Είναι αρκετές και εύκολα εντοπίσιμες οι διαφορές ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου και το Παγκόσμιο Κύπελλο. Το Παγκόσμιο Κύπελλο, στην τελική φάση του οποίου μετέχουν 32 ομάδες, το έχουν κερδίσει μόλις 7 ομάδες από τότε που ξεκίνησε ο θεσμός.
Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου μετέχουν 16 ομάδες και σχεδόν όλες έχουν ελπίδες να κερδίσουν τον τίτλο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι υπάρχει μεγαλύτερος ανταγωνισμός και ότι τα παιχνίδια αυτά παρουσιάζουν μεγαλύτερο τηλεοπτικό και, συνεπώς, εμπορικό ενδιαφέρον. Ενα ενδιαφέρον που μεγαλώνει σε κάθε διοργάνωση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος της Πορτογαλίας υπολογίζεται ότι παρακολούθησαν 273 εκατομμύρια τηλεθεατές, περισσότεροι από κάθε άλλο αθλητικό γεγονός μέσα στο 2004. Μία χρονιά στην οποία είχαμε και Ολυμπιακούς Αγώνες, των οποίων οι τελετές έναρξης και λήξης συγκεντρώνουν υψηλή τηλεθέαση, αλλά όχι τόσο υψηλή όσο το ποδόσφαιρο.
Η ΟΥΕΦΑ από την εμπορική εκμετάλλευση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος της Πορτογαλίας εισέπραξε γύρω στο 1 δισ. 300 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα, ποσό που ήταν τριπλάσιο από το αντίστοιχο που της απέφερε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2000 σε Βέλγιο και Ολλανδία. Από αυτό το 1,3 δισ., τη μερίδα του λέοντος έφεραν τα τηλεοπτικά δικαιώματα που έφθασαν τα 862 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα. Η ΟΥΕΦΑ υπολογίζει ότι στη διοργάνωση του 2008 τα έσοδα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα θα έχουν μία αύξηση της τάξης του 10-12%.
Οι τιμές των τηλεοπτικών δικαιωμάτων σημείωσαν εντυπωσιακή αύξηση κατά την περίοδο 1999-2000, αλλά τα δικαιώματα του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2000, που είχαν πουληθεί 4 χρόνια πριν από τη διοργάνωση, είχαν αποφέρει στην ΟΥΕΦΑ μόλις 140 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα.
Οι μελέτες για την τηλεθέαση των παιχνιδιών των Euro το 2000 και το 2004 δείχνουν ότι τα παιχνίδια της Πορτογαλίας τα παρακολούθησαν κατά 9% περισσότεροι τηλεθεατές από ό,τι τα παιχνίδια του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2000. Ο μέσος όρος τηλεθέασης του κάθε παιχνιδιού του Euro 2004 έφθασε τα 90 εκατομμύρια τηλεθεατές.
Η ΟΥΕΦΑ πιστεύει ότι η τηλεθέαση θα είναι υψηλότερη στο πρωτάθλημα του 2008, από όπου, όμως, είναι πολύ πιθανό να έχει χαμηλότερα έσοδα από τα εισιτήρια -σε σχέση με τα έσοδα της Πορτογαλίας τα οποία έφθασαν τα 124 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα- λόγω της μικρότερης χωρητικότητας των γηπέδων. Στα χέρια της ΟΥΕΦΑ έχει φθάσει μία μελέτη που παρήγγειλε η MasterCard, χορηγός του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, με βάση την οποία ο συνολικός τζίρος που θα δημιουργήσει το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ποδοσφαίρου για την ευρωπαϊκή οικονομία θα φθάσει το 1,4 δισ. ευρώ.
Ενα ποσό στο οποίο υπολογίζονται τηλεοπτικά δικαιώματα, διαφημίσεις, εισιτήρια, χορηγίες, μετακινήσεις φιλάθλων και διαμονές σε ξενοδοχεία, κατανάλωση μπίρας και αναψυκτικών -και όχι μόνο στις διοργανώτριες χώρες- αλλά και πωλήσεις αθλητικών ειδών, τηλεοράσεων και αναμνηστικών του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 2008.
