Η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή πρόοδος των ελληνικών ομάδων σε σχέση με τις προηγούμενες σεζόν είναι ότι δεν βλέπουνε τα ματς σαν τα αντίστοιχα του ελληνικού Κυπέλλου. Η εποχή που το Αιγάλεω, ο Ηρακλής, ο ΠΑΟΚ και ο Πανιώνιος σκιζόντουσαν για να περάσουν στο UEFA και να εισπράξουν τα λεφτά, αδιαφορώντας μετά για τα αποτελέσματα, μοιάζει να ανήκει στο παρελθόν. Φέτος ούτε μία ομάδα δεν αδιαφόρησε για τη διοργάνωση και το αποτέλεσμα φαίνεται από τη συλλογή των βαθμών. Αντίθετα, όμως, με τα αποτελέσματα που οι ελληνικές ομάδες παίρνουν, που είναι καλύτερα από αυτά που πιθανόν να τους αναλογούν, οι εμφανίσεις τους, το crowd pleasing factor, είναι ιδιαίτερα χαμηλό. Οι ελληνικές ομάδες παίζουν ελάχιστα ελκυστικό ποδόσφαιρο και το κακό είναι ότι Τύπος και οπαδοί δεν πιέζουν για να το βελτιώσουν.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την ΑΕΚ. Ανάθεμα αν έχει παίξει ένα ελκυστικό ματς στην Ευρώπη. Ο Φερνάντο Σάντος είχε απολυθεί επειδή η μπάλα που έπαιζε η ομάδα δεν ήταν θεαματική και τελικά με τον Λορένσο Σέρα Φερέρ το θέαμα είναι χειρότερο.
Ακόμα και ο Ολυμπιακός, που παραδοσιακά ήταν ο διασκεδαστής και ενίοτε ο γελωτοποιός των Ευρωπαϊκών Κυπέλλων, το μόνο ματς που θύμιζε τον παλιό εαυτό του ήταν εκείνο στο Μπρέμεν. Φυσικά, είναι θέμα προτεραιοτήτων. Ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι το αποτέλεσμα μετράει και ο τρόπος που κατακτήθηκε είναι δευτερευούσης σημασίας. Μπορεί να ισχύει, αλλά γι' αυτούς που αντιμετωπίζουν το ποδόσφαιρο σαν λογιστική. Διότι οι υπόλοιποι, όσοι δεν είναι κολλημένοι στο «η δική μου ομάδα να κερδάει και οι υπόλοιποι να πάνε να πηδηχτούνε», εκτιμούν περισσότερο τη Βραζιλία του 1982, που αποκλείστηκε με 3-2 από την Ιταλία, παρά του 1994, που είχε πάρει το Μουντιάλ στα πέναλτι. Καλά τα αποτελέσματα, αλλά η λογική ότι από τις μικρές ομάδες δεν μπορείς να περιμένεις θέαμα και δικαιούνται να κάνουν οτιδήποτε για να κερδίζουν οδηγεί σε ματς τύπου Παναθηναϊκός - Ξάνθη, που οι παίκτες των φιλοξενουμένων ξάπλωναν σαν να ήταν κομπάρσοι στο «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας».
Μια, λοιπόν, που ήρθε το θέμα στο βιβλίο του Μάρκες, που έγινε ταινία και παίζεται στους κινηματογράφους, να πέσω γονυπετής και να ζητήσω συγγνώμη, αλλά το λέω. Βαριέμαι τον Μάρκες. Ακούγεται σαν παραφθορά του «Johnny hates jazz», α λα «Tony hates Marquez». Για να μην είμαι υπερβολικός, δεν τον μισώ τον άνθρωπο, αλλά βαριέμαι τα βιβλία του. Εάν γίνει δικτατορία και θέλουν να με βασανίσουν για να ομολογήσω τους συντρόφους μου, δεν έχουν παρά να με βάλουν σε ένα κελί με τη βιβλιογραφία του Μάρκες και ένα DVD player που θα έχει μόνο την πλήρη σειρά των αγώνων του Αιγάλεω με τον Ιωνικό. Σε δύο μέρες θα έχω καταδώσει και τη θεία μου τη Μαριάννα. Να προσθέσω, λοιπόν, ότι η βαριεστημάρα για τα βιβλία του Μάρκες δεν είναι γενικό μου πρόβλημα στα αργά και πολυσέλιδα βιβλία. Γουστάρω με πάθος τον Ουμπέρτο Εκο και ιδιαίτερα το «Ονομα του ρόδου», έχω διαβάσει το «Πόλεμος και ειρήνη» στην ασύντμητη έκδοσή του και χωρίς να πηδήξω τις σελίδες με τη μάχη του Μποροντίνο και, επίσης, έχω διαβάσει δύο φορές τη διλογία του Isaac Bashevis Singer, το «The manor» και το «The estate». Σκεφτείτε τον πιο ψυχανώμαλο βιβλιόφιλο γνωστό σας, ρωτήστε τον αν έχει διαβάσει Singer και αν σας πει «ναι», ρωτήστε τον τι του συνέβη και το έπαθε. Εάν σας απαντήσει ότι τη δεκαετία του ’70 χρειάστηκε να κατασκηνώσει δύο εβδομάδες μόνος στη λίμνη Balaton με μόνη παρέα οικογένειες Ούγγρων που δεν μίλαγαν τίποτε άλλο από τη γλώσσα τους, μπορείτε να του απαντήσετε ότι έτσι την πάτησε και ένας άλλος.
