Αδικεί η κριτική στην Ελλάδα; Πριν απαντήσω σε αυτή την εύλογη απορία, θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι η κριτική στην Ελλάδα δεν είναι καθόλου σκληρή κυρίως γιατί εννιά στις δέκα φορές οι κρίσεις είναι προβλέψιμες. Το ότι υπάρχουν 15 αθλητικές εφημερίδες κι άλλα τόσα καθημερινά ένθετα πολιτικών εφημερίδων με θέμα τα σπορ δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Αλλο είναι η σύγχυση που δημιουργεί η πολυφωνία (και η οχλαγωγία) κι άλλο η σκληρότητα της κριτικής. Στην Ελλάδα ειδικά στις αξιολογήσεις των ποδοσφαιριστών υπάρχουν εκείνοι που μηδενίζουν κι εκείνοι που αποθεώνουν. Γενικά δεν υπάρχει μέτρο. Πριν από λίγες μέρες π.χ. έγινε γνωστό ότι ο Ιγκόρ Μπίσκαν βρήκε επιτέλους ένα συμβόλαιο στη Διναμό Ζάγκρεπ (έστω και μικρό) έπειτα από ένα πεντάμηνο ανεργίας. Κι όμως στην Ελλάδα υπήρχαν δημοσιογράφοι οι οποίοι, όταν ο Μπίσκαν αγωνιζόταν στον ΠΑΟ, υποστήριζαν σε κάθε ευκαιρία ότι πρόκειται για έναν εξαιρετικό ποδοσφαιριστή όχι επειδή τον έβλεπαν κάτι να κάνει μέσα στο γήπεδο, αλλά διότι, κοιτάζοντας το βιογραφικό του, διάβαζαν ότι έχει υπάρξει πρωταθλητής Ευρώπης με τη Λίβερπουλ.
Επίδειξη
Αφήνοντας στην άκρη τούς σικέ διθυράμβους δημοσιογράφων που «κριτικάρουν» ή δεν κριτικάρουν κάνοντας επίδειξη οπαδισμού, αυτό που μένει δεν είναι και πολύ. Πρέπει να πω ότι οι πιο πολλές μη οπαδικές απόψεις είναι συνήθως ήρεμες διότι υπάρχει δυσκολία τεκμηρίωσης. Η Ελλάδα ποδοσφαιρικά είναι μια επαρχία της Ευρώπης. Οι καλοί παίκτες που έχουμε δει είναι λίγοι -τα μέτρα όποιου δεν παρακολουθεί διεθνές ποδόσφαιρο ή δεν είχε την τύχη να ζήσει στο εξωτερικό είναι πολύ χαμηλά. Οποιος κρατάει πισινή το κάνει συνήθως γιατί δεν ξέρει ή γιατί φοβάται τον κίνδυνο να εκτεθεί. Οποιος πάλι δεν φοβάται γίνεται συχνά οπαδός της γνώμης του, την προτάσσει και με αυτή πορεύεται. Αυτή η άνευ λογικής πολλές φορές φανατική άποψη μειώνει την αξιοπιστία του δημοσιογράφου, οπότε δεν είναι κι αυτός πρόβλημα. Ο Μορέτο π.χ. για κάποιους είναι «θεός» και για κάποιους «παλτό»: όποιος λαμβάνει υπόψη τέτοιες γνώμες για να σχηματίσει ο ίδιος άποψη είναι για τα σίδερα.
Καλοί
Από πείρα πιστεύω ότι οι παίκτες που αγωνίζονται στην Ελλάδα σπανίως είναι του 10 και σπανίως είναι του τίποτα. Οι πιο πολλοί είναι καλοί όταν δίνουν κάτι παραπάνω και μέτριοι όταν κάνουν τα απολύτως προβλεπόμενα. Η μιντιακή παρουσίασή τους ως εκ τούτου είναι έτσι ή αλλιώς υπερβολική. Στο εξωτερικό (και ειδικά στις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες) η κριτική είναι σαφώς σκληρότερη επειδή υπάρχει γνώση της ποιότητας: όποιος κριτικάρει έχει δει πολλά! Ο Κρόιφ π.χ. όταν μιλάει νιώθεις ότι συγκρίνει τους τωρινούς με κάποιους πολύ καλύτερους με τους οποίους έχει αγωνιστεί ή έχει προπονήσει. Οταν π.χ. βγάζει τον Ιντσάγκι άχρηστο, καταλαβαίνεις ότι τον συγκρίνει με τον Φαν Μπάστεν ή τον Ρομάριο κι αυτό είναι για τον κρινόμενο αληθινό πρόβλημα. Στην Ελλάδα τέτοιου είδους κριτική που να φέρνει σε δύσκολη θέση παίκτες σπανίως γίνεται.