Η μελέτη υπολογίζει την εμπορική αξία κάθε παιχνιδιού στα 42 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που ανάλογα με τις ομάδες μπορεί να φθάσει μέχρι και τα 56 εκατομμύρια. Τα «ακριβότερα» παιχνίδια θεωρούνται τα παιχνίδια του τρίτου ομίλου, Γαλλία-Ιταλία, Ολλανδία-Γαλλία και Ιταλία-Ολλανδία, η εμπορική αξία των οποίων φθάνει τα 168 εκατομμύρια ευρώ. Πιο εμπορική ομάδα θεωρείται η ομάδα της Γερμανίας.
Την υγειά μας να 'χουμε, γιατί αλλιώς...
Στην προτεινόμενη ρύθμιση του ασφαλιστικού η κυβέρνηση διαφημίζει τη δέσμευσή της για τα τρία «δεν». Δεν θα γίνει αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, των εισφορών και δεν θα γίνει μείωση των συντάξεων.
Το κατά πόσο θα τηρηθούν αυτές οι τρεις δεσμεύσεις είναι αμφίβολο. Στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη της κυβέρνησης, που για ευνόητους λόγους δεν παρουσίασε τις δικές της προτάσεις, δεν έχει προτεραιότητα η διασφάλιση των συμφερόντων των εργαζομένων, αλλά του μεγάλου κεφαλαίου. Παράλληλα στην κυβέρνηση πιστεύουν ότι το έλλειμμα πολιτικής μπορεί να το αναπληρώσει η επικοινωνιακή πολιτική, που βρίσκει πολλά πρόθυμα παπαγαλάκια.
Για παράδειγμα, διαφημίζεται ότι τα κονδύλια του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στον κρατικό προϋπολογισμό για το 2008 φθάνουν τα 6 δισ. ευρώ και είναι αυξημένα κατά 518 εκατομμύρια έναντι των φετινών. Ομως, αυτή η αύξηση δεν σημαίνει ότι θα βελτιωθεί η κατάσταση στη δημόσια υγεία. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί αν είχε εκπονηθεί ένα πρόγραμμα με προτεραιότητες και συγκεκριμένους στόχους, που θα είχαν κοστολογηθεί.
Το στοιχείο βέβαια που αποκαλύπτει την κρατική πολιτική στον τομέα της υγείας γίνεται γαργάρα από τους επικοινωνιολόγους της κυβέρνησης. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ερχόμαστε τελευταίοι στο μερίδιο της δαπάνης για τη δημόσια υγεία που καλύπτεται από το Δημόσιο: δίνουμε μόλις 43% έναντι 73% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Στην Πορτογαλία το μερίδιο του Δημοσίου στη δαπάνη για την υγεία φθάνει το 73%, στην Ιταλία το 77%, στην Ιρλανδία (η οποία εξαιρείται ως χώρα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας) το 78%, στη Γαλλία το 80%, στις σκανδιναβικές χώρες το 84%-85%, στο Ηνωμένο Βασίλειο το 87%. Αντίστροφα, το 57% των δαπανών για την υγεία μας το πληρώνουμε «από την τσέπη μας».
Είναι σαφές ότι η χαμηλή δημόσια κάλυψη των αναγκών υγείας θεωρείται από τους πιο αποφασιστικούς παράγοντες που εντείνουν τις κοινωνικές ανισότητες. Αν σε κάποιους δείκτες (προσδόκιμο ζωής, βρεφική θνησιμότητα, καρκίνοι, καρδιοπάθειες) η χώρα μας εμφανίζει επιδόσεις στον μέσο όρο ή καλύτερες, τα εγκεφαλικά και ειδικά τα ποσοστά θανάτων από καρκίνο του πνεύμονα είναι υψηλότερα.
Με καταγεγραμμένο ποσοστό φτώχειας στο 23% και με δεδομένο το επίπεδο υπηρεσιών της δημόσιας υγείας αντιλαμβάνεται κάποιος ότι ικανοποιητική περίθαλψη μπορούν να έχουν μόνον οι έχοντες και οι πρωταγωνιστές στα διαφημιστικά προεκλογικά σποτάκια της κυβέρνησης.