Το ομολογώ. Στο διάβασμα είμαι βιτσιόζος. Τι θυμόσαστε από τη χθεσινή «SportDay»; Το πιθανότερο είναι ότι θυμόσαστε τις περιγραφές από τους αγώνες του Πανιώνιου και του Αρη, ότι η Μονακό στέλνει σκάουτερ για τον Τοροσίδη, ότι ο Μάχο είναι στις μαύρες του επειδή έχασε τη θέση του από τον Μορέτο και άντε να είσαστε και λίγο του ρεπορτάζ industrial και να θυμόσαστε ότι ο Πεσέιρο δήλωσε ότι πρώτος στόχος της Πανάθας είναι το πρωτάθλημα. Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή ο Πεσέιρο, ο Ν'Ντόι ή ο Μάτος λένε ότι θέλουν το πρωτάθλημα και Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο το θέλουν ο Ριβάλντο, ο Φερέρ και ο Ενσαλίβα, που έχει παραμελήσει το blog του και πολύ μου λείπει. Τι μου έμεινε από τη χθεσινή «SportDay»; Οτι ο περουκοφόρος ηγέτης Κώστας Μακρής επιστρέφει στην Πάτρα, ότι το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους απάντησε με το πρακτικό 261/12-11-07 ότι δεν συντρέχει ασυμβίβαστο στο πρόσωπο του Σπύρου Ζαννιά σε σχέση με τις επαγγελματικές δραστηριότητές του και ότι «τα τροχαία στοιχίζουν ακριβά».
Το τελευταίο, φυσικά, από τον Δημήτρη Μπαλή, που στη στήλη του «Δρόμοι αντοχής» δίδαξε δημοσιογραφία. «Κάθε ενεργός πολίτης επιβαρύνεται ετησίως με 180 ευρώ από τα ατυχήματα των λεωφορείων και τον φορτηγών», γράφει ο Δημήτρης. Προσέξτε τώρα. Οι Τσοχοχελάκηδες και ο Ελευθεράτος θα έγραφαν «Κάθε άνθρωπος του λαού». Εγώ και ο Χόρχε «Κάθε εθνικόφρων Ελληνας». Ο Κάρπετ «Κάθε άνθρωπος, αλλά και διαιτητής». Ο Δημήτρης μας, όμως, ξηγήθηκε «Κάθε ενεργός πολίτης». Τέτοια ακρίβεια. Που σημαίνει ότι κάθε ανενεργός πολίτης, κάθε γριέντζω, μωρό και πεθαμένος στα παπάρια τους που λεωφορεία και φορτηγά πάνε και τρακάρουν το ένα πάνω στο άλλο με τους οδηγούς να τραγουδάνε τις επιτυχίες της Εύης Θώδη.
Μια, λοιπόν, που αναφερθήκαμε στο χρήμα, διάβαζα το τέλος του άρθρου του Χρίστου Χαραλαμπόπουλου για τη Σούπερ Λίγκα. Το οποίο καταλήγει με το ερώτημα «πόσους φόρους έχουν πληρώσει οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ και ποιες οι οφειλές τους στο ΙΚΑ;». Πάμε, λοιπόν, σε μια πονεμένη ιστορία. Στην ΑΕΚ, τον Ηρακλή και τον ΠΑΟΚ ένα από τα επιχειρήματα στο γιατί το κράτος έπρεπε να συνδράμει στη διάσωση των ΠΑΕ ήταν ότι αμελούσε να κάνει ελέγχους και ακόμα και αν έκανε, δεν εφάρμοζε τους νόμους. Εάν αυτό είναι το επιχείρημα, σήμερα ποιοι χρωστάνε και πόσα; Διότι το να βάλουν στη ρύθμιση Ορφανού τα χρέη τους ο Αρης και η ΑΕΚ δείχνει ότι κάποιες οφειλές στο Δημόσιο υπήρχαν και ρυθμίστηκαν χάρη στον νέο νόμο.
Επίσης, κάτι ακόμα. Εγραφε ο Κάρπετ ότι την τελευταία αγωνιστική κόπηκαν 35 χιλιάδες εισιτήρια. Ενας αριθμός μικρός, αλλά στην πραγματικότητα είναι μεγαλύτερος. Διότι αρκετές ΠΑΕ δεν συνυπολογίζουν τις εισπράξεις από τα εισιτήρια διαρκείας. Ετσι γλιτώνουν τα λεφτά του ποσοστού που πρέπει να δώσουν στον Eρασιτέχνη, που έδωσε το όνομα στην ΠΑΕ όταν το ποδόσφαιρο έγινε επαγγελματικό, αλλά αμφιβάλλω για το κατά πόσο δίνουν και τους φόρους στο κράτος. Οπως και δεν έχω ακόμα καταλάβει –ούτε και η ΠΑΕ Παναθηναϊκός το εξήγησε– για ποιο λόγο τα εισιτήρια διατίθενται στην Ticket Club στη μισή τιμή για να φθάσουν στον αγοραστή στην ολόκληρη. Οχι ότι γράφω πως συμβαίνει κάτι παράνομο, αλλά το ερώτημα υπάρχει.