Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι το μεγάλο πάθος του προπονητή της Μπάγερν Μονάχου, Οτμαρ Χίτζφελντ, πέρα από το ποδόσφαιρο, είναι τα μαθηματικά. Μάλιστα πριν από αρκετά χρόνια βρέθηκε σε μία στενάχωρη θέση όταν αναγκάστηκε να διαλέξει, κάτω από την πίεση του πατέρα του. Την προπονητική ή την ακαδημαϊκή καριέρα.
Ο Χίτζφελντ θα μπορούσε να είχε γίνει ένας καλός καθηγητής μαθηματικών σε ένα γερμανικό πανεπιστήμιο. Προτίμησε, όμως, το ποδόσφαιρο, και δεν το έκρυψε ποτέ ότι το θεωρούσε έναν χώρο στον οποίο μπορεί να ανακαλύψει κάποιος πώς εφαρμόζονται τα μαθηματικά σε μεγάλη έκταση. Αυτή τη σχέση του Χίτζφελντ με το ποδόσφαιρο και τα μαθηματικά πολλοί είτε δεν την κατανοούν είτε την έχουν παρεξηγήσει.
Ενας από αυτούς είναι ο διευθυντής της Μπάγερν, Ούλι Χένες, που πριν από τη διακοπή της Μπουντεσλίγκα και απογοητευμένος από την πορεία του βαυαρικού συλλόγου και τις ευθύνες που πιστεύει ότι έχει ο Χίτζφελντ, είχε δηλώσει ότι «το ποδόσφαιρο δεν είναι μαθηματικά». Προφανώς, ο Χένες πιστεύει ότι το ποδόσφαιρο είναι πολύ πιο απλό σε σχέση με τα μαθηματικά και εμμέσως ασκεί κριτική στην προπονητική ικανότητα του Χιτσφελντ, ο οποίος μπορεί στα μαθηματικά να είναι καλός, αλλά στον πάγκο να τα βρίσκει μπαστούνια.
Και γιατί τα βρίσκει μπαστούνια; Γιατί ο βαυαρικός σύλλογος ξόδεψε το καλοκαίρι περίπου 100 εκατομμύρια ευρώ για μεταγραφές και συμβόλαια, περισσότερα από όσα ξόδεψαν όλες οι άλλες γερμανικές ομάδες μαζί, για να ανακτήσει τα πρωτεία σε Γερμανία και Ευρώπη και παρ' όλα αυτά, στη διακοπή του πρωταθλήματος ισοβαθμεί στην πρώτη θέση της βαθμολογίας με τη Βέρντερ Βρέμης. Παράλληλα, έχει προκριθεί στους «32» του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, αλλά αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτυχία. Αντίθετα, μετά την ενίσχυση του καλοκαιριού, αποτυχία θα είναι να μην κατακτήσει το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ.
Πριν από τη διακοπή της Μπουντεσλίγκα, το κλίμα ήταν βαρύ μέσα στους κόλπους του συλλόγου, μια και οι προσδοκίες για την πορεία της ομάδας μετά την ενίσχυσή της ήταν πολύ υψηλές. Η απόδοσή της, όμως, δεν δικαιολογεί όνειρα για πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ευρώπη και άνετη επικράτηση στην Μπουντεσλίγκα. Τέσσερις ισοπαλίες χωρίς γκολ στο πρωτάθλημα, που κάποιοι τις αντιμετωπίζουν σαν ήττες, μία ισοπαλία με την Μπόλτον στο «Αλιάντζ Αρίνα», μέτριες εμφανίσεις, δύσκολες σχέσεις μεταξύ των ποδοσφαιριστών της ομάδας -στα μέσα Δεκέμβρη ο Καν κατηγόρησε τον Ριμπερί, τον Λούκα Tόνι και τον Αλτιντοπ για αδιαφορία- δυσαρέσκεια στη διοίκηση για τον Χίτζφελντ, κάποιες αποδοκιμασίες των οπαδών προς τη διοίκηση και μία κόντρα τους με τον Χένες, όλα αυτά αποτελούν ενδείξεις για μία κρίση που υποβόσκει στη Sabenerstrasse, όπου βρίσκεται η έδρα του βαυαρικού συλλόγου.
Για πολλούς, η ομάδα γίνεται μια συγκέντρωση μεγάλων και καλοπληρωμένων αστέρων που ενδιαφέρονται περισσότερο για τα συμβόλαιά τους παρά για να παίξουν ποδόσφαιρο. Ηδη ένας ειρωνικός χαρακτηρισμός για την Μπάγερν, «Hollywood FC», έχει εμφανιστεί σε κάποιες εφημερίδες σε μία προσπάθεια να περιγραφεί ο φετινός χαρακτήρας της ομάδας. Μάλιστα, αν δεν ήταν το 6-0 επί του Αρη που άφησε μία θετική εντύπωση, ίσως η κρίση να είχε βαθύνει περισσότερο.
Ο Ρουμενίγκε, πριν από ένα χρόνο περίπου, όταν προσελήφθη ο Χίτζφελντ, τον είχε χαρακτηρίσει «ιδανικό» για την Μπάγερν, αλλά φαίνεται ότι ο «κύριος καθηγητής» δεν μπόρεσε να βρει την κατάλληλη χημεία για την ισορροπία στα αποδυτήρια. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα η «επανάσταση» του καλοκαιριού, με την Μπάγερν να παραβαίνει τις συνήθειές της και να ξοδεύει πολλά, να κινδυνεύει να αποδειχθεί επιδεικτική συμπεριφορά νεόπλουτου.
