Μονακό, 2004. Η αναμέτρηση μόλις έχει λήξει: Μονακό - Ολυμπιακός 2-1. Ο Μπάγεβιτς πλησιάζει τον Ντεσάμπ και λέει: «Συγχαρητήρια, συνάδελφε, αλλά στη φάση του Οκκά η μπάλα πέρασε τη γραμμή του τέρματός σας. Εάν η διαιτησία δεν μας αδικούσε, το ματς θα έληγε 2-2». Ο κόουτς των γηπεδούχων χαμογελά, χτυπά τον Ντούσαν στην πλάτη και απαντά: «Συνάδελφε, απόψε απονεμήθηκε δικαιοσύνη έπειτα από δώδεκα χρόνια. Δεν θυμάσαι τι έγινε σε αυτό εδώ το γήπεδο την περίοδο 1992-93, στον αγώνα Μονακό - Ολυμπιακός για το Κυπελλούχων;». Ο Μπάγεβιτς απορεί: «Οχι, βέβαια, πού να θυμάμαι τώρα; Προπονητής της ΑΕΚ ήμουν τότε, άλλωστε». Ο Ντεσάμπ κουνά το κεφάλι του. «Τότε ο Ολυμπιακός νίκησε 1-0 με γκολ στο 85ο λεπτό. Νωρίτερα, όμως, ο διαιτητής δεν καταλόγισε πέναλτι σε ανατροπή του Κλίνσμαν από κάποιον αμυντικό του Ολυμπιακού, Βλάχο τον έλεγαν, νομίζω. Τότε έγινε το 1-0 στις αδικίες, τώρα το 1-1. Να 'σαι ευχαριστημένος που η διαιτησία τώρα δεν υπολόγισε τόκο δώδεκα ετών». Μια έκφραση στωικότητας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Μπάγεβιτς. «Τι να κάνω; Η μοίρα θέλησε να πληρώσω για την εύνοια που είχε τότε ο τυχερός ο Μπλαχίν…».
Τι κι αν ο διάλογος είναι φανταστικός; Στο μέλλον κάτι τέτοια ενδέχεται να λέγονται, όντως και στα σοβαρά, βάσει του «δόγματος Ζήκου» –έτσι όπως αυτό διατυπώθηκε στην Πειθαρχική Επιτροπή της ΕΠΟ. Ο παίκτης της ΑΕΚ έκανε, λέει, τις γνωστές δηλώσεις στα «μεθεόρτια» του ντέρμπι με τον Ολυμπιακό «από συσσωρευμένη αγανάκτηση πολλών ετών» και όχι επειδή η διαιτησία του Κάκου στο συγκεκριμένο παιχνίδι δικαιολογούσε τέτοιο ξέσπασμα. Απομένει, μόνο, να οριστεί ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της –μακράς, φαντάζομαι– περιόδου της οποίας τα πεπραγμένα θα τροφοδοτούν ανελλιπώς τους συμψηφισμούς, τα «ρεφαρίσματα» και τις ασκήσεις μνήμης κάθε κυριακάτικου απογεύματός μας. Τα τελευταία δέκα χρόνια; Τα τελευταία είκοσι;
Το 1979, έτος-ορόσημο για το επαγγελματικό ποδόσφαιρο; Το 1906, έτος διεξαγωγής του πρώτου εν Ελλάδι πρωταθλήματος; Το 1862, όταν ο Οθωνας έφυγε από την Ελλάδα; Να ξέρουν, βρε αδελφέ, και οι κύριοι Βαρούχας και Βασιλάκης ποιας ακριβώς περιόδου την ιστορία οφείλουν να μελετήσουν. Πώς πας, κύριε ειδήμονα, στο στούντιο χωρίς τις σημειώσεις σου; Μπορείς να κρίνεις φάση προς φάση ντέρμπι «αιωνίων» εν έτει 2008 δίχως να λάβεις υπόψη τον Παπουτσέλη των 90ς ή τους Δέδε, Ζλατάνο και Βουράκη σ’ εκείνο το 3-2 της Λεωφόρου στα 80ς; Μπορείς να «ακτινογραφήσεις» αγώνα ΑΕΚ - Ολυμπιακός σήμερα χωρίς να συνυπολογίζεις τον περσινό Μπριάκο και τα πρώιμα 90ς, τότε που ο διαιτητής διέκοψε τον αγώνα στη Νέα Φιλαδέλφεια 6 λεπτά πριν από τη λήξη κι ενώ το σκορ ήταν 2-1 υπέρ των «ερυθρολεύκων»; Εμ, δεν μπορείς…
Ο Ακης Ζήκος είναι ευφυής. Αντιλαμβάνεται προφανώς ότι η «ποσόστωση» 80%-20%, δηλαδή η γνωμάτευσή του πως το βάρος των βρακιών των διαιτητών στο Καραϊσκάκη είναι κατά 80% περιττώματα και 20% μόνο ύφασμα, ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί αντίστοιχη των μέχρι στιγμής διαδραματισθέντων στη φετινή περίοδο. Καταλαβαίνει ασφαλώς πως στη συλλογική κρίση η ΑΕΚ δεν κατέχει, φέτος, θέση αδικημένης –μέχρι στιγμής πάντα, αύριο ποιος ξέρει; Ειδικώς μετά τον αγώνα με τη Λάρισα. Γι' αυτό προσδίδει στο επικοινωνιακό παιχνίδι του ποιότητα… άλφα άλφα: «Αναδρομική αγανάκτηση». Σαν να λέμε, παραφράζοντας τη γνωστή λαϊκή παροιμία, κάποτε κάποιος αφόδευσε, φέτος μας έπληξε η δυσοσμία. Ελάχιστα πειστικό, εάν αναζητείς τεκμήρια ειλικρίνειας.