Φάρδος
Αν σας πω τι έχει κατά καιρούς ακουστεί στο εξωτερικό για παίκτες θα καταλάβετε ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα ήπιων κρίσεων. Στη Γερμανία όταν ο Μπράιτνερ αρθρογραφούσε στο «Κίκερ» έτρεμε κόσμος. Για τον Μπράιτνερ ο Χέσλερ δεν θα έπρεπε να παίζει στην Εθνική «γιατί είναι κάτω από 1,70», ο Κλίνσμαν «θα 'πρεπε να βρει ψυχολόγο να τον παρακολουθήσει αποκλειστικά» κι ο Μπέρντχολντ θα ήταν καλό να σταματήσει το ποδόσφαιρο και να ασχοληθεί με τις γεωργικές καλλιέργειες: σας μιλάω για τρεις πρωταθλητές κόσμου! Στην Αγγλία ο Σαμ Αλαρντάις έχει αναρωτηθεί δημοσίως σε συνέντευξη μέχρι πότε ο Τζέραρντ και ο Λαμπάρντ θα κοροϊδεύουν τον κόσμο, προσπαθώντας να παίξουν μαζί. Στην Ισπανία οι εφημερίδες έχουν κάνει αφιερώματα στα κιλά του Ρονάλντο που θα ζήλευε και το περιοδικό «Vita» και σε τηλεοπτικές εκπομπές έχουν γίνει σίριαλ τα νυχτοπερπατήματα του Ρονάλντο. Για τους Ιταλούς δεν γράφω καν: αρκεί να σας πω ότι υπάρχει δημοσιογράφος που έχει κυκλοφορήσει βιβλίο με τίτλο «το φάρδος του Αρίγκο Σάκι».
Κριτική
Ξανακάνω την αρχική ερώτηση. Αδικεί η κριτική στην Ελλάδα; Δεν νομίζω ότι η απάντηση έχει την παραμικρή σημασία. Είτε αδικεί, είτε δεν αδικεί δεν είναι σκληρότερη από αυτή που γίνεται σε άλλες χώρες. Ξέρετε ποια είναι η διαφορά; Οτι εδώ (και ίσως μόνο εδώ) αυτή την κριτική τη λαμβάνουν σοβαρά υπόψη οι παράγοντες -ίσως γιατί ψάχνουν στον γραπτό και ηλεκτρονικό Τύπο άλλοθι για τα λάθη τους, επιβραβεύσεις των επιλογών τους, δικαιολογίες αλλά και συμπεράσματα. Πολύ συχνά ψάχνουν στις εφημερίδες και στις κρίσεις των ρεπόρτερ και των αρθρογράφων τη γνώμη που τους λείπει.
Αλισβερίσι
Αυτό το κουτό αλισβερίσι είναι το μοναδικό πρόβλημα. Αν στη Ρόμα διάβαζαν τις ιταλικές εφημερίδες θα έδιωχναν τον Ρούντι Φέλερ έπειτα από τον πρώτο χρόνο της εκεί παρουσίας του: δεν είχε σκοράρει και είχε αγωνιστεί ελάχιστα. Αν στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ ο σερ Αλεξ διάβαζε τα ταμπλόιντ δεν θα πουλούσε ποτέ τον Μπέκαμ και δεν θα αγόραζε ποτέ τον Κριστιάνο Ρονάλντο. Αν στην Μπαρτσελόνα έδιναν βάση αποκλειστικά στο τι γράφει η «El Mundo Deportivo» θα είχαν διώξει τον Φρανκ Ράικαρντ εδώ και δύο χρόνια.
Ερώτηση
Η σωστή ερώτηση στην ιστορία του Μπόρχα δεν είναι αν η κριτική τον αδίκησε, αλλά γιατί οι Γερμανοί σε χρόνο ρεκόρ τον βελτίωσαν ενώ εδώ οι εμφανίσεις του πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Ολα τα άλλα είναι κουραφέξαλα…