε μια ελλειμματική επιχείρηση, με προφανείς και τις επιπτώσεις στο αγωνιστικό κομμάτι.
Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την εξαγορά οι οικονομικές επιδόσεις της Γιουνάιτεντ έχουν εντυπωσιακή πορεία προς τα πάνω. Μέχρι το τέλος του μήνα αναμένεται να ανακοινωθεί ότι για το οικονομικό έτος που ολοκληρώθηκε τον περασμένο Ιούνιο η Γιουνάιτεντ σημείωσε ρεκόρ εσόδων, που έφτασαν τα 305 εκατομμύρια ευρώ! Το προηγούμενο ρεκόρ εσόδων έφτανε τα 225 εκατομμύρια ευρώ. Ακόμα δεν έχει γίνει γνωστό το ύψος των κερδών, αλλά αφού υπήρξε τόσο μεγάλη αύξηση εσόδων, είναι λογικό να έχει σημειωθεί ανάλογη άνοδος. Πάντως, με αυτό το ύψος των εσόδων η Γιουνάιτεντ έρχεται στην πρώτη θέση των ομάδων με τα μεγαλύτερα έσοδα στην Ευρώπη.
Νισάφι πια με τη χειραγώγηση...
Ολον αυτόν τον καιρό που ξετυλίγεται το κουβάρι που έπεσε στα κανάλια με την απόπειρα αυτοκτονίας του πρώην γ.γ., του Υπουργείου Πολιτισμού, προσπαθώ να μαντέψω τη στιγμή κατά την οποία η όλη «τηλεοπτική» συζήτηση θα αναδείξει και τα πολιτικά ζητήματα της ιστορίας. Απ' ό,τι φαίνεται, θα περιμένω ματαίως. Αυτή η χειραγώγηση της κοινής γνώμης, η πληροφόρηση της οποίας εμπλουτίζεται με μεγάλες δόσεις ροζ ιστορίας και ενός εκβιασμού σε ροζ φόντο, καταντά εξοργιστική για εκείνους που μπορούν ακόμα να εξοργίζονται. Η κατάσταση θα γίνει ακόμα χειρότερη με την επιστροφή των TV stars της ελληνικής τηλεδημοσιογραφίας από τις διακοπές των εορτών, οι οποίοι θα περιλάβουν στα τοκ σόου την υπόθεση και θα της ξετινάξουν όλη τη ροζ πιτυρίδα. Μια και το 'φερε η κουβέντα, πόσο καιρό χρειάζεται η Ενωση Συντακτών για να αποφασίσει αν ο κ. Αδριανός, καλώς ή κακώς, επικαλέστηκε το δημοσιογραφικό απόρρητο στον ανακριτή; Σε όλη αυτή την ιστορία, όπως και σε πολλές προηγούμενες, έχουμε και οι δημοσιογράφοι τις ευθύνες μας.