Γι’ αυτό και χθες ανακοινώθηκε ότι ο Χίτζφελντ θα αφήσει την Μπάγερν το καλοκαίρι. Ισως η διακοπή να βοηθήσει στη μεταμόρφωση της ομάδας και όλα να βρουν τον ρυθμό τους. Και να αποδειχθεί ότι το ποδόσφαιρο, τελικά, μοιάζει με τα μαθηματικά. Οταν κουραστεί το μυαλό με τις δυσκολίες μιας εξίσωσης, κάνεις μια διακοπή και πας μια βόλτα. Μετά, όλα είναι διαφορετικά.
Τίνος είναι, ρε γυναίκα, το DVD;
η υπόθεση Ζαχόπουλου είναι μία απόδειξη ότι ο Θεός της τηλεόρασης είναι πολυέλαιος. Οχι από αυτούς που κρεμάμε από το ταβάνι, αλλά από τους άλλους, που είναι κιμπάρηδες αλλά και λυπησιάρηδες. Δεν αφήνουν τα κανάλια τέτοιες μέρες χωρίς θέμα. Και τι θέμα, ε; Αμα κυριαρχούν το ροζ, οι υπόνοιες εκβιασμού, ένας παρ' ολίγον θάνατος και πολλές δόσεις πολιτικού θρίλερ στο βάθος, υπάρχει υλικό για μονοθεματικό δελτίο ειδήσεων που θα βγαίνει για μέρες και θα επισκιάζει όλα τα άλλα.
Ακόμα και ένα γεγονός όπως η δολοφονία της Μπούτο στο Πακιστάν. Αλλωστε, το Πακιστάν είναι πολύ μακριά, ποιος νοιάζεται; Η τηλεοπτική κάλυψη της υπόθεσης μού γεννά ορισμένα ερωτήματα που δεν έχουν να κάνουν με την αστυνομική πλευρά της ιστορίας. Σε μία τέτοια υπόθεση πρέπει κάποιος να είναι πολύ ανόητος ή πολύ εύπιστος -το ένα φυσικά δεν αποκλείει το άλλο- για να θεωρήσει ότι η αστυνομία ή η δικαιοσύνη δεν θα κάνει ό,τι μπορεί για να κατευθύνει την υπόθεση κάπως μακριά από το Μέγαρο Μαξίμου.
Ακόμα και τώρα οι προσπάθειες του επικοινωνιακού επιτελείου της κυβέρνησης είναι να κρατήσoυν τον πρωθυπουργό μακριά από οποιαδήποτε υπόνοια σκανδάλου. Λες και ο πρωθυπουργός δεν έχει καμία ευθύνη για τον άνθρωπο που ο ίδιος διόρισε γενικό γραμματέα στο υπουργείο και ο οποίος για χρόνια ανήκε στο στενό περιβάλλον του. Ισως το βασικότερο ερώτημα που αναδεικνύεται από την υπόθεση Ζαχόπουλου αφορά τις συνθήκες που υπάρχουν στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος και τις προϋποθέσεις με τις οποίες γίνονται οι κάθε λογής επιχορηγήσεις και ενισχύσεις.
Η αδιαφάνεια και το κομματικό πρόσημο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά μιας επιλογής που είναι χαρακτηριστική του δικομματισμού. Κανείς δεν μπορεί να ελέγξει πού κατευθύνονται και πόσα είναι τα εκατομμύρια που υπάρχουν στους 120 περίπου ειδικούς λογαριασμούς. Εκατομμύρια που διαχειρίζονται κομματικοί μηχανισμοί που λυμαίνονται το δημόσιο χρήμα, το λάφυρο της εκλογικής νίκης.
Γι' αυτό το ζήτημα δεν θα γίνει καμία δημόσια συζήτηση. Αυτό βολεύει και τους καναλάρχες, που δεν έχουν κανένα συμφέρον να αποκαλύψουν πώς δουλεύει το σύστημα διανομής του δημόσιου χρήματος, από το οποίο και οι ίδιοι ωφελούνται.
Ποιότητα ζωής στις ΗΠΑ
Πριν από λίγο καιρό, η εφημερίδα «Washington Post» παρουσίασε μία έρευνα για την ποιότητα ζωής των Αμερικανών, από τα στοιχεία της οποίας προκύπτει ότι μόλις το 1/3 των Αμερικανών ζει καλύτερα από όσο ζούσαν οι γονείς τους. Οι υπόλοιποι ζουν στο ίδιο επίπεδο ή βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση. Από τα στοιχεία της έρευνας φαίνεται ότι το εισόδημα των τριαντάρηδων, για παράδειγμα, μειώνεται σταθερά και έχει χάσει ένα 12% μέσα σε 33 χρόνια, την περίοδο 1974-2007. Η επιδείνωση της ποιότητας ζωής φαίνεται να οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η αμερικανική κοινωνία έχει χάσει την περίφημη κινητικότητά της. Δηλαδή, όσοι γεννιούνται φτωχοί δυσκολεύονται να γίνουν λιγότερο φτωχοί. Στις ΗΠΑ, περισσότερο από ό,τι σε άλλες χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου, το ποια θέση θα έχει κάποιος στην κοινωνία και την πυραμίδα του πλούτου καθορίζεται από τη γέννησή του. Οι οικογένειες γίνονται ολιγομελείς για να περιορίσουν τα έξοδά τους και ενώ περισσότεροι νέοι γράφονται στα πανεπιστήμια, όλο και λιγότεροι αποφοιτούν από αυτά. Η αμερικανική κοινωνία έχει μεταβληθεί σε μία ταξική κοινωνία στην οποία η ανισότητα είναι κληρονομική και μόνιμη. Και το περίφημο αμερικανικό όνειρο ζει, πλέον, μονάχα στις ταινίες.