Φαντάζει, όμως, «λογικό», εάν το αντιμετωπίσεις ως μία ακόμα πράξη στο αέναο γαϊτανάκι για τη διαιτησία, σε ένα ποδοσφαιρικό στερέωμα που καθιστά πιθανότατο να «πάρεις» (κάτι ή κάμποσα) εάν διαμαρτυρηθείς ηχηρά. «Φωνάζω, φωνάζεις, φωνάζει, φωνάζουμε, φωνάζετε, φωνάζουν». Οι πάντες. Οχι όλοι ταυτοχρόνως, όχι όλοι με την ίδια αναλογία «δίκιου-άδικου», όχι όλοι με τον ίδιο τρόπο, αλλά πάντως… όλοι.
Ο τρόπος του Ζήκου ήταν έξυπνος. Εάν έλεγε κάτι περί διαιτησίας που «δεν ήταν ακριβώς 50%-50%», ουδείς θα έδινε σημασία. Με τα περί «χεσμένων» τήρησε ένα βασικό επικοινωνιακό κανόνα: το ασυνήθιστο εντυπωσιάζει, κυριαρχεί, πουλάει. Η δύσοσμη ατάκα Ζήκου έμοιαζε με τις αμπούλες (γνωστές και ως «βρομούσες») που ρίχνουν οι μαθητές στις σχολικές αίθουσες. Το μεν μάθημα «πάει περίπατο», ο δε καθηγητής «νουθετείται» να μην «πιέζει» πολύ την τάξη. Κάπως έτσι, ο Ακης έθεσε «εκτός ύλης» τις αιτίες της ήττας της ομάδας του και «νουθέτησε» τους διαιτητές. «Εξεγερθείς αυθορμήτως» για το παρελθόν, μερίμνησε για το μέλλον…
Ο γράφων θα ευχόταν τέτοιου είδους άχαρα παιχνιδάκια, ακόμα κι αν θεωρούνται αναπόφευκτα, να παραμένουν υποθέσεις τις οποίες θα διεκπεραιώνουν οι ΠΑΕ, τα γραφεία Τύπου τους, άντε και ολίγα «παπαγαλάκια». Οχι οι ποδοσφαιριστές. Εντάξει, να συνηθίσουμε τα DVD και τις συχνές γκρίνιες της ΠΑΕ Παναθηναϊκός με αποδέκτες τα ΜΜΕ. Να εθιστούμε και στις «πεφωτισμένες» –λόγω Φώτων– διαμαρτυρίες του Π. Κόκκαλη, στις παραιτήσεις α λα Σκόρδα και στους μακροσκελείς καταλόγους, φάση προς φάση, της ΠΑΕ Ξάνθη. Προσωπικά δυσκολεύομαι να συνηθίσω στην ιδέα ότι οι παίκτες, δηλαδή οι (θεωρούμενοι ως) πρωταγωνιστές, θα «ενσωματωθούν» για τα καλά σε αυτό το παράπλευρο παιχνίδι. Ο Ζήκος δεν είναι ο πρώτος, ούτε ασφαλώς ο τελευταίος, αλλά….
Κάτι ακόμα: μπορεί να κρίνω ως αβάσιμους –ή οτιδήποτε άλλο– τους ισχυρισμούς του Ζήκου, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο παίκτης πρέπει να τιμωρηθεί. Για την ακρίβεια, θεωρώ φαιδρή την ίδια την πρακτική της παραπομπής στην Πειθαρχική Επιτροπή για τέτοιους λόγους. Προτιμώ χίλιες φορές να ακούω από παίκτες πράγματα με τα οποία διαφωνώ από το να διατρέχουν κίνδυνο να υποστούν κυρώσεις επειδή λένε κάτι που πιστεύουν ή έστω που θέλουν να πιστέψουμε ότι πιστεύουν. Τους προτιμώ με υπερφίαλο στόμα παρά με… λερωμένα σώβρακα, όπως θα’ λεγε ο Ζήκος.