Τεράστια είναι η δύναμη της επιλογής των «κατάλληλων» λέξεων, όταν ως στόχος τίθεται ο... ευπρεπισμός μιας ζοφερής πραγματικότητας ή ακόμη χειρότερων προθέσεων. Πότε ειρωνικό, άλλοτε παραπλανητικό, ενίοτε και τα δύο, το λεκτικό «λουστράρισμα» αποτελεί θεμέλιο λίθο της πολιτικής, ακόμη κι όταν αδυνατεί να ξεγελάσει: το θράσος το οποίο εκπέμπεται μέσω της τακτικής: «Σε κοροϊδεύω κατάμουτρα και μ’ αρέσει», συχνά είναι χρησιμότερο κάθε προσδοκίας να βρεθούν αφελείς και να πιστέψουν παιδικά παραμύθια.
Ακριβώς επειδή οι «επιτήδειες» λέξεις αντιπροσωπεύουν τεράστια δύναμη, δικαιούμαστε να θυμηθούμε παραδείγματα «λαμπρής» χρήσης τους εκ μέρους παραγόντων των (πάλαι ποτέ δύο) υπερδυνάμεων. Το 1983 οι Σοβιετικοί κατέρριψαν ένα νοτιοκορεατικό τζάμπο, επειδή πίστευαν ότι διενεργούσε κατασκοπία. Εστειλαν στον Αδη 269 ψυχές και κατόπιν εξήγησαν για ποιους λόγους «ανεκόπη η πορεία του αεροσκάφους»! Με αυτήν τη «γλυκιά» έκφραση «έντυσαν» λεκτικά την πράξη τους. Τρία χρόνια αργότερα αποδείχθηκε ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν είχε πει ασύστολα ψέματα για να συγκαλύψει την υπόθεση που έμεινε γνωστή ως σκάνδαλο Ιρανγκέιτ. Οταν οι δημοσιογράφοι τον στρίμωξαν, εκείνος εκστόμισε το αμίμητο: «Το συναίσθημά μου επιμένει ότι δεν είπα ψέματα, αν και η λογική μου λέει ότι είπα». Ας σημειωθεί ότι το Αλτσχάιμερ δεν τον είχε πλήξει, τότε...
Παρήλθαν δεκαετίες, αλλάξαμε αιώνα, αλλά η εγχώρια «υπερδύναμη»... λογικής που λέγεται «κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας» θυμίζει το σοβιετικό τακτ του ’83, όταν αναφέρεται στην Ολυμπιακή Αεροπορία, και τον Ρέιγκαν του ’86, όταν «σουλουπώνει» τα είπα-ξείπα της για το ασφαλιστικό. Προσέξτε διατύπωση (στο περίφημο non paper) για την Ολυμπιακή: «Η εταιρεία θα εξακολουθήσει να λειτουργεί κανονικά, μέχρι να βρεθεί η λύση της επόμενης ημέρας». Το διανοείστε; Μία επιχείρηση με προδιαγεγραμμένο -κατά την ίδια την κυβέρνηση- τέλος, θα λειτουργεί... εύρυθμα, έστω κι αν προαναγγέλθηκε η «εκτέλεσή» της! Δεν ξέρω ποια επιχείρηση στον κόσμο λειτουργούσε ρολόι εν αναμονή λουκέτου, για να διαπιστώσω τίνος τη θέση στο βιβλίο Γκίνες θα καταλάβει η «μελλοθάνατη» πλην... κεφάτη Ολυμπιακή Αεροπορία. Ξέρω όμως ότι οι δείκτες του κυβερνητικού ρολογιού κινούνται παράξενα. Προς το παρόν ξεχάστε το τι θα μπορούσε ή θα έπρεπε να έχει γίνει με την «Ο.Α.», ξεχάστε ερωτήματα του τύπου «πόσα της χρωστά τελικά το κράτος;», ξεχάστε το τι έκανε η Air France σε ανάλογη περίπτωση: όλα αυτά φαντάζουν... μεταπτυχιακά, ενώπιον της διαπίστωσης ότι η κυβέρνηση γνωρίζει τι «πρέπει» να ξηλώσει, αλλά δεν έχει ακόμη ιδέα για το τι θα γίνει την επόμενη ημέρα. «Αμα ο υπουργός λέει ότι δεν υπάρχει σχέδιο για την επόμενη μέρα, τι να σας πω εγώ; Οτι υπάρχει;» Ρητορικό ερώτημα του Μιλτιάδη Εβερτ –στο ραδιόφωνο της ΝΕΤ. Εάν ένας προπονητής ποδοσφαίρου αντικαταστήσει κάποιον παίκτη με τον... κανένα, θα γίνει, πρώτον, παγκόσμιο θέμα και δεύτερον, άνεργος. Δεν είχαμε διανοηθεί ότι μία κυβέρνηση μπορεί να έχει χαμηλότερο συντελεστή σοβαρότητας -και μάλιστα μια κυβέρνηση ουδόλως «φρέσκια», που διαδέχθηκε στην εξουσία τον εαυτό της και η οποία υποτίθεται πως το θέμα της «Ο.Α.» το ήξερε «απ’ έξω κι ανακατωτά». Εάν κάποιος πει ότι την «αιφνιδίασαν» οι εξελίξεις, προφανώς θα πιστεύει ότι ο προπονητής δικαιούται να αφήνει ακάλυπτη για κανένα δεκάλεπτο τη θέση του παίκτη που αποχώρησε τραυματίας ή αποβληθείς.
ΥΓ.: Συνέχεια για «Ο.Α.» και ασφαλιστικό, αύριο.